tag:blogger.com,1999:blog-78558566294527115612024-02-19T09:00:48.966-08:00ΘΕΟΦΙΛΟΣ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑΔΗΣΘεόφιλος Ελευθεριάδηςhttp://www.blogger.com/profile/03682968384594493584noreply@blogger.comBlogger27125tag:blogger.com,1999:blog-7855856629452711561.post-53949366284518578582022-04-09T10:45:00.000-07:002022-04-09T10:45:18.587-07:00<p> </p><div><div class="" dir="auto"><div class="ecm0bbzt hv4rvrfc dati1w0a e5nlhep0" data-ad-comet-preview="message" data-ad-preview="message" id="jsc_c_24z"><div class="j83agx80 cbu4d94t ew0dbk1b irj2b8pg"><div class="qzhwtbm6 knvmm38d"><span class="d2edcug0 hpfvmrgz qv66sw1b c1et5uql lr9zc1uh a8c37x1j fe6kdd0r mau55g9w c8b282yb keod5gw0 nxhoafnm aigsh9s9 d3f4x2em iv3no6db jq4qci2q a3bd9o3v b1v8xokw oo9gr5id hzawbc8m" dir="auto"><div class="kvgmc6g5 cxmmr5t8 oygrvhab hcukyx3x c1et5uql ii04i59q"><div dir="auto" style="text-align: start;">Τελειώνοντας το τρίτο βιβλίο του Νταϊαμοντ Τζάρεντ , μετά από δύο του Γιουβάλ Νόα Χαράρι, βρέθηκα να ξύνω απορημένος το κεφάλι μου (σημ 1)</div><div dir="auto" style="text-align: start;">Αναμφίβολα μεγάλοι διανοητές αμφότεροι . Απόλαυσα το ταξίδι στην σκέψη τους . Αλλά δεν καταλαβαίνω πως γίνεται να δηλώνουν, Δαρβινιστές όντες, την πίστη τους στην ανυπαρξία του Θεού . Ο Χαράρι ξεκάθαρα , ο Τζάρεντ κάπως μπουρδουκλωμένα (σημ 2) .</div><div dir="auto" style="text-align: start;">Αμφότεροι επικαλούνται τον Δαρβίνο , αλλά ο Δαρβίνος δεν ήταν άθεος , ήταν αγνωστικιστής ! ( σημ. 3).</div><div dir="auto" style="text-align: start;">Βρίσκω πολύ πιο συμβατή με την λογική τους την σκέψη του αείμνηστου Κ. Τσάτσου </div><div dir="auto" style="text-align: start;">«[…] Ή θα πεις : υπάρχει Θεός, ή θα πεις : “δεν ξέρω”. Άλλο τίποτα δεν μπορείς να πεις.» (σημ. 4)</div><div dir="auto" style="text-align: start;"> </div><div dir="auto" style="text-align: start;"> </div></div><div class="cxmmr5t8 oygrvhab hcukyx3x c1et5uql o9v6fnle ii04i59q"><div dir="auto" style="text-align: start;">Σημ. 1 . </div><div dir="auto" style="text-align: start;"> Η παρούσα ανάρτηση ΔΕΝ έχει σκοπό να ξεκινήσει μια συζήτηση περί της ύπαρξης ή μη του Θεού. Ο καθένας πιστεύει ότι του αρέσει και περι ορέξεως ουδείς λόγος . Ούτε έχει νόημα η συζήτηση για κάτι που δεν μετριέται και δεν αποδεικνύεται (όπως λένε στην Ασία, δεν μπορείς να μιλήσεις σε ένα βάτραχο του πηγαδιού για τον Ωκεανό). Η ανάρτηση απλά εκφράζει την απορία μου για τον τρόπο που λειτουργεί το ανθρώπινο μυαλό ακόμη και ανθρώπων με αποδεδειγμένα ευρύ πνεύμα. Στην προκειμένη περίπτωση εμένα μου φαίνεται να λένε : επειδή πιστεύουμε πως ένα κι ένα ίσον δύο γιαυτό κάνουν τρία. </div></div><div class="cxmmr5t8 oygrvhab hcukyx3x c1et5uql o9v6fnle ii04i59q"><div dir="auto" style="text-align: start;">Σημ.2</div><div dir="auto" style="text-align: start;">Μπουρδουκλωμένα διότι δεν παρεμβάλει τίποτα ανάμεσα στην θρησκεία και την αθεϊα .</div></div><div class="cxmmr5t8 oygrvhab hcukyx3x c1et5uql o9v6fnle ii04i59q"><div dir="auto" style="text-align: start;">Σημ. 3</div><div dir="auto" style="text-align: start;">Ο ορισμός από το «Λεξικό των –ισμών» , των εκδόσεων Γνώση , Αθήνα ,2003</div><div dir="auto" style="text-align: start;">Αγνωστικισμός : Φιλοσοφική-γνωσιολογική θεωρία σύμφωνα με την οποία η έσχατη πραγματικότητα, η ουσία της φύσης , η ύπαρξη του Θεού ή η καταγωγή του σύμπαντος είναι αλήθειες που θα παραμείνουν άγνωστες για τον άνθρωπο αφού δεν μπορεί να γνωρίζει τίποτα πέρα από τις δικές του πνευματικές λειτουργίες. Παρ` όλα αυτά ο αγνωστικισμός δεν αρνείται το απόλυτο. Αρνείται να δεχθεί την ύπαρξη αποδείξεων για την φυσική βάση της θρησκείας , επειδή τις θεωρεί λίγο ή πολύ πιθανές εικασίες . Ο όρος χρησιμοποιήθηκε πρώτη φορά από τον άγγλο φυσιοδίφη Χάξλεϋ (Thomas Huxley). Άλλοι εκπρόσωποι του αγνωστικισμού είναι οι φιλόσοφοι Χιούμ (David Hume), Δαρβίνος ( Charles Darwin ) και Ράσελ (Bertrand Russell). </div></div><div class="cxmmr5t8 oygrvhab hcukyx3x c1et5uql o9v6fnle ii04i59q"><div dir="auto" style="text-align: start;">Σημ. 4</div><div dir="auto" style="text-align: start;">Κωνσταντίνος Τσάτσος , Η ζωή σε απόσταση, Πρώτος κύκλος, 7 (σελ. 18) . Εκδόσεις των Φίλων, Αθήνα 1986</div><div dir="auto" style="text-align: start;">Για όποιον δεν είναι βέβαιος πως θυμάται σωστά , ναι , πρόκειται για τον πρώτο πρόεδρο της Ελληνικής Δημοκρατίας</div></div></span></div></div></div></div></div>Θεόφιλος Ελευθεριάδηςhttp://www.blogger.com/profile/03682968384594493584noreply@blogger.com0tag:blogger.com,1999:blog-7855856629452711561.post-62105395024229063532015-11-23T10:23:00.000-08:002019-01-30T09:17:23.013-08:00<div dir="ltr" style="text-align: left;" trbidi="on">
<br />
<div style="font-style: normal; line-height: 150%; margin-bottom: 0.16cm;">
<span style="color: #1d2129;"><span style="font-family: "arial" , sans-serif;"><span style="font-size: medium;"><b>Της
μνήμης και της προσευχής</b></span></span></span></div>
<div style="line-height: 150%; margin-bottom: 0.16cm;">
<br />
<br /></div>
<div style="line-height: 150%; margin-bottom: 0.16cm; margin-top: 0.16cm;">
<span style="color: #1d2129;"><span style="font-family: "arial" , sans-serif;"><span style="font-size: medium;">Ο
άντρας έπαψε να μιλάει και κοντοστάθηκε.<br />«Δεν
πάμε καλά», χαμογέλασε στη γυναίκα δίπλα
του.<br />«Τι λες τώρα Κώστα ;» συνοφρυώθηκε
η γυναίκα δίπλα του τραβώντας στο πλάι
μια γκρίζα τούφα που της έπεφτε στα
μάτια.<br />«Δες », επέμενε ο σύντροφός της
δείχνοντας με το δάχτυλο προς τα κάτω
, στην πλαγιά.<br />Η γυναίκα στράφηκε και
κοίταξε χαμηλά .<br />«Τι;» ρώτησε και αμέσως
μετά άνοιξε διάπλατα τα μάτια . «Καλέ
,τι κάνει αυτός ο νεαρός εκεί ; Καντήλι
είναι αυτό ; Ανάβει καντήλι στο βουνό ;
Θα βάλει καμιά φωτιά και αλλοίμονο σε
όλους μας.»<br />«Έλα Λυδία , πάμε να του
μιλήσουμε», ακούστηκε ξαναμμένος ο
άντρας πηδώντας σχεδόν προς την κατεύθυνση
που είχε δείξει.<br />«Που πας χριστιανέ
μου», γόγγυσε η γυναίκα γνωρίζοντας το
μάταιο της διαμαρτυρίας της . Τριάντα
τρία χρόνια παντρεμένη ήξερε καλά πια
ότι τίποτα δεν μπορούσε να του αλλάξει
γνώμη σαν του `μπαινε κάτι στο μυαλό.<br />Τον
ακολούθησε καρτερικά μέχρι που τον είδε
να πετρώνει την στιγμή που προσπερνούσε
ένα μεγάλο βράχο.<br />Έτρεξε κοντά του
τρομαγμένη .<br />«Τι έπαθες ;» τον έπιασε
απ` τον ώμο.<br />Ο άντρας έβαλε τον δείκτη
κάθετα στα χείλη του κάνοντάς της νόημα
να σωπάσει.<br />«Τι κάνει;» του ψιθύρισε.<br />«Δεν
ξέρω αγάπη μου », σκούπισε μια σταγόνα
ιδρώτα απ` το μέτωπο ο άντρας.<br />«Νομίζω
ξέρω τι κάνει», μουρμούρισε έπειτα από
λίγο . «Κοίτα , γονάτισε μπροστά στο
καντήλι ».<br />«Ας τον αφήσουμε τότε μόνο
του», ψιθύρισε η γυναίκα τραβώντας το
χέρι του άντρα της.</span></span></span></div>
<div style="line-height: 150%; margin-bottom: 0.16cm; margin-top: 0.16cm;">
<span style="color: #1d2129;"><span style="font-family: "arial" , sans-serif;"><span style="font-size: medium;">Είχαν
γυρίσει να φύγουν όταν ακούστηκε η φωνή
του γονατιστού άντρα.</span></span></span></div>
<div style="line-height: 150%; margin-bottom: 0.16cm; margin-top: 0.16cm;">
<span style="color: #1d2129;"><span style="font-family: "arial" , sans-serif;"><span style="font-size: medium;">«Συγχώρα
με βασιλιά που έρχομαι έτσι ακάλεστος
, αλλά την δική σου πόρτα μου είπε να
χτυπήσω η γιαγιά μου στα δύσκολα .»</span></span></span></div>
<div style="line-height: 150%; margin-bottom: 0.16cm; margin-top: 0.16cm;">
<span style="color: #1d2129;"><span style="font-family: "arial" , sans-serif;"><span style="font-size: medium;">Ο
άντρας έσμιξε τα φρύδια και κοίταξε την
γυναίκα του με απορία.<br />Την είδε να
σηκώνει τους ώμους και να ανοίγει τα
χέρια σε μια κίνηση : «που να ξέρω ;» Κι
έπειτα να του κάνει νόημα να
απομακρυνθούν.<br />Κούνησε το κεφάλι
αρνητικά.<br />Έσκυψε στ` αυτί της : «Θα
μείνω να σιγουρευτώ ότι δεν θα βάλει
καμιά φωτιά» , ξαναμουρμούρισε ενώ στ`
αυτιά του έφτανε πάλι η φωνή του γονατιστού
άντρα .</span></span></span></div>
<div style="line-height: 150%; margin-bottom: 0.16cm; margin-top: 0.16cm;">
<span style="color: #1d2129;"><span style="font-family: "arial" , sans-serif;"><span style="font-size: medium;">«Συγχωρέθηκε
πριν χρόνια αλλά θυμάμαι καλά τις
ιστορίες της . Μου τα `πε και τα ξαναπε
χίλιες φορές για να `ναι σίγουρη πως δεν
θα ξεχάσω τίποτε, σαν έρθει η ώρα να
ξαναπώ τις ιστορίες στα δικά μου εγγόνια».</span></span></span></div>
<div style="line-height: 150%; margin-bottom: 0.16cm; margin-top: 0.16cm;">
<span style="color: #1d2129;"><span style="font-family: "arial" , sans-serif;"><span style="font-size: medium;">Η
γυναίκα εγκατέλειψε την προσπάθεια και
άρχισε να απομακρύνεται μόνη της ενώ ο
άντρας ακουμπούσε στην σκιερή πλευρά
του βράχου κρατώντας ασυναίσθητα την
αναπνοή του .</span></span></span></div>
<div style="line-height: 150%; margin-bottom: 0.16cm; margin-top: 0.16cm;">
<span style="color: #1d2129;"><span style="font-family: "arial" , sans-serif;"><span style="font-size: medium;">«Βλέπεις,
οι ρίζες μας δεν είναι από `δω», συνέχισε
η φωνή απ` την άλλη πλευρά του βράχου .
«Απ` τα δικά σου τα μέρη είναι. Φύγαμε
απ`την Νίκαια για την Πόλη όταν αυτή
λευτερώθηκε από εκείνη την οχιά , τον
Μιχαήλ Παλαιολόγο. Η γιαγιά έφτυνε με
σιχασιά όποτε ξεστόμιζε τ` όνομά του .
Έλεγε πάντα πως την Πόλη την πήρες εσύ
- κι ας ήσουν πεθαμένος. Πως με τον στρατό
που έφτιαξες , με τα λεφτά που άφησες
στα ταμεία, με τα κάστρα, τα νοσοκομεία,
τα σχολεία , τους δρόμους, τις βίγλες
που σήκωσες η αυτοκρατορία θα την έπαιρνε
την Πόλη ακόμη και με τον μικρούλη εγγονό
που σου τύφλωσε ο Παλαιολόγος. Κοιμόταν
στο Νυμφαίο ο προδότης όταν μπήκανε οι
στρατιώτες μας στην Πόλη. Κι ούτε τους
είχε στείλει για αυτό το σκοπό έλεγε η
γιαγιά μου. Για πλιάτσικο στην Θράκη
τους είχε στείλει , οχτακόσιους άντρες
όλους κι όλους, όπως για πλιάτσικο στην
Δαφνούσα είχαν φύγει και οι Φράγκοι
αφήνοντάς την Πόλη αφύλαχτη. Κι αν δεν
βρισκόταν εκείνος ο Κουτριτζάκης να
τους το μηνύσει και να τους μπάσει απ`
τον υπόνομο , όχι Πόλη δεν θα `παιρνε ο
Μιχαήλ αλλά ούτε από μακριά δεν θα την
έβλεπε...<br />Σου φαίνονται περίεργα όλα
αυτά που κάθομαι και σου λέω , ε ; Θα σου
πω για να καταλάβεις ότι απ` την μεριά
της γιαγιάς μου έχω το αίμα του Ιωάννη
του Ακομινάτου. Πυρογιάννη τον έλεγες,
θυμάσαι ; Θυμάσαι πότε του κόλλησες το
παρατσούκλι ; Ήταν τότε που έκαψε τα
καράβια σου στη Λάμψακο . Η γιαγιά έλεγε
πως έκλαιγε σαν μωρό και σε παρακαλούσε
γονατιστός : Νικάμε βασιλιά μου, λίγο
ακόμα και δεν θα μείνει Φράγκος ούτε
για δείγμα εδώ γύρω. Μην με προστάζεις
να τα κάψω , νικάμε ...<br />Δεν ήξερε ο
Πυρογιάννης – πώς να `ξερε –ότι
ξεσηκώθηκαν φίδια πίσω στην Νίκαια για
να σου φάνε τον Θρόνο. Τι κι αν ο ίδιος
ο Λάσκαρις σε όρισε διάδοχό του ; Τι κι
αν πολεμούσες με το σκυλί τον Φράγκο
`κείνη την ώρα ; Τι κι αν νικούσες - κι
ίσως γι αυτό ακριβώς ! Οι προδότες σηκώσαν
μαχαίρι να σου καρφώσουνε την πλάτη κι
εσύ έπρεπε να τρέξεις να σβήσεις την
φωτιά στο παλάτι σου πριν γίνει πυρκαγιά
και κάψει όλη την αυτοκρατορία.<br />Τον
πρόσταξες λοιπόν να κάψει τα πλοία σου
για να μη μείνουν στους Φράγκους και
γύρισες αστραπή να προλάβεις το
κακό.<br />Τρομάξανε πολλοί απ` τον θυμό
σου τότε . Ανήλεο σε είπανε οι εχθροί
σου, οι παλιοί αριστοκράτες της Πόλης.
Δεν είναι μικρό πράμα να κόβεις χέρια
και να βγάζεις μάτια από Ισαάκιους
Νεστόγγους και Μακρηνούς. Η γιαγιά
βέβαια έλεγε πως και λίγα τους έκανες,
αφού προσπάθησαν να σε δολοφονήσουν.
Και έλεγε ακόμη πως τους πρωταίτιους ,
τα αδέλφια του πεθερού σου του Λάσκαρι
, τους έριξες στη φυλακή και “ξέχασες”
να τους τιμωρήσεις με βαρύτερες
ποινές.<br />Ανήλεος εσύ … Που σαν πέθανες
ο λαός σου έχτισε εκκλησιά στο όνομά
σου …στο όνομα του Αγίου Ιωάννη του
Ελεήμονα .<br />Το `ξερε ο Πυρογιάννης.
Χαμογελούσε θλιμμένα κι έλεγε στην
γυναίκα που θα γεννούσε τους προγόνους
μου : δεν είναι ανήλεος ο βασιλιάς μου
, όχι δεν είναι. Και θα `έρθει μια μέρα
που θα το δουν οι άνθρωποι. Θα `ναι
καταστροφή για την πατρίδα να τους
αφήσει έτσι τους προδότες, αλλά πονάει
η καρδιά του για την τιμωρία τους.<br />Την
μέρα που δήθεν το έσκασε απ` την φυλακή
ανέγγιχτος ο Ανδρόνικος Νεστόγγος ήρθε
στο σπίτι τρέχοντας ο Πυρογιάννης να
της φωνάξει : Είναι άγιος άνθρωπος ο
βασιλιάς μας γυναίκα ... Βρήκε τον τρόπο
και αδερφικό αίμα να πάψει να χύνει και
μαλακός να μην φανεί … Τον άφησε τον
προδότη να δραπετεύσει.<br />Θα μου πεις,
τι στα λέω τώρα αυτά ε; Λες και δεν τα
ξέρεις… Αλλά να , έπρεπε να σου συστηθώ
και η μια κουβέντα έφερε την άλλη.<br />Έπρεπε
λέω , γιατί σε ξύπνησα να σου θυμίσω τον
όρκο που έδωσες στον Πυρογιάννη . Τότε
που σου τον φέρανε σακατεμένο από τους
Μογγόλους, θυμάσαι ; Είχε ήδη χάσει το
δεξί μάτι στην Ρόδο , τότε που επιτέθηκες
στον Λέοντα Γαβαλά. Απ` τους Μογγόλους
γύρισε εντελώς τυφλός . Τον φέρανε
ξαπλωμένο σε ένα κάρο με το κορμί
τσακισμένο. Μήνες τον παιδεύανε για να
τους μαρτυρήσει τ` όνομα του κατασκόπου
σου στην αυλή του Χάνου. Κι αυτός άνοιγε
το στόμα μόνο για να ουρλιάξει ... Του
σάλεψε στο τέλος οπότε οι Μογγόλοι το
πήραν απόφαση ότι δεν θα μάθαιναν τίποτε
απ` αυτόν . Παρακάλεσε τον Χάνο κι ο
Γουλιέλμος ντε Ρουμπρούκ , συνταξιδιώτης
του Πυρογιάννη τους δέκα τελευταίους
μήνες του 1.253 στο ταξίδι προς την <span lang="en-GB">Μογγολί</span>α<span lang="en-GB">,</span>
και τελικά , στον έστειλαν πίσω με
αντάλλαγμα δυό φορές το βάρος του σε
χρυσάφι.<br />Αγκάλιασες έλεγε η γιαγιά
μου το παραμορφωμένο κορμί και τον
φιλούσες στα μάγουλα.<br />«Ο άνθρωπός μας
στην αυλή του Μονγκά αξίζει χίλιους
στρατούς», του είχες πει όταν τον
έστειλες. «Μόνον αυτός κρατάει τους
Μογγόλους μακριά μας . Άκου τι έχει να
σου πει και γύρνα πίσω αμέσως» . <br />Δεν
μπόρεσε ποτέ να σου μεταφέρει αυτά που
έμαθε απ` τον κατάσκοπο . Τα βασανιστήρια
του είχαν σακατέψει για πάντα σώμα και
νου. Αλλά ο άνθρωπός σου, αυτός που σου
είχε ήδη αποκαλύψει ότι ο δήθεν Θεόδουλος
λεγόταν Ραϋμόνδος , έμεινε ασύλληπτος
στην Μογγολία και συνέχισε να εργάζεται
για την Νίκαια. Οι Μογγόλοι κάψαν ,
ρημάξαν και ορθώσαν πυραμίδες από
κομμένα κεφάλια μέχρι Αυστρία και
Αλβανία, αλλά την Νίκαια δεν την
ακούμπησαν.<br />«Μην ανησυχείς για τίποτα
Πυρογιάννη », του είχες πει κρατώντας
τον στην αγκαλιά σου. «Σου ορκίζομαι να
φροντίσω εγώ για σένα , τα παιδιά σου
και τα παιδιά των παιδιών σου».<br />Αυτός
είναι ο λόγος που σου μιλάω τώρα. Το
παιδί των παιδιών του Πυρογιάννη σε
χρειάζεται . Τα παιδιά των παιδιών του
Πυρογιάννη έχουν ανάγκη από τον άνθρωπο
που έχτισε ένα κράτος δικαίου και
ευημερίας ενώ ταυτόχρονα πολεμούσε ,
με τους Φράγκους τους Βουλγάρους και
τους Ηπειρώτες Έλληνες να καραδοκούν
για το λάθος που θα επέτρεπε να τον
συντρίψουν . Αλλά εσύ βασιλιά δεν το
`κανες αυτό το λάθος! Ήσουν πάντα σωστός
, έτσι ; Και τις ελάχιστες φορές που σου
βρήκαν ψεγάδι ο λαός πρόθυμα στο συγχώρεσε
γιατί ήξερε πως το δικό του καλό είχες
στο νου σου. Όπως τότε που παντρεύτηκες
την δωδεκάχρονη κόρη του Γερμανού , μετά
που τσακίστηκε η κόρη του Λάσκαρι
πέφτοντας απ` τ` άλογο . Στράβωσα κομματάκι
σαν μου το` πε η γιαγιά μου.<br />«Παντρεύτηκε
δωδεκάχρονη; δηλαδή …» ρώτησα
κατάπληκτος.<br />«Ε, ναι και όχι …»
μουρμούρισε πονηρά η γιαγιά. «Βλέπεις
αυτή η μικρή Γερμανίδα πριγκίπισσα είχε
συνοδό μια πανέμορφη μαρκησία , την
Μαρκεζίνα όπως την αποκαλούσαν στο
παλάτι . Ε, κι ο Βατάτζης, ώριμος άντρας,
ένοιωθε πιο καλά μαζί της παρά με την
μικρή, παρόλο που του τραβούσε το αυτάκι
γι αυτή την σχέση ο Βλεμμύδης.»<br />Τώρα
θα μου πεις τι στον θυμίζω τον Βλεμμύδη;
Άγιος Πατέρας , τον εκτιμούσες , αλλά
υποθέτω θα θέλεις να ξεχάσεις την κριτική
του . Τέλος πάντων.</span></span></span></div>
<div style="line-height: 150%; margin-bottom: 0.16cm; margin-top: 0.16cm;">
<span style="color: #1d2129;"><span style="font-family: "arial" , sans-serif;"><span style="font-size: medium;">Ξέφυγα
πάλι…Στο θέμα μας … Ήρθε η ώρα να
ξεμαρμαρώσεις –ναι , κι αυτό το ξέρω .
Εσύ είσαι ο μαρμαρωμένος βασιλιάς ! Όλα
μου τα `πε η γιαγιά για σένα. Όλα! Μεγάλωσα
ακούγοντας για τον βασιλιά που αγόρασε
το ΄΄ωάτον΄΄ στέμμα της γυναίκας του
όχι από φόρους , αλλά με χρήματα από δική
του επιχείρηση . Για τον ηγέτη που τσάκισε
την διαφθορά. Για τον πατέρα που κατσάδιασε
δημόσια τον γιό του όταν τον είδε να
φορά πολυτελή ενδύματα πληρωμένα με
λεφτά του λαού. Για τον ηγέτη που διέταξε
τους υπηκόους του να αγοράζουν μόνο
προϊόντα της χώρας τους, αφήνοντας
εμβρόντητους τους Φράγκους με μια
άχρηστη εμπορική συμφωνία στο χέρι .
“Δεν απαγορεύεται η εισαγωγή φράγκικων
προϊόντων , αλλά ο βασιλιάς απαγορεύει
στο λαό του την αγορά τους”, ξεκαρδίζονταν
αγρότες και βιοτέχνες , με τους εμπόρους
να χαμογελούν κάτω απ` τα μουστάκια τους
κάθε φορά που εξυπηρετούσαν Δυτικοφερμένους
: “έχουμε και δικά σας αν θέλετε, λίγο
ακριβότερα βέβαια…”</span></span></span></div>
<div style="line-height: 150%; margin-bottom: 0.16cm; margin-top: 0.16cm;">
<span style="color: #1d2129;"><span style="font-family: "arial" , sans-serif;"><span style="font-size: medium;">Μας
την ξανάπεσαν οι Φράγκοι βασιλιά . Και
μας βρήκαν πάλι με Αγγέλους στον θρόνο.
Μην σου πω ότι, όπως και την άλλη φορά,
οι Άγγελοι τους κάλεσαν. Σήκω λοιπόν
Ιωάννη Δούκα Βατάτζη και σου ορκίζ …»</span></span></span></div>
<div style="line-height: 150%; margin-bottom: 0.16cm; margin-top: 0.16cm;">
<span style="color: #1d2129;"><span style="font-family: "arial" , sans-serif;"><span style="font-size: medium;">Το
βουητό που ακούστηκε απ` το πουθενά
τρόμαξε το σπουργίτι που πέταξε απ` το
πεύκο λίγα βήματα δίπλα απ` τον άντρα.
Ο άντρας αρπάχτηκε απ` τον βράχο για να
μην πέσει. Η γη τραντάχτηκε άλλη μια
φορά κάτω απ` τα πόδια του κι έπειτα μια
αφύσικη ησυχία σκέπασε την πλαγιά.<br />Η
φωνή απ` την άλλη μεριά του βράχου είχε
πάψει.<br />Ο άντρας άρχισε να τρέχει σαν
τρελός προς τον χωματόδρομο. Είδε το
μικρό ασημένιο αυτοκίνητο να προβάλλει
στην στροφή και πίεσε
τον εαυτό του να τρέξει γρηγορότερα. Το
έφτασε και πήδηξε μέσα λαχανιασμένος
.<br />«Τηλεφώνησες σπίτι ;» ρώτησε την
γυναίκα την στιγμή που αυτή κάρφωνε
βιαστικά την πρώτη ταχύτητα.<br />«Δεν το
σηκώνει», απάντησε η σύντροφός του με
την φωνή παραμορφωμένη από αγωνία.<br />Εφτά
λεπτά αργότερα και ενώ το αυτοκίνητο
άφηνε τον χωματόδρομο μέσα σ`ένα σύννεφο
σκόνης , άκουσε ανακουφισμένη τον άντρα
δίπλα της να φωνάζει : « έλα παιδί μου ,
που είσαι; Είσαι καλά…Τι γιατί ;»<br />Γύρισε
και τον είδε απορημένο με το κινητό
κολλημένο στο αυτί του να της γνέφει
καθησυχαστικά.<br />«Καλά , ερχόμαστε» ,
έκλεισε το κινητό με μια έκφραση
ανακούφισης να απλώνεται στο πρόσωπο
του .<br />«Τι είπε το παιδί ;» τον σκούντηξε
απαλά στο ώμο η γυναίκα.<br />«Όλα καλά, δεν
ένοιωσε τίποτε , ρωτούσε γιατί ανησυχήσαμε»,
απάντησε ο άντρας.<br />Η γυναίκα πίσω απ`
το τιμόνι τράβηξε στο πλάι μια γκρίζα
τούφα που της έπεφτε στα μάτια, σήκωσε
ελαφρά το πόδι της από το γκάζι και
απόρησε : «Πως είναι δυνατόν; Μου φάνηκε
πενταράκι! »<br />«Θα το κοιτάξουμε στο
ίντερνετ μόλις γυρίσουμε , αλλά το παιδί
λέει στο σπίτι όλα καλά», την καθησύχασε
ο άντρας.<br />«Πως θα το κοιτάξουμε δηλαδή
;»<br />«Αρχίζεις να ξεχνάς γυναίκα», την
πείραξε ο άντρας, «δεν σου είπα ότι
υπάρχει σελίδα που μπαίνεις , δίνεις
ημερομηνία και σου βγάζει χάρτη της
Ελλάδας με όλους τους σεισμούς της
συγκεκριμένης ημέρας ; Αλήθεια πόσο του
μήνα έχουμε σήμερα ;» <br />«Τέσσερις
Νοεμβρίου (*) … κατά τ` άλλα εγώ ξεχνάω
», του χαμογέλασε η γυναίκα καθώς έστριβε
στο δρομάκι που κατέληγε στο σπίτι τους.</span></span></span></div>
<div style="line-height: 150%; margin-bottom: 0.16cm; margin-top: 0.16cm;">
<span style="color: #1d2129;"><span style="font-family: "arial" , sans-serif;"><span style="font-size: medium;">Την
στιγμή που έσβηνε την μηχανή γύρισε και
τον κοίταξε σαν να της πέρασε ξαφνικά
κάτι απ` το νου :<br />«Τι έκανε τελικά αυτός
εκεί πάνω ;» <br />« Νομίζω προσεύχονταν»
, ακούστηκε ο άντρας χαμένος σε σκέψεις
.</span></span></span></div>
<div style="line-height: 150%; margin-bottom: 0.16cm; margin-top: 0.16cm;">
<span style="color: #1d2129;"><span style="font-family: "arial" , sans-serif;"><span style="font-size: medium;"><br /></span></span></span></div>
<div style="border-bottom: 1px solid #000000; border-left: none; border-right: none; border-top: none; line-height: 150%; margin-bottom: 0cm; margin-top: 0.16cm; padding-bottom: 0.07cm; padding-left: 0cm; padding-right: 0cm; padding-top: 0cm;">
<span style="color: #1d2129;"><span style="font-family: "arial" , sans-serif;"><span style="font-size: medium;">ΤΕΛΟΣ</span></span></span></div>
<div style="line-height: 150%; margin-bottom: 0cm; margin-top: 0.16cm;">
<br /></div>
<div style="line-height: 150%; margin-bottom: 0cm; margin-top: 0.16cm;">
<span style="color: #1d2129;"><span style="font-family: "arial" , sans-serif;"><span style="font-size: medium;">(*)
Τιμάται η μνήμη του Αγίου Ιωάννη του
Ελεήμονα , του Αγίου που ο
λαός αγιοποίησε δίχως να ρωτήσει την
ηγεσία της Εκκλησίας .</span></span></span></div>
<div style="line-height: 150%; margin-bottom: 0cm;">
<br /></div>
<br /></div>
Θεόφιλος Ελευθεριάδηςhttp://www.blogger.com/profile/03682968384594493584noreply@blogger.com0tag:blogger.com,1999:blog-7855856629452711561.post-36420875023657031462013-12-18T11:52:00.001-08:002019-02-11T02:15:13.116-08:00Αειθαλές Μάρμαρο<div dir="ltr" style="text-align: left;" trbidi="on">
<br />
<div lang="el-GR" style="font-style: normal; line-height: 150%; margin-bottom: 0.16cm;">
<br /></div>
<div lang="el-GR" style="line-height: 150%; margin-bottom: 0.16cm; margin-top: 0.16cm;">
<b><br /></b>
<br />
<div lang="el-GR" style="font-style: normal; line-height: 150%; margin-bottom: 0.16cm;">
<span style="color: #1d2129;"><span style="font-family: "arial" , sans-serif;"><span style="font-size: medium;"><b>Αειθαλές
Μάρμαρο</b></span></span></span><br />
<div style="font-weight: normal;">
<span style="color: #1d2129;"><span style="font-family: "arial" , sans-serif;"><span style="font-size: medium;"><br /></span></span></span></div>
</div>
<div lang="el-GR" style="line-height: 150%; margin-bottom: 0.16cm; margin-top: 0.16cm;">
<span style="color: #1d2129;"><span style="font-family: "arial" , sans-serif;"><span style="font-size: medium;">Η
γιαγιά που μας φίλεψε ψωμοτύρι απ` το
ταγάρι της μας συστήνεται σαν κυρά
Φωτεινή. Η ματιά της ξαναπέφτει γεμάτη
περιέργεια στον μπλαβιασμένο λαιμό του
Πάνου. Ντροπιασμένη την τραβά γρήγορα
και σφίγγει το χέρι που της προτείνω.<br />«Είμαι
ο Γιάννης Μακρής». Δείχνω με το βλέμμα
και συστήνω τους υπόλοιπους .Τον Αρίστο
Δήμου (1), τον Πάνο Τίτη (2), την δεκαεφτάχρονη
Ηρώ και τον χαμογελαστό Κυδία (3).<br />Στο
άκουσμα του ονόματος η γριά συνοφρυώνεται
. «Κηδεία σε βάφτισαν παιδάκι μου»;
<br />«Μεγάλη ιστορία γιαγιά , μην τα ρωτάς»
γελάει αυτός και της σκάει ένα φιλί στο
μάγουλο μαζί με ένα «ευχαριστούμε».<br />«Να
πάτε στην ευχή του Θεού», μας χαιρετά
και απομακρύνεται.<br />Τα χέρια μου χωμένα
στις τσέπες έχουν γίνει κρύσταλλα και
τα πόδια μου στα πάνινα αθλητικά παπούτσια
κολυμπάνε στο λασπόχιονο.<br />«Εμπρός ,
έχουμε δρόμο κι είμαστε ψόφιοι» ακούω
τον Πάνο να μουρμουρίζει . <br />Οι λέξεις
ηχούν περίεργα . Χείλη και γλώσσα
κινούνται δύσκαμπτα.<br />«Στην πρώτη
ευκαιρία σταματάμε και ανάβουμε φωτιά»
ακούγεται χαρούμενα ο πιτσιρικάς ο
Κυδίας που δεν μασάει με τίποτα. Ο Κυδίας
που μέχρι τώρα συμπεριφέρεται σαν
μαθητής σε πενθήμερη εκδρομή.<br />Ένα
κομμάτι νοτισμένο ψωμί εμφανίζεται απ`
το πουθενά και κόβω μια μεγάλη μπουκιά
πριν το περάσω στον διπλανό μου. Το ψωμί
μυρίζει ψαρίλα . Ο Αρίστος δαγκώνει και
το βάζει στο χέρι του Πάνου που έχει
ανοίξει βήμα . Σμίγω τα φρύδια και χτενίζω
με το βλέμμα το υγρό μισοσκόταδο μπροστά
μου. Η αλλαγή στην κατεύθυνση που βαδίζει
ο Κυδίας μου αποκαλύπτει το επόμενο
καταφύγιο μας . Ένα γεφυράκι ! Χαμηλό
και ασήμαντο , αλλά θα ξαποστάσουμε.
<br />Μισή ώρα αργότερα ζεσταίνουμε τα
χέρια μας σε μια φωτιά που σιγοκαίει σ`
ένα ντενεκέ. Τον ξετρύπωσε, φυσικά , ο
Αρίστος. Είναι φορές που με κάνει να
απορώ με το ταλέντο του να βρίσκει
πράγματα την στιγμή που τα χρειαζόμαστε.
<br />Είμαστε όλοι σκοτωμένοι στην κούραση
και παγωμένοι. Πέντε άνθρωποι σ` ένα
μικρό κύκλο γύρω από λίγα αναμένα
σκουπίδια που καπνίζουν ζεσταίνοντας
τις παλάμες μας.<br />«Πόσο κάναμε σήμερα
; » με σκουντάει ο Πάνος.<br />«Ξέρω γω; Πάνω
από εικοσιπέντε χιλιόμετρα . Μπορεί και
τριάντα» μουρμουρίζω εξαντλημένος με
τα μάτια καρφωμένα στις φλόγες. Μου `χει
καρφωθεί η ιδέα πως όταν κοιτώ την φωτιά
ζεσταίνομαι περισσότερο . Χαζομάρα, το
ξέρω, αλλά τι πειράζει ;<br />«Σαράντα πέντε»
δηλώνει ο Αρίστος. «Έχει μια ταμπέλα
εκεί».<br />Κοιτάζω το «εκεί» . Αγριόχορτα
και μια σκιά ανάμεσά τους που με λίγη
φαντασία μοιάζει με ταμπέλα χιλιομετρικής
απόστασης . <br />«Θά `μαστε έγκαιρα ; »
Η Ηρώ ακούγεται σαν να έχει μαζέψει όλη
της δύναμη για να προφέρει αυτές τις
τρεις λέξεις.<br />«Μάλλον» της χαμογελώ
, καθώς της σφίγγω ενθαρρυντικά τον ώμο
με την ζεσταμένη χούφτα μου . <br />Τραβάει
τον ώμο της ενοχλημένη .<br />«Δεν της αρέσει
να την αγγίζουν . Όχι μετά απ` όσα πέρασε»
υπενθυμίζω στον εαυτό μου και ξανατεντώνω
το χέρι στην φωτιά .<br />«Έμεινε τίποτα
για φαί»; ρωτάει ο Πάνος.<br />Σιωπηλός
αδειάζω τις τσέπες μου μπροστά τους .
Οι άλλοι με μιμούνται και ο Αρίστος
στρώνει την σακούλα για τραπεζομάντιλο.
Το ψωμί που μας έδωσε ο φούρναρης εχθές
το πρωί λιγόστεψε αλλά φτάνει για απόψε
. Ας είναι καλά ο άνθρωπος . <br />Τα
τηγανητά ψάρια που ψάρεψε ο Αρίστος απ`
τον κάδο έχουν πατηθεί και μοιάζουν μια
αηδία και<br />μισή . Κοιταζόμαστε κι έπειτα
ο Κυδίας απλώνει το χέρι και
σερβίρεται.<br />«Είναι καλύτερα απ` ότι
φαίνονται» αποφαίνεται, προσφέροντας
στην Ηρώ.</span></span></span></div>
<div lang="el-GR" style="line-height: 150%; margin-bottom: 0.16cm; margin-top: 0.16cm;">
<span style="color: #1d2129;"><span style="font-family: "arial" , sans-serif;"><span style="font-size: medium;">Με
το πρώτο φως του ήλιου σηκώνομαι απ` την
γωνιά μου και κάνω μερικές κινήσεις για
να ζεσταθώ. Κοιμηθήκαμε –όσο κοιμηθήκαμε-
κολλημένοι ο ένας πάνω στον άλλο αλλά
δεν βοήθησε και πολύ. Παγώσαμε. Οι άλλοι
αργοσαλεύουν και τεντώνονται. Σε λίγα
λεπτά είμαστε πάλι στο δρόμο περπατώντας
γρήγορα για να ζεσταθούμε. Ο ήλιος
ανεβαίνει γρήγορα σε ένα ουρανό
ασυννέφιαστο . Ζεσταίνει και μας φτιάχνει
το κέφι. Όχι του πιτσιρικά του Κυδία.
Αυτός γεννήθηκε χαρούμενος. Μεσημεράκι
φτάνουμε σε μια ποτίστρα για ζώα και
πλενόμαστε λιγάκι. Έχουμε να ρίξουμε
νερό πάνω μας από την ώρα που διαβήκαμε
τον Αχέροντα. Βρωμάμε. Πρώτα η Ηρώ, ενώ
εμείς θαυμάζουμε την θέα απ` την άλλη
μεριά . Τελειώνει , ξεμακραίνει και
παίρνω σειρά. Ξεντύνομαι στα γρήγορά
και αρχίζω να τρίβομαι με ένα πανί που
το βρέχω στην ποτίστρα. Ο πιτσιρικάς με
μιμείται. Ο Αρίστος και ο Πάνος ρίχνουν
νερό πάνω τους σαν να `ναι καλοκαίρι. Οι
πλάτες χαρακωμένες από παλιές επιμήκεις
πληγές μισοκρύβονται κάτω απ` τα μακριά
τους μαλλιά.<br />«Τελειώνετε», ακούγεται
η Ηρώ από μακριά, σε λίγες ώρες
βραδιάζει.<br />Τελειώνουμε και αρχίζουμε
πάλι το βάδισμα. Ο ήλιος έχει δύσει από
ώρα όταν τα πρώτα σπίτια φαίνονται
μπροστά μας φωτισμένα.<br />«Πόσο απέχει
από εδώ το Σύνταγμα ;» ρωτά ο Πάνος.<br />«Αύριο
θα είμαστε εκεί. Προλαβαίνουμε μην
ανησυχείς», απαντά ο Αρίστος και τον
αγγίζει καθησυχαστικά στον ώμο.
<br />«Δεν ανησυχώ, βιάζομαι. Περίμενα πολύ»
χαμογελά πικρά ο Πάνος.<br />«Υπομονή ,
αύριο ξοφλάς » ανταποδίδει το χαμόγελο
ο Αρίστος .<br />«Αρκεί να βρούμε τα σχολεία
απ` την Σπάρτη», μουρμουρίζει ο Πάνος.<br />«Θα
τα βρούμε». Τα μάτια του Αρίστου σπιθίζουν
σαν κάρβουνα..<br />«Ξεκολλάτε επιτέλους
με την Σπάρτη. Θα έχει παιδιά από παντού
εκεί. Και όλα είναι δικά μας », αγριεύει
η Ηρώ.<br />«Ήρεμα κοπελιά» χαμογελά ο
Αρίστος , «αφού ξέρεις ότι ο Πάνος έχει
θέμα να αποδείξει».<br />«Και εγώ έχω θέμα
με τους Γερμανούς , αλλά για αυτό ήρθαμε
; » ακούγεται κουρασμένη η Ηρώ.<br />«Σωστά
! Κι εγώ με τους Γάλλους,. Κι ο Μπάρμπα
Γιάννης με τους Τούρκους, αλλά εδώ
είμαστε γιά τα παιδιά», συμφωνεί ο
μικρός.</span></span></span><br />
<span style="color: #1d2129;"><span style="font-family: "arial" , sans-serif;"><span style="font-size: medium;"><br /></span></span></span></div>
<div lang="el-GR" style="line-height: 150%; margin-bottom: 0.16cm; margin-top: 0.16cm;">
<span style="color: #1d2129;"><span style="font-family: "arial" , sans-serif;"><span style="font-size: medium;">Έχουμε
φτάσει από ώρα.<br />Εμφανίστηκαν οι άντρες
με τα κράνη , τις ασπίδες και τα ρόπαλα.
Τα παιδιά στη θέα τους αγρίεψαν και
άρχισαν τις βρισιές. Βλέπω την Ηρώ να
ξεχύνεται. Διαστέλλεται , γίνεται
τεράστια και σκεπάζει τέσσερα παιδιά
πριν πέσει πάνω τους το δακρυγόνο. Ο
Πάνος τρελός από αγωνία ψάχνει με το
βλέμμα. Τον σταματά ο Αρίστος. Του δείχνει
ένα πανό . «Α΄ Λύκειο Σπάρτης». Ο Πάνος
απλώνεται πηδώντας κατά `κει. Ανοίγει
τα χέρια , μεγεθύνεται , γίνεται κάστρο
που κλείνει μέσα του τα παιδιά . Τα ρόπαλα
αναπηδούν πάνω του χωρίς ν` αγγίζουν
τους μαθητές . Οι άνδρες βρίζουν , τα
παιδιά βρίζουν, ο Πάνος ματώνει . Ουρλιάζει
έναν παιάνα . Σάλια του κι αίματα λεκιάζουν
τις ασπίδες. Δεν τα βλέπουν , δεν τον
βλέπουν, δεν τον βλέπει κανείς εκτός
από εμάς. Μόνο στα δικά μας μάτια γίνεται
φανερό ότι με κάθε χτύπημα η μελανιά
στο λαιμό γίνεται πιο άτονη ,
εξαφανίζεται.<br />«Τον νου σου γέρο», μου
φωνάζει λίγα βήματα δεξιά μου ο Αρίστος
και δείχνει μια ομάδα άνδρες που κυνηγάνε
μερικά παιδιά με σακίδια στην πλάτη.
<br />Τρέχω , τα αγκαλιάζω και νοιώθω την
πλάτη μου να τραντάζεται από χτυπήματα.<br />«Ε,
μπάρμπα ! Μας έπρηξες τόσο καιρό ότι
κουβαλάς πιότερες λαβωματιές από Έλληνες
παρά από Τούρκους. Αύριο το πρωί τις
μετράμε αν θέλεις» ακούω τον πιτσιρικά
να με πειράζει .<br />Τον βλέπω με την άκρη
του ματιού μου τυλιγμένο πάνω σε μια
κουβαριασμένη στο έδαφος μελαχρινή. Το
ένα της πόδι ξυπόλητο. Το πουλόβερ της
μισοσηκωμένο, αποκαλύπτει μιάς πιθαμής
σάρκα. Με μάτια ορθάνοιχτα από κατάπληξη
παρακολουθεί την μπότα να την κλωτσάει
επανειλημμένα . Απ`την άλλη της μεριά
ένα γκλομπ ανεβοκατεβαίνει με μανία.
Δεν καταλαβαίνει γιατί δεν νοιώθει
πόνο. Ο Κυδίας μου χαμογελάει πονεμένα
και σφίγγεται πάνω της καθώς η μπότα
ξαναβυθίζεται στο νεφρό του.</span></span></span></div>
<div lang="el-GR" style="line-height: 150%; margin-bottom: 0.16cm; margin-top: 0.16cm;">
<span style="color: #1d2129;"><span style="font-family: "arial" , sans-serif;"><span style="font-size: medium;">Ξερός
κρότος εκκωφαντικός ακούγεται στ`
αριστερά μου. Σκεπάζει για μια στιγμή
φωνές , βογγητά και βρισιές. Γυρνάω
τρομαγμένος . Δεν βλέπω τίποτα. Μόνο τον
Αρίστο που έχει στην αγκαλιά του ένα
μισολιπόθυμο παιδί και τρέχει να το
βγάλει έξω απ` τους καπνούς. <br />Πιάνει
το βλέμμα μου . Μου δείχνει. Το μάρμαρο
στον Άγνωστο έχει σπάσει και από το
ρήγμα έρχονται τ` αδέρφια μας.</span></span></span></div>
<div lang="el-GR" style="line-height: 150%; margin-bottom: 0.16cm; margin-top: 0.16cm;">
<span style="color: #1d2129;"><span style="font-family: "arial" , sans-serif;"><span style="font-size: medium;">ΤΕΛΟΣ<br />---------------</span></span></span></div>
<div lang="el-GR" style="line-height: 150%; margin-bottom: 0cm; margin-top: 0.16cm;">
<span style="color: #1d2129;"><span style="font-family: "arial" , sans-serif;"><span style="font-size: medium;">Υποσημειώσεις
:<br />1) Ηρόδοτος , 7 (Πολύμνια) , 229<br />2) Ηρόδοτος
, 7 (Πολύμνια) , 232<br />3) Παυσανίας, 9 (Φωκικά),
21, 5</span></span></span></div>
<div lang="el-GR" style="line-height: 150%; margin-bottom: 0cm; margin-top: 0.16cm;">
<br /></div>
<div lang="el-GR" style="line-height: 150%; margin-bottom: 0cm; margin-top: 0.16cm;">
<span style="color: #1d2129;"><span style="font-family: "arial" , sans-serif;"><span style="font-size: medium;">Τα
πρόσωπα του διηγήματος <span lang="en-GB">: </span></span></span></span>
</div>
<div lang="el-GR" style="line-height: 150%; margin-bottom: 0cm; margin-top: 0.16cm;">
<span style="color: #1d2129;"><span style="font-family: "arial" , sans-serif;"><span style="font-size: medium;">Μακρυγιάννης,
Κυδίας, Ηρώ Κωνσταντοπούλου, Παντίτης,
Αριστόδημος.</span></span></span></div>
<div lang="el-GR" style="line-height: 150%; margin-bottom: 0cm; margin-top: 0.16cm;">
<span style="color: #1d2129;"><span style="font-family: "arial" , sans-serif;"><span style="font-size: medium;">Ο
Κυδίας ήταν ο έφηβος που ανακυρήχτηκε
ήρωας στην μάχη των Θερμοπυλών το 279 πΧ
, όταν 30.000 περίπου Έλληνες (Στερεοελλαδίτες ,
Αιτωλοακαρνάνες, και λίγοι Μακεδόνες)
σταμάτησαν 210.000 Γαλάτες.</span></span></span></div>
<div lang="el-GR" style="line-height: 150%; margin-bottom: 0cm; margin-top: 0.16cm;">
<span style="color: #1d2129;"> <span style="font-family: "arial" , sans-serif;"><span style="font-size: medium;">Ο
Παντίτης και ο Αριστόδημος ήταν οι δύο
επιζήσαντες Σπαρτιάτες από τις Θερμοπύλες
του 480 πΧ.</span></span></span></div>
<div lang="el-GR" style="line-height: 150%; margin-bottom: 0cm; margin-top: 0.16cm;">
<span style="color: #1d2129;"><span style="font-family: "arial" , sans-serif;"><span style="font-size: medium;">Η
Σπάρτη ποτε δεν τους συγχώρεσε που δεν
σκοτώθηκαν μαζί με τους υπόλοιπους 298.
Ο Παντίτης αυτοκτόνησε από ντροπή . Τον
βρήκαν στην Σπάρτη κρεμασμένο. Ο
Αριστόδημος άντεξε μέχρι τις Πλαταιές
όπου το 479 πΧ σκοτώθηκε πολεμώντας
αυτοκτονικά. </span></span></span>
</div>
<div style="line-height: 150%; margin-bottom: 0cm;">
<br /></div>
<br /></div>
</div>
Θεόφιλος Ελευθεριάδηςhttp://www.blogger.com/profile/03682968384594493584noreply@blogger.com0tag:blogger.com,1999:blog-7855856629452711561.post-28964177161759789762012-07-18T12:28:00.000-07:002012-07-18T12:35:04.406-07:00Σβησμένες όλες οι φωτιές οι πλάστρες μες` στη Χώρα.
Στην εκκλησιά , στον κλίβανο, στο σπίτι, στ`αργαστήρι,
παντού, στο κάστρο, στην καρδιά, τ` αποκαϊδια, οι στάχτες.
πάει κι ο ψωμάς , πάει κι ο χαλκιάς, πάει κ` η γυναίκα, πάνε
τα παλληκάρια, οι λειτουργοί, και του ρυθμού οι τεχνίτες,
του Λόγου και οι προφήτες.
Τα χέρια είναι παράλυτα, και τα σφυριά παρμένα
και δε σφυροκοπά κανείς τ` άρματα και τ` αλέτρια,
κ` η φούχτα κάποιου ζυμωτή λίγο σιτάρι αν κλείσει,
δεν βρίσκει την πυρή ψυχή ψωμί για να το κάμη.
Κι από κατάκρυα χόβολη μεστή η γωνιά , κι ακόμα
και πιο πολύ από την γωνιά που του σπιτιού η καρδιά είναι,
κακοκατάντησε η καρδιά του ανθρώπου . Κρίμα. Κρίμα.
Σκοτεινό ρέπιο κ` η εκκλησιά , και δίχως πολεμήστρες
το κάστρο , και χορτάριασε κ` έγινε βοσκοτόπι.
Κι ο μέγας Έρωτας μακριά, και ειν` άβουλος ο άντρας
κι άπραχτος, και στο πλάι του χαμοσυρτή η γυναίκα
κυρά της έχει τη σκλαβιά και δούλο της το ψέμα.
Σβυσμένες όλες οι φωτιές οι πλάστρες μες` στη Χώρα.
Τραγούδι των ηρώων! Εμπρός, τραγούδι των ηρώων!
απάνου από τ` απόσταχτα , άναψε , ω φλόγα , λάμψε.
Κανένα χέρι δε θα ιδής απάνου σου ν` απλώση,
να θρέψη σε , να ζεσταθή , να πάρη απ` το θυμό σου,
να σπείρη σε στην εκκλησιά , στον κλίβανο, στο σπίτι,
να σε φωλιάση στην καρδιά , στο κάστρο, στ` αργαστήρι.
Φλόγα, εσύ τότε αβοήθητη κ` έρμη εσύ φλόγα , κρύψου,
Και κάμε τη μνημούρι σου τη στάχτη, και μη σβύσεις !
[…]
<b>Κ. Παλαμάς, Πρόλογος, Η φλογέρα του βασιλιά<i></i></b>Θεόφιλος Ελευθεριάδηςhttp://www.blogger.com/profile/03682968384594493584noreply@blogger.com0tag:blogger.com,1999:blog-7855856629452711561.post-11689419021037494222011-03-08T11:24:00.000-08:002011-03-09T10:25:30.818-08:00Γύριζε <br /><br />«Γύριζε, μὴ σταθῇς ποτέ, ρίξε μας πέτρα μαύρη,<br />ὁ ψεύτης εἴδωλο εἶν᾿ ἐδῶ, τὸ προσκυνᾷ ἡ πλεμπάγια,<br />ἡ Ἀλήθεια τόπο νὰ σταθῇ μιὰ σπιθαμὴ δὲ θἄβρῃ.<br />Ἀλάργα. Μόρα τῆς ψυχῆς τῆς χώρας τὰ μουράγια.<br />Ἀπὸ θαμποὺς ντερβίσηδες καὶ στέρφους μανταρίνους<br />κι ἀπὸ τοὺς χαλκοπράσινους ἡ Πολιτεία πατιέται.<br />Χαρὰ στοὺς χασομέρηδες! Χαρὰ στοὺς ἀρλεκίνους!<br />Σκλάβος ξανάσκυψε ὁ ρωμιὸς καὶ δασκαλοκρατιέται.<br /><br />Δὲν ἔχεις, Ὄλυμπε, θεούς, μηδὲ λεβέντες ἡ Ὄσσα,<br />ραγιάδες ἔχεις, μάννα γῆ, σκυφτοὺς γιὰ τὸ χαράτσι,<br />κούφιοι καὶ ὀκνοὶ καταφρονοῦν τὴ θεία τραχιά σου γλώσσα,<br />τῶν Εὐρωπαίων περίγελα καὶ τῶν ἀρχαίων παλιάτσοι.<br /><br />Καὶ δημοκόποι Κλέωνες καὶ λογοκόποι Ζωίλοι,<br />καὶ Μαμμωνᾶδες βάρβαροι, καὶ χαῦνοι λεβαντίνοι.<br />λύκοι, ὦ κοπάδια, οἱ πιστικοὶ καὶ ψωριασμένοι οἱ σκύλοι<br />κι οἱ χαροκόποι ἀδιάντροποι καὶ πόρνη ἡ Ρωμιοσύνη!»<br /><br />Κωστής Παλαμάς - 1908<br /><br /><br />[...]<br />Που θα κρατά τον όρκο δεν θα βρίσκει<br />χάρη καμμιά, μηδ` ο αγαθός ή ο δίκιος, -<br />μόνο ο κακός κι ο άδικος θα τιμούνται.<br />Στην δύναμην αντρός χυδαίου το δίκιο<br />θα βρίσκεται και μήτε που θα υπάρχει,<br />στη γην αυτή, η ντροπή. Και θα συντρίβει<br />το γενναίον ο δειλός δολοπλοκώντας,<br />και για τα ψέμματά του, όρκους θα παίρνει.<br />[...]<br /><br />Ησίοδος, Έργα και Ημέρες, μεταφρ. Άρης Δικταίος<br />7ος πΧ αι.Θεόφιλος Ελευθεριάδηςhttp://www.blogger.com/profile/03682968384594493584noreply@blogger.com0tag:blogger.com,1999:blog-7855856629452711561.post-56759614507451445822010-05-09T12:09:00.000-07:002010-09-09T09:51:02.302-07:00<strong>ΕΠΕΙΓΟΝ</strong><br />Αξιότιμον κύριον Θεόδωρον Κολοκοτρώνην.<br /><br />Εχθρός προελαύνει, στοπ. Προσκυνημένοι βαίνουν αυξάνοντες ,στοπ. Πλειοψηφία αγνοεί πως ό,τι δεν ωφελεί το σμήνος δεν ωφελεί και την μέλισσα, στοπ. Κερκόπορτες ανοιχτές, στοπ. Εις την του Ρωμανού πύλην αριθμός τις αμύνεται μάλα ευρώστως, στοπ. Ηγέτης προ πολλού απών, στοπ. Άλωσις εν αυτή ταύτη τη στιγμή εν εξέλιξει, στοπ. Παρακαλώ υπενθυμίσατε τω Κυρίω την υπογραφή του, στοπ. Με τιμή Θ.Ε. , στοπ.Θεόφιλος Ελευθεριάδηςhttp://www.blogger.com/profile/03682968384594493584noreply@blogger.com0tag:blogger.com,1999:blog-7855856629452711561.post-16394782552835206522010-02-16T11:04:00.000-08:002010-02-16T11:12:33.684-08:00τις πταίει ;Οι λίγοι κακοί αλλά δραστήριοι πολίτες δεν θα μπορούσαν να βλάψουν την δημοκρατία , αν οι πολλοί και αδρανείς δεν τους άφηναν να την βλάψουν.<br /><br /><strong>Κωνσταντίνος Τσάτσος, Η ζωή σε απόσταση, σελ 75, εκδόσεις των Φίλων</strong><br /><br /><br />-Όταν ζει κανείς σ` ένα κράτος , πρέπει ή να το προστατεύει ή να το εγκαταλείψει. Όλα τα άλλα αποτελούν παρασιτισμό και κακολογίες λακέδων .<br />-Υπάρχει και η τρίτη δυνατότητα, τον απέκρουσε η Βάρια, που ένοιωσε να προσβάλλεται από την έκφραση <em>κακολογίες λακέδων</em>. Ένα άδικο κράτος μπορεί να το γκρεμίσουν και στην θέση του να χτίσουν κάποιο άλλο.<br />-Δυστυχώς, Βαρβάρα Αντρέγιεβνα, το κράτος δεν είναι ένα σπίτι, αλλά μάλλον δένδρο. Δεν το χτίζουν ΄ μεγαλώνει μόνο του , σύμφωνα με τους νόμους της φύσης, και η υπόθεση αυτή είναι μακροχρόνια. Εδώ δεν χρειάζεται χτίστης, αλλά κηπουρός μάλλον.<br /><br /><strong>Μπόρις Ακούνιν, Το τούρκικο κόλπο, σελ. 78-79, εκδ.Σύγχρονοι ορίζοντες</strong>Θεόφιλος Ελευθεριάδηςhttp://www.blogger.com/profile/03682968384594493584noreply@blogger.com0tag:blogger.com,1999:blog-7855856629452711561.post-13929306304910110182009-12-04T09:26:00.000-08:002009-12-04T09:37:10.440-08:00Περί κοινών νημάτων και πορφύραςΓιατί εσύ θεωρείς τον εαυτό σου μια απλή κλωστή του χιτώνα. Τι σημαίνει αυτό; Ότι όπως η κλωστή είναι ίδια με όλες τις άλλες του χιτώνα , έτσι κι εσύ φροντίζεις να μη διαφέρεις απ` τους άλλους ανθρώπους. Εγώ όμως θέλω να είμαι η πορφύρα! Το μικρό εκείνο λαμπρό νήμα , που κάνει τα άλλα νήματα του χιτώνα να φαίνονται όμορφα και κομψά . Τι μου λες δηλαδή : «γίνε όμοιος με το πλήθος ;» Μα τότε πως θα παραμείνω πορφύρα ; Αυτά (αυτές τις αλήθειες) είδε και ο Πρίσκος Ελβίδιος και έπραξε ανάλογα. Όταν ο Βεσπασιανός τον διέταξε να μη μπει στην συνεδρίαση της Συγκλήτου του απάντησε : «Είναι στο χέρι σου να με παύσεις από Συγκλητικό, αλλά όσο είμαι Συγκλητικός θα μπαίνω». «Εντάξει, να μπεις , αλλά να μη μιλήσεις» τον διατάζει ο Βεσπασιανός. «Μη με ανακρίνεις και δεν θα μιλήσω» . «Μα αφού ξέρεις ότι πρέπει να σε ανακρίνω». «Τότε και εγώ θα πω ότι θεωρώ σωστό». «Αν μιλήσεις θα σε εκτελέσω». «Γιατί; Είπα ποτέ ότι είμαι αθάνατος; Εσύ θα κάνεις το δικό σου και εγώ το δικό μου. Στο χέρι σου είναι να με εκτελέσεις και στο χερι μου να πεθάνω χωρίς φόβο. Στο χέρι σου να με εξορίσεις και στο δικό μου να φύγω χωρίς λύπη». <strong><strong><strong><strong>Σε τι ωφέλησε τον Πρίσκο να είναι μόνος, ένας ; <em><em>Σε τι ωφελεί η πορφύρα το ιμάτιο ; </strong></em></em></strong></strong></strong><br /><br /><strong>Αρριανού, των Επικτήτου διατριβών , Α / β, 17-22</strong><br /><br /><br />Διαρκούσε η αντιπαράταξη. Από τους δέκα Αθηναίους στρατηγούς κάθε μέρα στρατήγευε ο ένας. Ο Μιλτιάδης περίμενε υπομονετικά την μέρα του και τότε έγινε ο Μαραθώνας.<br /><br /><strong>Κωνσταντίνος Τσάτσος, Η ζωή σε απόσταση, σελ. 64, εκδ των Φίλων </strong><br /><br /><br />Κάποιος ρώτησε : « Πως θα καταλάβουμε τι ταιριάζει στη προσωπική μας ιδιοσυγκρασία ;»<br />«Όταν επιτίθεται ένα λιοντάρι» του απάντησε, «πως καταλαβαίνει ο ταύρος την δύναμή του και βγαίνει μπροστά να προστατεύσει όλο το κοπάδι ;»<br /><br /><br /><strong>Αρριανού, των Επικτήτου διατριβών, Α, β, 30</strong>Θεόφιλος Ελευθεριάδηςhttp://www.blogger.com/profile/03682968384594493584noreply@blogger.com0tag:blogger.com,1999:blog-7855856629452711561.post-1971341064081860812009-11-08T02:42:00.000-08:002009-11-15T13:32:54.653-08:00περί επαίνων«Ο έπαινος από τους άλλους πρέπει να έρχεται από μόνος του ΄ εμείς πρέπει να ασχολούμεθα με την θεραπεία της ζωής μας.»<br /><br />Επίκουρου προσφώνησις, 36<br /><br /><br />«…Τι απ` όλα αυτά είναι ωραίο επειδή απλά επαινείται , και τι φθείρεται διότι κατακρίνεται ; Μήπως το σμαράγδι γίνεται λιγότερο όμορφο όταν δεν επαινείται ;…»<br /><br />Μάρκος Αυρήλιος, Τα εις εαυτόν, Δ΄, 20<br /><br /><br />«Θέλεις να επαινεθείς από άνθρωπο που τρις την ώρα καταριέται τον εαυτό του ;<br />Θέλεις να αρέσεις σε άνθρωπο που δεν αρέσει στον εαυτό του ;…»<br /><br />Μάρκος Αυρήλιος, Τα εις εαυτόν, Η΄, 53Θεόφιλος Ελευθεριάδηςhttp://www.blogger.com/profile/03682968384594493584noreply@blogger.com0tag:blogger.com,1999:blog-7855856629452711561.post-86781278737138433992009-10-27T14:25:00.000-07:002013-12-08T09:04:59.394-08:0028 Οκτ. 194012 Αυγ. 1940 <br />Σημειωσις Μεταξα μετα απο Ιταλικες προκλησεις στη Ροδο, βομβαρδισμο μοναδων του Ελληνικου στολου στην Κρητη 18 Ιουλ `40 , στην Ναυπακτο 31 Ιουλ. , και στον Κορινθιακο κολπο 2 Αυγ. <br /><br />«Αποφασις μου εις αντιστασιν μεχρις εσχατων. Διστακτικοι εις τουτο μερικοι υπουργοι και Παπαγος .» <br /><br />πηγη , Αποστολος Βακαλοπουλος , Νεωτερη Ιστορια της Ελλαδος <br /><br /><br /><br />15 Αυγ.1940 , τορπιλλισμος “Ελλης ” στην Τηνο . <br /><br />Μεταξας προς Αλ.Σακελλαριου ,αρχηγο Ναυτικου επιτελειου. <br />«Αρχισαν λοιπον οι επιχειρησεις .» <br /><br />πηγη , Αποστολος Βακαλοπουλος , Νεωτερη Ιστορια της Ελλαδος. <br /><br /><br /><br />15 Οκτ 1940 , Παλατσο Βενετσια. <br />Μουσολινι προς τους επιτελεις του <br /><br />«Συγκεντρωθηκαμε εδω για να καθορισω με τις γενικες γραμμες της επιχειρησεως την οποια αποφασισα να αναλαβωμε εναντιον της Ελλαδος. <br />Οι σκοποι μας θα εχουν κατ`αρχην χαρακτηρα στρατιωτικο και ναυτικο.Οι στρατιωτικοι μας στοχοι συνιστανται κυριως στην κατοχη της ζωνης της Νοτιου Αλβανιας και Ιονιων νησων και στην καταληψη της Θεσσαλονικης. <br />Οταν θα εχωμε επιτυχει τους σκοπους αυτους , η θεση μας απεναντι στην Αγγλια θα εχει σημαντικα ενισχυθει στη Μεσογειο. Επειτα σκοπευομε να καταλαβουμε ολοκληρη την Ελλαδα , για να την καταστησουμε ανισχυρη και να εξασφαλισωμε πως σε οποιαδηποτε περισταση θα παραμεινει στη δικη μας σφαιρα επιρροης.Αφου καθορισα το προβλημα , ωρισα ως ημερομηνια για την εναρξη της δρασεως την 26 τρεχοντος , και κατα την γνωμη μου αυτο το οριο δεν θα πρεπει να μεταβληθει ουτε κατα μια ωρα.Το σχεδιο αυτο με απησχολησε επι μηνες ολοκληρους και ωριμασε σιγα σιγα πριν απο την εισοδο μας στον πολεμο , και πριν ακομη και απο την αρχη του πολεμου.Θα προσθεσω οτι απο βορραν δεν προβλεπωμεν καμμια δυσκολια .Η Γιουγκοσλαβια εχει καθε συμφερον να παραμεινει ησυχη . Αποκλειω επισης την δυνατοτητα περιπλοκων απο μερους της Τουρκιας κυριως αφ`οτου οι Γερμανοι εγκατασταθηκαν στη Ρουμανια και η δυναμη της Βουλγαριας αυξηθη. Ισως η τελευταια να λαβη μερος στο παιχνιδι μας και δεν θα παραλειψω να λαβω τα απαραιτητα μετρα για να επωφεληθω της μοναδικης ευκαιριας που παρουσιαζεται να της επιτρεψω να πραγματοποιηση τα ονειρα της σχετικα με την Μακεδονια και την εξοδο της στη θαλασσα .»<br /><br /><br />Πηγη , <br />Ουινστον Τσωρτσιλ ,Δευτερος Παγκοσμιος Πολεμος , 2ος τομος , <br />μεταφρ. Αντωνης Σαμαρακης.<br /><br /><br /><br />28 Οκτ . 1940 , ωρα 3,00 πμ <br />Απαντηση Μεταξα στο τελεσιγραφο που του επεδωσε ο Ιταλος πρεσβευτης Em. Grazzi <br /><br />«Alors , c` est la guerre » [=λοιπον εχουμε πολεμο] <br /><br />πηγη Αποστολος Βακαλοπουλος , Ιστορια της Νεωτερης Ελλαδος <br /><br /><br />«Ολα τα ρευματα που αντιπολιτευονταν το καθεστως Μεταξα εξαφανιστηκαν σαν κατω απο την επιδραση μιας μαγικης ραβδου .» <br />Εm. Grazzi , Ιταλος πρεσβευτης. <br /><br />Πηγη, Απ. Βακαλοπουλος, Ιστορια της Νεωτερης Ελλαδος <br /><br /><br /><br />«Ας μαθουμε επιτελους να λεμε τα πραγματα με τ`ονομα τους και να μη παραποιουμε την Ιστορια μας . Ο Ελληνικος λαος στη πλειοψηφια του , αγαπησε τον Μεταξα. <br />[…]<br />Ο Μεταξας μπορει να ηταν φασιστας , βλαξ παντως δεν ηταν . <br />[…]<br />Η ορμη του ελληνικου στρατου , που μοιαζει πολυ με λαικο στρατο ετσι αποτομα που γεμισαν τα ταγματα και τα συνταγματα, ειναι τοσο μεγαλη , που σε δεκαπεντε μερες περιπου απο της εναρξεως του πολεμου , διωχνουν απ`το ελληνικο εδαφος τους Ιταλους που πιστευαν πως θα κανουν εναν περιπατο μεχρι την Αθηνα. Την 14η Νοεμβριου 1940 δεν υπαρχει ουτε μισος Ιταλος σε ελληνικο εδαφος.» <br /><br />Βασιλης Ραφαηλιδης , Ιστορια [κωμικοτραγικη ] του Νεοελληνικου κρατους.<br /><br /><br />«Η αγωνια μεγαλωνει 1) με την αοριστια των δηλωσεων των Τουρκων υπουργων, οι οποιοι δεν διευκρινιζουν την σταση τους σε περιπτωση Γερμανικης εισβολης στην Ελλαδα και 2) με την προσχωρηση της Βουλγαριας [Φεβρ. 1941 ] , στο τριμερες συμφωνο Γερμανιας , Ιταλιας και Ιαπωνιας [27 Σεπτ. 1940] .» <br /><br />Αποστολος Βακαλοπουλος , Νεωτερη Ιστορια της Ελλαδος<br /><br /><br /><br />«Ο Χιτλερ θεωρουσε απαραιτητον την βοηθεια της Βουλγαριας, οχι τοσον για τα φυσικα της πλουτη , οσο για την στρατιωτικη της θεση <br />[…]<br />Ετσι λοιπον ο Χιτλερ απεκτησε εναν νεο μικρον συμμαχον εις την Νοτιο Ανατολικη Ευρωπη. Αυτος βεβαια συντελουσε παρα πολυ για να εμποδισει την Τουρκιαν να αναλαβη υποχρεωσιν να παιξει καποιον ρολον εις τα Βαλκανια , παρα το πλευρον των συμμαχων.» <br /><br /><br />J. Colvin , Φον Καναρης .<br /><br /><br />«Η Γιουγκοσλαβια πιεζεται και προσχωρει στις 25 Μαρτιου στη παραταξη του Αξονα με ανταλλαγμα τον διαμελισμο της Ελληνικης Μακεδονιας . Ευτυχως τα αισθηματα του Γιουγκοσλαβικου λαου και του στρατου αντιδρουν στην ατιμια αυτη σε βαρος των Ελληνων συμμαχων τους . <br />Πραγματικα την νυχτα της 26-27 Μαρτιου στρατιωτικο κινημα καλλιεργημενο και απο τον Αγγλο πρεσβευτη Campbell στο Βελιγραδι , <br />ανατρεπει την κυβερνηση Τσβετκοβιτς , σχηματιζει νεα με τον στρατηγο Δουσαν Σιμοβιτς και με αντιπροσωπους απ`ολα τα κομματα καταργει την αντιβασιλεια και κυρησσει ενηλικο τον μολις δεκαοκταχρονο βασιλεα Πετρο .» <br /><br />Αποστολος Βακαλοπουλος , Ιστορια της Νεωτερης Ελλαδος. <br /><br /><br />«Η επιθεσις εναντιον της Νοτιου Γιουγκοσλαβιας και της Ελλαδος ανετεθη στην 12η γερμανικη στρατια , που περιελαμβανε δεκαπεντε μεραρχιες , απο τις οποιες τεσσερις θωρακισμενες. Πεντε απο αυτες εκ των οποιων τρεις θωρακισμενες ελαβαν μερος στην προελαση προς τας Αθηνας. .» <br /><br />Ουιστον Τσωρτσιλ , Δευτερος Παγκοσμιος Πολεμος.<br /><br /><br /><br />«Στις 6 Απρ. 1941 ο Γερμανος πρεσβης πριγκηπας Ehrbach κανει την μοιραια επισκεψη στον πρωθυπουργο Αλ. Κορυζη * και του επιδιδει την διακοινωση για την κυρηξη του πολεμου, ενω την ιδια στιγμη οι Γερμανοι επιτιθενται εναντιον της Γιουγκοσλαβιας και μεσω της Βουλγαριας εναντιον της <br />Ελλαδας .» <br /><br />Αποστολος Βακαλοπουλος , Νεωτερη Ιστορια της Ελλαδος.<br /><br /><br /><br />* Ο Μεταξας πεθαινει την 29 Ιανουαριου 1941 και πρωθυπουργος γινεται ο Αλ. Κορυζης. <br /><br /><br />«Ο Ελληνικος στρατος της Αν Μακεδονιας ειναι τωρα απο παντου περικυκλωμενος και παραδιδει τα οπλα του.Στην αλλη μερια , στην Δυτ. Μακεδονια , οπου εχει τα ερεισματα του ο ελληνικος στρατος που μαχεται στην Αλβανια , οι Ελληνες διατασσονται να υποχωρησουν συντεταγμενα , την 12η Απρ. 1941 , για να μην εχουν την τυχη του στρατου της Αν. Μακεδονιας .Ομως , αντι για συντεταγμενη υποχωρηση , εχουμε μια πανικοβλητη ατακτη φυγη. <br />Σημειωστε πως στο Αλβανικο μετωπο βρισκονται και στρατιωτες των συμμαχικων δυναμεων , κυριως Αγγλοι. Που υποχωρουν πρωτοι , καλυμενοι απο τους Ελληνες , που εχουν εντολη να σωσουν πρωτα τους συμμαχους και υστερα τους εαυτους τους. Οι συμμαχοι σωζονται πραγματι και φτανουν στην Πελοποννησο . Απο κει περνουν στην Κρητη. <br />[…]<br />Δυο μερες πριν απ`την υπογραφη της ανακωχης απο τον [στρατηγο ] Τσολακογλου την 20 Απρ. 1941 ο πρωθυπουργος Αλ .Κορυζης αυτοκτονει την 18η Απριλιου » <br /><br />Βασιλης Ραφαηλιδης , Ιστορια [κωμικοτραγικη ] του Νεοελληνικου κρατους.<br /><br /><br /><br />«Η Γιουγκοσλαβια εσυνθηκολογησε στις 17 Απρ. 1941 . Η αιφνιδια καταρρευσις της Γιουγκοσλαβιας εξεμηδενισε την κυριωτερη ελπιδα των Ελληνων και εδικαιωσε ακομη μια φορα την αρχη που ακολουθουσαν οι Γερμανοι “Εναν εναν με τη σειρα του” . <br />[…]<br />Οι τρεις αυτες εβδομαδες του Απριλιου κατα την διαρκεια των οποιων οι μαχες διεξηχθησαν υπο καταστροφικες συνθηκες , υπηρξαν για τους Ελληνες η κατακλεις πεντε μηνων αγωνος εναντιον της Ιταλιας , αγωνος ο οποιος ειχε εξαντλησει σχεδον εως το εσχατο οριον τις ζωτικες δυναμεις της χωρας. Οι Ελληνες υπεστησαν επιθεση τον Οκτωβριο απο δυναμεις τουλαχιστον διπλασιες απο τις ιδικες των , κατωρθωσαν ομως στην αρχη να απωθησουν τους επιδρομεις , και επειτα να περασουν σε αντεπιθεση και να τους αναγκασουν να υποχωρησουν σε βαθος 60 χλμ. στην Αλβανια .Οι Ελληνες επολεμησαν σκληρα επανω στα βουνα στο διαστημα ενος αγριου χειμωνος , εναντιον εχθρου που διεθετε στρατευματα πολυ περισσοτερα απο τα ιδικα των και πολυ καλυτερα εξοπλισμενα. Ο Ελληνικος στρατος στα Βορειοδυτικα δεν ειχε ουτε μεταφορικα μεσα , ουτε οδικο δικτυο που θα του επετρεπε να κινηθη με ταχυτητα για να αντιμετωπιση την τελευταια στιγμη την μαζικη επιθεση των Γερμανων που εκτυπησε το πλευρον και τα μετοπισθεν του Ελληνικου στρατου.Οι Ελληνικες στρατιωτικες δυναμεις ειχαν ηδη φτασει στο ανωτατο οριο αντοχης , αφου εως τοτε ειχαν υπερασπισθει το πατριον εδαφος επι τοσον μεγαλο χρονικο διαστημα και με τοση γενναιοτητα . <br />[…]<br />Οι κατοικοι μαλιστα των Αθηνων και των αλλων σημειων επιβιβασεως [ των συμμαχικων δυναμεων που εγκατελειπαν την Ελλαδα] εφροντιζαν περισσοτερο για την ασφαλεια των στρατιωτων μας , οι οποιοι ειχαν προσπαθησει να τους σωσουν, παρα για την δικη τους τυχη. <br />Η Ελληνικη στρατιωτικη τιμη παρεμεινε χωρις καμμια κηλιδα » <br /><br />Ουινστον Τσωρτσιλ , Δευτερος Παγκοσμιος Πολεμος , 3ος τομος.<br /><br />===================================================<br /><br /><br />Θεόφιλος Ελευθεριάδηςhttp://www.blogger.com/profile/03682968384594493584noreply@blogger.com0tag:blogger.com,1999:blog-7855856629452711561.post-50388728150882799792009-10-14T10:19:00.000-07:002009-10-14T12:12:04.644-07:00Χρόνος και χρήσηΑύριο θα πεθάνω ΄ σήμερα μαθαίνω Ισπανικά.<br /><br /><strong>Κ. Τσάτσος, η ζωή σε απόσταση, Έβδομος κύκλος, 1</strong><br /><br />Λέω : Ο χρόνος που μου απομένει είναι τόσο λίγος που το μόνο που χωράει μέσα σ` αυτόν είναι η απραξία.<br />Αλλά πάλι λέω: Διψώ- πρέπει να πιώ. Πεινώ – πρέπει να στοχασθώ και να πω έναν έσχατο λόγο. Δεν με ενδιαφέρει η απήχηση ή η αξία. Ασκούμαι.<br /><br /><strong>Κ. Τσάτσος, η ζωή σε απόσταση, Έβδομος κύκλος, 41</strong><br /><br />Τίποτε, Λουκίλιέ μου, δεν μας ανήκει ΄ μόνον ο χρόνος είναι δικός μας. Αυτό είναι το μόνο φευγαλέο και τυχαίο που μας χάρισε η φύση. Και όμως , ο οποιοσδήποτε τρίτος μπορεί να μας το ξοδεύει.<br /><br /><strong>Σενέκας, Επιστολές προς Λουκίλιο, Μέρος IV, επιστολή 1.</strong><br /><br />Χρόνος <br /><br />Πότε μου δεν συνήθισα το αμείλικτο του χρόνου <br />Άνεμος χτίστης αλλαγής κι όταν χαϊδεύει ακόμα. <br />Τίποτα να του αντισταθεί κι όρθιο να επιζήσει. <br />Ψέμα το αιώνιο που άσκεφτα πετιέται απ` το στόμα. <br /><br />Ανοησία η αντίσταση κι η σύμπλευση μοιραία <br />γέρνει η ιτιά όταν φυσάει το χώμα να φιλήσει *, <br />ξοδεύοντας στιγμές γιορτής για να τον πολεμήσει <br />νικιέται αυτός που λησμονά τον χρόνο του να ζήσει . <br /><br />Τρόμαξα με το εφήμερο και μίσησα τον χρόνο <br />τα άλογα ζώα ζήλεψα που μ` άγνοια επιβιώνουν <br />και ξέχασα πως η ομορφιά που η κάθε μέρα φέρνει <br />είναι γιατί αλλιώτικα οι άνθρωποι την βιώνουν . <br /><br />Με ενοχλούν οι αλλαγές και με φοβίζει το αύριο <br />μα ζω για το αναπάντεχο που κάθε αυγή γεννάει. <br />Ένστικτο αυτοσυντήρησης χιλιάδων αιώνων προίκα <br />που χρόνια ο νους μου άσκοπα στον χρόνο κουβαλάει . <br /><br /><br />------------------------------------------- <br />* Η Ιτιά που γέρνει χρησιμοποιήθηκε συχνά στο παρελθόν γιά να εκφραστεί το δόγμα των καλούμενων Εσωτερικών ( ή Μαλακών ) Πολεμικών Τεχνών : "Εκμεταλλεύσου την δύναμη του αντιπάλου σου. Σπρώξε όταν σε τραβάει και τράβα όταν σε σπρώχνει. "Θεόφιλος Ελευθεριάδηςhttp://www.blogger.com/profile/03682968384594493584noreply@blogger.com1tag:blogger.com,1999:blog-7855856629452711561.post-87381355760077816052009-09-17T11:13:00.000-07:002009-09-17T11:18:21.095-07:00Γνώση και Άγνοια<strong>«Μη δώτε το άγιον τοις κυσί μηδέ βάλητε τους μαργαρίτας υμών έμπροσθεν των χοίρων , μήποτε καταπατήσωσιν εν τοις ποσίν αυτών και στραφέντες ρήξωσιν υμάς»<br /><br />Κατά Ματθαίον κεφ.7, στ. 6</strong><br /><br /><strong>«Αν κάποιος παρέδιδε το φυσικό σου σώμα στον πρώτο τυχόντα δεν θα αγανακτούσες ; Πως λοιπόν μπορείς να εμπιστευθείς τις μύχιες σκέψεις σου στον πρώτο τυχόντα, που αν σε χλευάσει θα ταραχτείς και θα ντραπείς ;»<br /><br />Επίκτητος , Εγχειρίδιον</strong><br /><br />Στην νησίδα της λίμνης των Ιωαννίνων υπάρχει το μοναστήρι των Φιλανθρωπινών - ή άλλως Μονή Σπανού, γνωστή επίσης ως Αγίου Νικολάου.Χτίστηκε το 1292 από τον Μιχαήλ Φιλανθρωπινό. Στον νότιο νάρθηκα του Καθολικού της Μονής σώζονται 7 εικόνες με τις εξής επιγραφές :Έλλην Πλάτων, Έλλην Απολλώνιος, Έλλην Σόλων, Έλλην Αριστοτέλης, Έλλην Πλούταρχος, Έλλην Χίλων, Έλλην Θουκιδίδης ο φιλόσοφος. Ο Θουκιδίδης κρατά ειλητάριον επί του οποίου διαβάζει κανείς :<br /><strong>«Ουκ εφικτόν ημίν , ω φιλόσοφοι, τοις αμυήτοις τα θεία μυστήρια λέγειν ή φανερά παραθέσθαι»</strong><br /><br />Για πολλά χρόνια νόμιζα ότι τα παραπάνω αφορούν μόνο την προστασία του «γνώστη» από την αμάθεια , τις προκαταλήψεις και την αντίδραση του «αμαθή».<br />Όμως , διατυπώσεις σαν αυτή του Αμίν Μααλούφ ( Λέων ο Αφρικανός, εκδ Ωκεανίς, σελ 68)<br /><strong>«Όταν είναι κανείς πλούσιος σε χρυσό ή σε γνώση έχει χρέος να παίρνει υπόψη του την ένδεια των άλλων»</strong><br />με έσπρωξαν να σκεφτώ ότι πολλές φορές οι παραπάνω συμβουλές σκοπό έχουν επίσης να προστατέψουν τον απροετοίμαστο από το φως που θα του κάψει τα μάτια.Θεόφιλος Ελευθεριάδηςhttp://www.blogger.com/profile/03682968384594493584noreply@blogger.com2tag:blogger.com,1999:blog-7855856629452711561.post-28638811583918772612009-08-21T23:42:00.000-07:002009-10-24T09:25:32.692-07:00Περί αναγκώνΟ πλούτος που ζητάει η φύση μας είναι ορισμένος και αποκτιέται εύκολα. Αντίθετα , ο πλούτος που ζητάει η ματαιοδοξία μας εκτείνεται στο άπειρο.<br /><br /><strong>Επίκουρος, Κύρια Δόξα 15</strong><br /><br />-----------------------------------------<br /><br />Τίποτα δεν είναι αρκετό για όποιον το αρκετό είναι λίγο.<br /><br /><strong> Επίκουρου Προσφώνησις, LXVIII</strong><br /><br />-------------------------------------------<br /><br />Παλάτι μας το καπηλειό και πλούτη το κρασί<br />Κι ούτε έγνοια ανθρώπινη καμμιά να μας ανησυχεί.<br />Φωτιά και σκόνη και νερό , κι αέρας δεν λερώνουν<br />Το κύπελλό μας , την καρδιά , το ρούχο, την ψυχή.<br /><br /><strong>Ομάρ Καγιάμ, Περσία, 11 ος αι μΧ<br />Μετάφραση Ρίτα Μπούμη �Παπά</strong><br /><br />----------------------------------------------<br /><br />Να προσπαθείς την επόμενη μέρα να την κάνεις καλύτερη απ` την προηγούμενη , εφ`όσον βρίσκεσαι στο δρόμο. Όταν όμως φτάσεις στο τέλος να είσαι ευτυχής και ικανοποιημένος.<br /><br /><strong>Επίκουρου Προσφώνησις, XLVIII</strong><br /><br />-----------------------------------------------<br /><br />Υπάρχει όριο στη λιτότητα , από την οποία ο παράλογος παθαίνει κάτι παρόμοιο με αυτόν που σφάλλει ένεκα υπερβολής.<br /><br /><strong>Επίκουρου Προσφώνησις, LXIII</strong><br /><br />------------------------------------------------<br /><br />Κάποιος είπε στον Ουβάϊς Ελ Κάρνι πως ένας δερβίσης καθόταν πάνω σ` ένα τάφο φορώντας ένα σάβανο και έκλαιγε.<br />Ο Κάρνι είπε : πείτε του πως η μέθοδος έγινε είδωλο. Πρέπει να ξεπεράσει την άσκηση γιατί του έγινε εμπόδιο!<br /><br /><strong>Ανθολόγιο σουφικής σοφίας, σελ. 55, εκδ Μποκουμάνης </strong>Θεόφιλος Ελευθεριάδηςhttp://www.blogger.com/profile/03682968384594493584noreply@blogger.com1tag:blogger.com,1999:blog-7855856629452711561.post-54568274700405837942009-07-04T22:48:00.000-07:002009-07-04T22:59:59.788-07:00Χωρίς τίτλο και χρόνο"Αφού και οι ίδιοι οι Στωικοί δανείζονταν συχνά ρήσεις από τους άσπονδους εχθρούς τους. Ti σου λέει πάλι αυτό; Στωικοί και Επικούρειοι να τρώγονται σαν το σκύλο με τη γάτα, βαδίζοντας ουσιαστικά στον ίδιο δρόμο, αλλά κρατώντας διαφορετικά μπαστούνια."<br /><br /><strong>Από το : "Χίλιες μέρες χωρίς ρεπό"<br />Κεφ. : Κυριακή 13 Μαρτίου 05</strong><br />----------------------------<br /><br />Μη νομίζεις ότι μόνο εμείς διακηρύσσουμε τέτοια ευγενικά αξιώματα. Ο ίδιος ο επιτιμητής του Στίλπωνος, ο Επίκουρος, εξέφρασε κάτι παρόμοιο μ`εκείνον , το οποίο να δεχθείς αν το κρίνεις άξιο , έστω και αν έχω ξεχρεώσει (από συμβουλές ) για σήμερα : «όποιος δεν είναι ευτυχισμένος», λέει, «με τα δικά του πράγματα, ας είναι και ο κύριος όλου του κόσμου , είναι δυστυχής»<br /><strong>Σενέκας, Επιστολή προς Λουκίλιο, επιστολή IX ( Ο σοφός και η φιλία)<br /></strong><br />Το να αρκείται κάποιος σ` αυτά που έχει το θεωρώ πολύ σπουδαίο . Όχι γιά να περιοριζόμαστε σώνει και καλά στα λίγα, αλλά γιά να μας είναι αρκετά τα λίγα όταν μας λείπουν τα πολλά.<br /><strong>Επίκουρος, Κύριαι Δόξαι XV, XXI , Επιστολή προς Μενοικέα 130-1 </strong><br /><br />Η σάρκα ζητά να μην πεινά , να μην διψά , να μην κρυώνει. Αν αυτά τα έχει κάποιος και ελπίζει ότι θα τα έχει και στο μέλλον , μπορεί να συναγωνιστεί σε ευτυχία τον ίδιο τον Δία. <strong>Επίκουρου Προσφώνηση XXXIII<br /></strong><br />Μέτρο της περιουσίας του καθένα μας είναι το σώμα του"<br /><strong>Επίκτητος , Εγχειρίδιον<br /></strong><br />Ο μέγιστος καρπός της αυτάρκειας είναι η ελευθερία.<br /><strong>Επίκουρου προσφώνησις, LXXVII</strong>Θεόφιλος Ελευθεριάδηςhttp://www.blogger.com/profile/03682968384594493584noreply@blogger.com0tag:blogger.com,1999:blog-7855856629452711561.post-66201594336401187192009-06-26T11:24:00.000-07:002009-06-26T11:28:39.541-07:00Αντιγόνη<strong><em>Δεν μ` ενδιαφέρει το εύρος του ποταμού , αλλά το μήκος του μέσα στο χρόνο.<br /><br /></em></strong>Κωνσταντίνος Τσάτσος,<br /> Η ζωή σε απόσταση, σελ. 99, Οι εκδόσεις των Φίλων , Αθήνα 1986<br /><br /><br /><br /><br /><strong><em>"Ο σκοπός της ζωής μας δεν είναι να κάνουμε αυτά που κάνουν οι πολλοί, αλλά να ζούμε σύμφωνα με τον εσωτερικό νόμο που αντιλαμβανόμαστε μέσα μας" </em></strong><br /><strong><em></em></strong><br />Μάρκος Αυρήλιος<br /><strong><em><br /><br /></em></strong><br /><strong><em>Αντιγόνη </em></strong><br /><strong><em></em></strong><br /><strong><em>Στο καθήκον που της έλεγε ναι, </em></strong><br /><strong><em>στο βήμα της το σταθερό και τ` άγιο,</em></strong><br /><strong><em> χαρίζουνε οι άνθρωποι σεμνοί</em></strong><br /><strong><em> το στεφάνι της βλακείας.</em></strong><br /><strong><em></em></strong><br /><strong><em> </em></strong>Θανάσης Μουσόπουλος , Ο ήλιος σκιάδιο Α΄ , 17<br /><br /><br /><br /><strong><em>Πολλές φορές απόρησα γιά το ότι, ενώ ο καθένας αγαπά τον εαυτό του περισσότερο από τους άλλους, εκτιμά την γνώμη που έχει γιά τον εαυτό του λιγότερο , από την γνώμη που έχουν οι άλλοι γι αυτόν...</em></strong><br /><br />Μάρκος Αυρήλιος, Τα εις εαυτόν, ΙΒ', 4Θεόφιλος Ελευθεριάδηςhttp://www.blogger.com/profile/03682968384594493584noreply@blogger.com0tag:blogger.com,1999:blog-7855856629452711561.post-57555131989254413492009-05-29T10:51:00.000-07:002009-05-29T10:58:20.953-07:00Άνω θρώσκοντα όντα<em>Διότι τι περισσότερο θέλεις αν έχεις ήδη κάνει καλό σε άνθρωπο ;<br />Δεν σου αρκεί ότι έπραξες σύμφωνα με την φύση σου, αλλά ζητάς και αμοιβή γι αυτό ; Είναι σαν τα μάτια να ζητούν αμοιβή επειδή βλέπουν και τα πόδια επειδή βαδίζουν.<br /><br /></em><strong>Μάρκος Αυρήλιος (Ρωμαίος αυτοκράτωρ και Στωικός φιλόσοφος , 2ος μΧ αι ), Τα εις εαυτόν, Θ΄, 42.<br /><br /></strong>--------------------------------------------------<br /><br /><em>Στο κελί, στο μοναστήρι, στη συναγωγή<br />κάποιοι ονειρεύονται τον παράδεισο κι άλλοι τρέμουν την κόλαση.<br />Αλλά κανένας που πραγματικά γνωρίζει τα μυστικά του Θεού του<br />δεν έχει φυτέψει σπόρους σαν κι αυτούς μες την καρδιά του.</em><br /><br /><strong>Ομάρ Καγιάμ, Πέρσης ποιητής , 11ος μΧ αι.<br /></strong><br />---------------------------------------------------<br /><br /><em>Θεέ μου, έλεγε τώρα ο Φραγκίσκος , αν σε αγαπώ γιατί θέλω να με βάλεις στην Παράδεισο, πέψε τον άγγελο σου με τη ρομφαία να μου κλείσει την πόρτα ΄ αν σε αγαπώ γιατί φοβούμαι την Κόλαση, ρίξε με στην Κόλαση ΄ μα αν σε αγαπώ για σένα, για σένα μονάχα, άνοιξε την αγκαλιά σου και δέξου με.<br /></em><br /><strong>Νίκος Καζαντζάκης, Ο Φτωχούλης του Θεού, σελ. 126<br /><br /></strong>Θεόφιλος Ελευθεριάδηςhttp://www.blogger.com/profile/03682968384594493584noreply@blogger.com2tag:blogger.com,1999:blog-7855856629452711561.post-30032365016854902552009-05-23T21:53:00.000-07:002009-11-15T08:43:27.182-08:00περιοδικό manifestoΑπό το περιοδικό <strong>manifesto</strong><br />http://grmanifesto.wordpress.com/%ce%b1%cf%85%cf%84%ce%bf%cf%80%ce%b1%cf%81%ce%bf%cf%85%cf%83%ce%b9%ce%b1%cf%83%ce%b7/<br /><br />Στην σελίδα αυτή φιλοξενούνται με αντίστροφη χρονολογική σειρά τα εκδοτικά σημειώματα του <strong>Θεόδωρου Ε. Παντούλα</strong><br /><p><strong></strong></p><p><strong>Δειλοί μοιραίοι και άβουλοι (ΙΙ)</strong></p>Στο περιθώριο της κεντρικής πολιτικής σκηνής, κι ενίοτε στο ημίφως της, ετερόκλητα πρόσωπα και ομάδες προσπαθούν, ή ακριβέστερα επί του παρόντος ακαταπαύστως φλυαρούν, για την ανάγκη δημιουργίας ενός νέου πολιτικού σχηματισμού, που εκτός από την όχι και τόσο διάχυτη δυσφορία, θα στεγάσει νέες αντιλήψεις και πρακτικές. Αυτό το πολιτικό υποκείμενο -λένε- θα πρέπει να συγκροτηθεί από τους έως σήμερα παροπλισμένους ανθρώπους και όχι από τα κουρασμένα παλικάρια του παλαιοκομματισμού, που αναζητούν τρόπο να ξεπλύνουν τις δικές τους ανομίες για το τέλμα στο οποίο έχουμε περιέλθει. Ήρθε η ώρα της πολυθρύλητης κοινωνίας των πολιτών. “Δεν είναι δα όλοι παρατρεχάμενοι του συστήματος”. “Το νέο πολιτικό πρόταγμα θα προχωρήσει”, λένε, “όχι απλώς σε αμφισβήτηση αλλά σε ρήξη με την συμμορία του επιχειρηματικού/κομματικού κατεστημένου και εν συνεχεία θα δημιουργήσει προϋποθέσεις αξιοπρέπειας, που θα επαναθεμελιώσουν το κράτος, που θα αναμορφώσουν την εκπαίδευση, που θα παράξουν πολιτική στην θέση της αναίσχυντης και ιταμής συνθηκολόγησης με την αδιαντροπιά και τον βανδαλισμό της ιδιώτευσης”.<br />Όλα αυτά είναι πολύ ωραία και πολύ αληθινά αλλά δεν είναι έντιμο ούτε να έχουμε ούτε να συντηρούμε υστερόβουλες αυταπάτες. Εξηγούμαι: Στην πραγματικότητα, και παρά τα δημοσκοπικά ευρήματα, δεν υπάρχουν εκείνες οι κοινωνικές δυνάμεις που θα απαντήσουν στο πρόβλημα διότι οι υπάρχουσες είναι αυτές ακριβώς που το συντηρούν με την αχαλίνωτη ιδιοτέλειά τους. Οι δυνατότητες της πολιτικής ανταλλάχθηκαν προ πολλού με το αλισβερίσι των μικρών ή μεγάλων εκδουλεύσεων. Μ’ άλλα λόγια ο εσμός των θεριακλήδων που μας περιβάλλει, αιτείται συμμετοχή στο μάσημα, όχι πολιτική ανατροπή. Η καθολική πολιτική διαφθορά υπάρχει όσο της το επιτρέπει η καθολικευμένη κοινωνική διαφθορά. Οι Έλληνες υπήκοοι, δυστυχώς, δεν αποτελούν κοινωνία πολιτών αλλά πελάτες αυτής της αρνησιπάτριδος αθλιότητας. Είναι μονάδες ακκιζόμενων καταναλωτών, υπό τηλεοπτική και τραπεζική ομηρία, που δυσφορούν και φωνασκούν κάθε φορά που μειώνεται η αγοραστική τους αυταπάτη. Μιλάμε γι’ ανεπίγνωστη αλλοτρίωση. Γι’ αυτό μπορεί να κομπάζει για το ανοίκειο παρελθόν και να οικειώνεται με ευχέρεια και λαχτάρα την τρέχουσα ευτέλεια, την οποία ανοήτως λογαριάζει για “πρόοδο“ και “εκσυγχρονισμό“. Η επίκληση και η προσφυγή σ’ αυτή την υποτιθέμενη κοινωνία πολιτών, που για την ώρα στριμώχνεται για να σταυλίσει και να εμπορευτεί την αξιοπρέπειά της, όταν δεν είναι αισχρός λαϊκισμός, είναι ασύγγνωστη αφέλεια. Στενάχωρη η επισήμανση αλλά επιβεβλημένη, νομίζω, η υπόμνησή της.<br />Ο τόπος και οι ζωές μας, κατά την γνώμη μου, δεν χρειάζονται απλώς ένα νέο ή αναπαλαιωμένο κόμμα ή απόκομμα. Το πρόβλημα δεν είναι διαχειριστικό. Να φύγουν οι άχρηστοι που μας τυραννούν και να κατασκηνώσουν οι χρηστοί που θα νας υπηρετούν! Το πρόβλημα είναι πολύ βαθύτερο κι έχει να κάνει με την αυτοσυνειδησία και την υπό διωγμό ταυτότητα του νέου ελληνισμού. Δεν μπορεί εσαεί να παριστάνουμε τα ασπόνδυλα μαλάκια. Εκτός από την απελπισία υπάρχει ωστόσο και η μαγιά. Άνθρωποι με φρόνηση και φρόνημα, αλλά καθόλου φρονιμάδα.<br />Αυτό που αυθωρεί και παραχρήμα χρειαζόμαστε είναι να προχωρήσουμε χωρίς εκπτώσεις στη συγκρότηση ενός κινήματος παιδείας και πολιτικής αγωγής που, αφού αντιπαλαίψει την εργολαβική μαφία που λεηλατεί τον τόπο, ίσως καταφέρει μακροπρόθεσμα να υποσκελίσει την ενδημική αφασία, να ανατρέψει τον τριτοκοσμικό συγκεντρωτισμό και να επιτρέψει την επιστροφή στην πόλη, στους πολίτες, τον πολιτισμό της πολιτικής και σε μορφές κοινοτικής και περιφερειακής αυτοκυβέρνησης. Ίσως τότε ο νέος Ελληνισμός πάψει να παράγει αδιαντροπιά.<br />Μέχρι όμως να υπάρξει ένα νέο, όντως πολιτικό, υποκείμενο η πιο υπεύθυνη πολιτική μας πράξη έναντι του κυρίαρχου απολιτικού πρωτογονισμού είναι η πολιτική εγρήγορση. Να καταμετρηθεί, επιτέλους, το πολιτικά άστεγο κοινωνικό σώμα. Και αυτός, νομίζω, θα πρέπει να είναι ο πρωταρχικός στόχος των έντιμων πολιτών: η στέρηση της νομιμοποίησης στους υπηρέτες της επιχειρηματικής λωποδυσίας. Διαφορετικά θα έχουμε κατορθώσει ένα νέο αστόχημα. Μια νέα μεταπολίτευση που θα είναι φαλκιδευμένη όπως η παρούσα. Δεν αρκεί να τιμωρήσουμε διά της αποχής, του άκυρου ή του λευκού την γενικευμένη υποκρισία. Χρειάζεται να τολμήσουμε προτάσεις, να διακινδυνεύσουμε νέες συλλογικότητες, ν’ αναμετρηθούμε με την κατεστημένη ευτέλεια, παραμερίζοντας τις όποιες ιδιαιτερότητες μας κρατούν διασπασμένους επ’ ωφελεία του συστήματος. Συνελόντι ειπείν, αν δεν επιστρέψει η πολιτική, όπως την ορίσαμε προοιμιακώς, αν η ζύμη δεν φουσκώσει, θα παρακολουθήσουμε σε απευθείας σύνδεση δειλοί, μοιραίοι κι άβουλοι αντάμα το τέλος της Δημοκρατίας. Και με την συνέργειά μας θα έχουμε, βεβαίως, κερδίσει το πολυθρύλητο δεκαλεπτάκι δημοσιότητας που μας αντιστοιχεί.<br />Αυτό όμως θέλουμε στ’ αλήθεια;<br /><br />τ.15 Χειμώνας 2009<br /><br /><br /><strong>Δειλοί µοιραίοι κι άβουλοι<br /></strong><br />Εάν συμφωνούμε ότι η πολιτική είναι ο σεβασμός στην Ιστορία, η πρόβλεψη και ο σχεδιασμός του μέλλοντος, το άθλημα διακονίας του κοινού συμφέροντος, η ανυστερόβουλη λαχτάρα της έγνοιας και της προσφοράς, τότε τα κόμματα είναι οι αναιδείς συντεχνίες που όχι μόνο δεν προάγουν, αλλά πασιφανώς διασύρουν την πολιτική. Γι’ αυτό αντί της πολιτικής κυριαρχεί η μασκαράτα της μικροπολιτικής αναπηρίας, της λομικής οικογενειοκρατίας, της εκμαυλιστικής ημετεροκρατίας, της τραμπουκικής μετριοκρατίας. Στους στοιχειωδώς πολιτικά εγγράμματους είναι ξεκάθαρο ότι οι υπάρχοντες κομματικοί σχηματισμοί είναι ευνουχισμένες θεραπαινίδες αυτής της παρακμής κι όχι τολμητίες ανατροπείς της. Ξεκάθαρο επίσης είναι ότι το πολιτικό σύστημα της Μεταπολίτευσης, έχει καταρρεύσει υπό το βάρος της εξόφθαλμης αδυναμίας του να διαχειριστεί τα σκάνδαλα και τους σκανδαλοποιούς, που το συντήρησαν μέχρι σήμερα. Μαζί του έχει καταρρεύσει όλος ο κρατικός μηχανισμός που έχει μεταβληθεί σε αργόμισθη παραδουλεύτρα του κομματικού παρακράτους. Το συντηρούν, εκ των ενόντων, στη ζωή ο σχεδόν πάνδημος ωχαδελφισμός και ο «πολιτικός» τσαρλατανισμός όσων ψωμίζονται απ’ αυτό. Κοντά στις χρόνιες αδυναμίες του κομματικού στρατού κατοχής, που παριστάνει την δημοσιοϋπαλληλία, βλέπουμε μια «δικαιοσύνη», στην οποία πλεονάζουν οι πομφόλυγες και πρυτανεύει η ατιμωρησία.<br /><br />Η όλως ψευδεπίγραφη και κολοβή δημοκρατία μας δεν έχει ένα απλό πρόβλημα αντιπροσωπευτικότητας. Βρίσκεται, εδώ και καιρό, υπό την ξεκάθαρη κηδεμονία των αεριτζήδων εργολάβων του Δημοσίου, η οποία εκ περιτροπής χλευάζει ή ελέγχει τους θεσμούς και τους λακέδες που τους εκφυλίζουν, παραβιάζοντας απροσχημάτιστα πλέον το ίδιο το Σύνταγμα. Αιχμή του δόρατος τα κοινωνικά ανεξέλεγκτα Μ.Μ.Ε. Η κυριαρχία τους στον δημόσιο και ιδιωτικό βίο δεν χειραγωγεί απλώς την κοινή γνώμη, αλλά προάγει την μαζική εξηλιθίωση, που συναινεί με την αγελαία και κραυγαλέα σιωπή της σε μια εκούσια ειλωτεία. Όμως, παρά τον εθισμό στην στρεψοδικία, δεν μπορούν η γενικευμένη αποδόμηση και η γενική χρεωκοπία να χωρέσουν κάτω απ’ το ευρύχωρο χαλί της επίπλαστης ευμάρειας και αυτοπροαίρετης υποκρισίας. Γι’ αυτό και ο πολιτικός κόσμος της χώρας, υπό την καθοδήγηση των μαφιόζων εργοδοτών του, οργανώνει την ανασύνταξή του, επιδιώκοντας να παρουσιάσει ως λύση την ψυμιθιωμένη ολιγότητά του. Επιστρατεύει επί τούτου ηττημένους ανθρώπους και ηττημένες ιδέες, για να παραταθεί ο βίος του και να συντηρηθούν τα προνόμιά του.<br /><br />Μπορούμε βεβαίως να παραμυθιαζόμαστε και να διασκεδάζουμε τον συμπλεγματικό ευρωεπαρχιωτισμό μας –για πόσο ακόμη;- με τα δημοκοπικά φληναφήματα περί «ισχυρής Ελλάδας» αλλά γεγονός είναι ότι ποτέ η χώρα δεν είχε βρεθεί σε τέτοια ανυποληψία. Το κρατίδιο των Σκοπίων περιφρονεί το κρατίδιο Αθηνών – Μυκόνου, που αβροφρόνως, πρωτοστατεί στην είσοδο της Τουρκίας στην Ε.Ε. σαν να μην έγινε ποτέ εισβολή στην Κύπρο και σαν να μην έχουμε κατοχή στην Μεγαλόνησο. Βορείως, στο Κοσσυφοπέδιο, ερήμην των ισχυρών (τρομάρα μας!) της περιοχής γίνεται δοκιμή για τα επόμενα Κοσσυφοπέδια των Βαλκανίων, όσο η Τουρκία ετοιμάζεται στην Θράκη.<br /><br />Στο εσωτερικό υπάρχει μια πρωτόγνωρη δημογραφική κρίση, μια δρομαία υποχώρηση του κοινωνικού κράτους, μια απροκάλυπτη καταλήστευση και κατασπατάληση της δημόσιας περιουσίας. Όσο η χώρα υποκλέπτεται και ο άνομος πλουτισμός κυριαρχεί, όσο ο πολίτης αποξενώνεται από την πολιτική κι εθίζεται στον κατεστημένο κρετινισμό, τόσο η “κοινωνία” ασελγεί, κατ’ εξακολούθηση και παντοιοτρόπως, στο φυσικό και ιστορικό τοπίο αυξάνοντας εκ παραλλήλου την παραισθησιογόνο παχυδερμία της, ομού με το δημόσιο και ιδιωτικό χρέος.<br /><br />Aλλά με λαφυραγώγηση και φενακισμούς μπορεί να επιβιώνει ευχαιρώς η ευάριθμη τσογλαναρία που ελέγχει τον δημόσιο βίο, δεν συγκροτείται όμως κοινωνία και πολύ περισσότερο δεν παράγεται πολιτική. Αλλά γι’ αυτά θα συνεχίσουμε την επόμενη φορά.<br /><br />τ. 14, φθινόπωρο 2008Θεόφιλος Ελευθεριάδηςhttp://www.blogger.com/profile/03682968384594493584noreply@blogger.com0tag:blogger.com,1999:blog-7855856629452711561.post-59569837050768756862009-05-15T06:47:00.000-07:002009-05-15T06:57:04.755-07:00Επιστολή Ιωάννη Δούκα Βατάτζη στον ΠάπαΗ Ιστορία βρίθει συνομωσιών, εγκλημάτων, και κάθε είδους βρωμιάς. Γι αυτό, κάποιες στιγμές που ο Άνθρωπος σηκώνεται πάνω απ` τα ανθρώπινα γενούν δέος. Αν ψάξει κανείς τις βρίσκει - σκόρπιες και λιγοστές- τόσο στην ελληνική όσο και στην παγκόσμια Ιστορία. Παραθέτω μία απ` αυτές. Η επιστολή του Βατάτζη ( βασιλιά του κράτους της Νίκαιας που δημιουργήθηκε μετά την άλωση του 1204) είναι απάντηση σε επιστολή του πάπα με την οποία ζητούσε να μην ενεργεί ο στρατός της Νίκαιας εχθρικά προς τον Φράγκο βασιλιά της Κωνσταντινούπολης.<br />Απολαύστε την :<br /> -------------------------------------------------------<br /><br /><strong><span style="font-size:130%;">Επιστολή Ιωάννη Βατάτση προς τον Πάπα Γρηγόριο Θ’ . </span></strong><br /><strong><span style="font-size:130%;"></span></strong><br />“Ιωάννης εν Χριστώ τω Θεώ πιστός βασιλεύς και αυτοκράτωρ Ρωμαίων ο Δούκας , τω αγιωτάτω πάπα της πρεσβυτέρας Ρώμης Γρηγορίω σωτηρίας και ευχών αίτησιν . Οι αποσταλέντες παρά της σης αγιότητος κομισταί του γράμματος τούτου διετείνοντο ότι είναι της σης αγιότητος , αλλ` η βασιλεία μου αναγνούσα τα γεγραμμένα , δεν ηθέλησε να πιστεύσει ότι είναι σον , αλλ` ανθρώπου ζώντος εν εσχάτη απονοία , έχοντος δε τη ψυχήν πλήρη τύφου και αυθαδείας , διότι πώς να μη υπολάβωμεν τοιούτον τον γράψαντα , απευθυνόμενον εις την βασιλείαν μου , ως ένα των ανωνύμων και αδόξων και αφανών , μη διδαχθέντα εκ της πείρας περί του μεγέθους της αρχής ημών και της δυνάμεως ; Δεν είχομεν χρείαν σοφίας ίνα διαγνώσωμεν τις και ποίος είναι ο σος θρόνος .Εάν έκειτο επί των νεφελών ή μετέωρός που , ίσως υπήρχεν ανάγκη σοφίας μετεωρολογικής προς ανεύρεσίν του , αλλ` επειδή είνε εστηριγμένος επί της γης , και ουδόλως διαφέρει των λοιπών θρόνων , η τούτου γνώσις πρόχειρος είνε τοις πάσι . Και ότι μεν από του ημετέρου γένους η σοφία και το εκ ταύτης αγαθόν ήνθησε και εις άλλους διεδόθη , καλώς είρηται .Πως όμως ηγνοήθη ή και μη αγνοηθέν , πως εσιγήθη , ότι μετά της σοφίας είναι προσκεκληρωμένη εις το γένος ημών παρά του μεγάλου Κωνσταντίνου και η βασιλεία ; Τις αγνοεί ότι και ο κλήρος της διαδοχής εκείνου εις το ημέτερον διέβη γένος, και ότι ημείς είμεθα οι τούτου κληρονόμοι και διάδοχοι ; Έπειτα συ απαιτείς να μη αγνοήσωμεν τον σον θρόνον και τα τούτου προνόμια , αλλά και ημείς έχομεν να ανταπαιτήσωμεν όπως διαβλέψης και γνωρίσεις τα δικαιώματα ημών επί της αρχής και του κράτους της Κωνσταντινουπόλεως , όπερ από του Μεγάλου Κωνσταντίνου επί χιλιετηρίδα παραταθέν ,έφθασεν άχρις ημών .<strong>Οι γενάρχαι της βασιλείας μου , οι από του γένους των Δουκών και Κομνηνών, ίνα μη τους άλλους λέγω , τους από γενών Ελληνικών άρξαντας (1) επί πολλάς εκατοστύας ετών την αρχήν κατέσχον της Κωνσταντινουπόλεως</strong> , ούς και η της Ρώμης εκκλησία και οι ιεράρχαι προσηγόρευον Ρωμαίων αυτοκράτορας .Πως λοιπόν ημείς φαινόμεθα σοι ότι ουδαμού άρχομεν και βασιλεύομεν , εχειροτονήθη δε παρά σου ο Ιωάννης εκ Βριέννης (Πρετούνας ) ; Τίνος δίκαιον επρυτάνευσενεν τη περιστάσει ταύτη ; Πως η ση τιμία κεφαλή επαινεί την άδικον και πλεονεκτικήν γνώμη , και την ληστρικήν και μιαιφόνον κατάσχεσιν υπό των Λατίνων της Κωνσταντινουπόλεως εν μοίρα τίθεται δικαίου ; Ημείς βιασθέντες μετεκινήθημεν του τόπου , αλλά δεν παραιτούμεθα τα δικαιώματα ημών επί της αρχής και του κράτους της Κωνσταντινουπόλεως. Ο βασιλεύς άρχει και κρατεί έθνους και λαού και πλήθους , ουχί λίθων τε και ξύλων , άτινα αποτελούσι τα τείχη και τα πυργώματα . Το γράμμα σου περιείχε και τούτο ότι κήρυκες της σης τιμιότητος το του σταυρού διήγγειλαν κήρυγμα εις όλον τον κόσμον , και ότι πλήθος ανδρών πολεμιστών έσπευσεν εις εκδίκησιν της Αγίας Γης. Τούτο μαθόντες εχάρημεν και ελπίδων μέστοί γεγόναμεν ότι ούτοι οι εκδικηταί των αγίων τόπων ήθελον αρχίσει την εκδικίαν από της ημετέρας πατρίδος , και ότι ήθελον τιμωρήσει τους αιχμαλωτιστάς αυτής , ως βεβηλώσαντας αγίους οίκους ,ως ενυβρίσαντας θεία σκεύη , και πάσαν ανοσιουργίαν διαπράξαντας κατά χριστιανών . Επειδή όμως το γράμμα ωνόμαζε βασιλέα τον Ιωάννην Βριέννιον της Κωνσταντινουπόλεως και φίλον υιόν της σης τιμιότητος , αλλ` όστις προ πολλού απεβίωσε (2) , και προς βοήθειαν τούτου εστέλλοντο οι νέοι σταυροφόροι , εγελώμεν αναλογιζόμενοι την των αγίων τόπων ειρωνείαν και τα κατά του σταυρού παίγνια . Επειδή δε η ση τιμιότης διά του γράμματος παρακινεί να μη παρενοχλώμεν τον σον φίλον και υιόν Ιωάννην Βριέννιον , καθιστώμεν γνωστόν εις την σην τιμιότητα ότι δεν γνωρίζομεν που γης ή θαλάσσης είνε η επικράτεια αυτού του Ιωάννου .Εάν δε περί Κωνσταντινουπόλεως είνε ο λόγος , δήλον καθιστώμεν και τη ση αγιότητι και πάσι τοις χριστιανοίς , ως ουδέποτε παυσόμεθα μαχόμενοι και πολεμούντες τοις κατέχουσι την Κωνσταντινούπολιν . <strong>Ή γαρ αν αδικοίημεν και φύσεως νόμους και πατρίδος θεσμούς , και πατέρων τάφους , και τεμένη θεία και ιερά , ει μη εκ πάσης της ισχύος τούτων ένεκα διαγωνισόμεθα . (3) </strong>Εάν δε τις διά τούτο αγανακτή και δυσχεραίνη και οπλίζεται καθ` ημών , έχομεν πως κατά τούτου να αμυνθώμεν , πρώτον μεν διά της βοηθείας του Θεού , έπειτα δε διά των υπαρχόντων και παρ` ημίν αρμάτων και ίππων και πλήθους ανδρών μαχίμων και πολεμιστών , οίτινες πολλάκις επολέμησαν τους σταυροφόρους .Συ δε , ως Χριστού μιμητής , και του των Αποστόλων κορυφαίου διάδοχος , και γνώσιν έχων θείων τε νομίμων ,και των κατ` ανθρώπους θεσμών , θα επαινέσης ημάς υπερμαχούντας της πατρίδος και της εγγενούς αυτή ελευθερίας . Και ταύτα μεν θα συμβώσι κατά το δοκούν τω Θεώ . Η δε βασιλεία μου πάνυ ορέγεται και ποθεί να διασώση το προς την αγίαν της Ρώμης εκκλησίαν προσήκον σέβας , και να τιμά τον θρόνον του κορυφαίου των αποστόλων Πέτρου , και εις την σην αγιότητα να έχη σχέσιν και τάξιν υιού , και να κάμνη όσα εις τιμήν και θεραπείαν αφορώσιν αυτής , μόνον εάν και η ση αγιότης μη παρίδη τα δικαιώματα της ημετέρας βασιλείας , και μη γράφη προς ημάς αφερεπόνως και ιδιωτικώς .Όπως δε διακείμεθα εν ειρήνη προς την σην αγιότητα , την του γράμματος απαιδευσίαν αλύπως υπεδέχθημεν και προς τους κομιστάς αυτού ηπίως προσηνέχθημεν .”<br /><br /> (πηγή: Αντώνιος Μηλιαράκης , Ιστορία του Βασιλείου της Νίκαιας και του Δεσποτάτου της Ηπείρου (1204-1261 ), Leipzig 1898, Ανατύπωση από Διονύσιο Νότη Καραβιά και Ευάγγελο Κωνσταντίνου Λάζο . )<br /><br />1) Το 1204 θεωρείται ως η αφετηρία γέννησης του νέου Ελληνισμού ( Βλ . Ιστορία του νέου Ελληνισμού , Α. Βακαλόπουλος ).<br />2) Η επιστολή του Πάπα προς τον Βατάτση γράφτηκε ενώ ο Λατίνος αυτοκράτορας Ιωάννης Βρυένιος ήταν ζωντανός , αλλά έφτασε στην Νίκαια μετά τον θάνατο του Βρυέννιου που πέθανε στις 23 Μαρτίου 1237 .<br />(3) Οι υπογραμμίσεις δικές μου.<br /><br /> Χαρακτηριστικό της "ποιότητας" του Βατάτζη, είναι ότι μετά το θάνατό του ο λαός του τον αγιοποίησε. Νομίζω είναι πρωτοφανές. Αγιοποιήθηκε απ` το λαό, όχι απ` την Εκκλησία !<br />Αυθόρμητα, χωρίς κανείς να τους υποχρεώσει, έχτισαν εκκλησιές στο όνομα του αγίου Ιωάννη (Δούκα Βατάτζη), του ελεήμονα.Θεόφιλος Ελευθεριάδηςhttp://www.blogger.com/profile/03682968384594493584noreply@blogger.com3tag:blogger.com,1999:blog-7855856629452711561.post-44642665511572292952009-04-27T08:59:00.000-07:002009-08-22T22:18:04.980-07:00Περί Κακοηθείας ΗροδότουΝοιώθω γιά τις Θερμοπύλες του 480π.Χ. πως πρόκειται γιά μιά από τις σπάνιες στιγμές της Παγκόσμιας Ιστορίας που πολλοί άνθρωποι μαζί (γιά τον Έναν είναι ίσως λιγότερο σπάνιο) πέρασαν τη γραμμή του χθόνιου και έγιναν Ιδέες.<br />Το<strong><em> "πολλοί άνθρωποι μαζί"</em></strong> σημαίνει βέβαια κάτι. Μιά κοινή αντίληψη, ένα πολιτισμό, Αρχές, σημαίνει <strong><em>κανόνα</em></strong> -εκείνη τη χρονική στιγμή- κι όχι εξαίρεση. Κι αυτή η αντίληψη , αυτός ο πολιτισμός , αυτές οι Αρχές, φαίνεται έμειναν γιά αρκετό χρόνο μετά Ακόμη κι όταν οι Έλληνες άρχισαν να παρακμάζουν.<br />Γιά <strong>9 αιώνες</strong> μετά τις Θερμοπύλες του 480π.Χ. κανείς δεν πέρασε τα στενά χωρίς να πληρώσει ακριβά διόδια.<br />Κανείς !<br />Ούτε καν οι πανίσχυροι οι Ρωμαίοι που χρειάστηκε να τσακίσουν τον Αντίοχο Γ΄ γιά να περάσουν. Και μόνο το <strong>396 μετά Χριστόν</strong>, όταν πια η Ελλάδα είχε ξεφτιλιστεί γιά τα καλά, βρέθηκε ένας στρατηγός (δεν θα πω το όνομά του- δεν τού αξίζει να τον θυμόμαστε) που συμφώνησε με τον εχθρό και τον άφησε να περάσει χωρίς να ανοίξει μύτη.<br />Ο εχθρός ήταν ο Αλάριχος κι ο στρατηγός μπροστά στον βάρβαρο : <em>“ απεχώρει μετά των φυλάκων, ενδιδούς ελευθέραν και ακώλυτον την επι την Ελλάδαν πάροδον τοις βαρβάροις”</em> Αλλά βέβαια, είχαν περάσει πιά εννιά αιώνες, και, όπως είχε πει κι ο Απολλώνιος Τυανεύς , το αίμα τους είχε γίνει πλέον κολώνια.<br /><br />Δυστυχώς όμως, ο Ηρόδοτος, φαίνεται πως αδίκησε τους "επαρχιώτες" προς χάριν των "διασημοτήτων".<br />Κι αυτό συνεχίζεται εις τους αιώνες των αιώνων. Ξεχνάμε δηλαδή πως έμειναν κι άλλοι εκεί.<br />Οι 700 Θεσπιείς σίγουρα.<br /> Και οι 400 Θηβαίοι,που ο Ηρόδοτος λέει πως παραδόθηκαν , αλλά ο Πλούταρχος (και ο Μπιούρυ) το αμφισβητεί. <br />Και 80 Μυκηναίοι που κανείς ποτέ δεν τους θυμάται ( πλην γαρ Λακεδαιμονίων τε αυτών και Θεσπιέων και Μυκηναίων προαπέλιπον το πέρας της μάχης οι λοιποί. Παυσανίας, I, ΧΧ, 2 ).<br />Και επιπλέον 1000 Λάκωνες.<br /><br />Γιατί άραγε ο Ηρόδοτος "ξεχνάει" τους Μυκηναίους και τους 1000 επιπλέον Λάκωνες , ή ακόμη γιατί "λαθεύει" σχετικά με τους Θηβαίους ;<br />Ο Πλούταρχος διατυπώνει μιά βαρύτατη κατηγορία εναντίον του (Πλούταρχος, Περί κακοηθείας Ηροδότου, 31). Ζήτησε λέει χρήματα απ` τους Θηβαίους . Και επειδή δεν του έδωσαν έγραψε ότι στις Θερμοπύλες δείλιασαν και παραδόθηκαν. <br /><br />-----------------------------------<br /><strong>"Περί κακοηθείας Ηροδότου" </strong><br /><br />Σαν έλυσε ο Ξέρξης τα σκυλιά του<br />και χίμηξαν ολόϊσια στα Στενά,<br />σημάδι βάλαν - φυσικά - τον Λεωνίδα.<br />Νομίσανε ο βασιλέας αν σκοτωθεί<br />οι άλλοι θα κιοτέψουν.<br />Τι λάθος!<br />Ο βασιλέας έπεσε , ναι!<br />Και οι Μήδοι με αλαλαγμούς ορμήσαν στο κουφάρι.<br />Μα δεν τ`αγγίξαν.<br />Λακεδαιμόνιοι, Θεσπιείς,<br />Θηβαίοι (1) και Μυκηναίοι (2),<br />βουνό ορθώθηκαν<br />τους βέβηλους να σπρώξουν μακριά.<br />Σκοτώσανε και σκοτωθήκαν<br />κι ήρθανε και άλλοι εχθροί<br />ξανά,<br />και ξανά,<br />και ξανά.<br />Και τελικά, λέει, τον Λεωνίδα τον κράτησαν οι Έλληνες<br />που " ετρέψαντο τους εναντίους τετράκις".<br />Μέχρι που τελικά δεν έμεινε ούτ` ένας ζωντανός<br />τον βασιλέα να προστατέψει.<br />Και τότε , μόνο τότε,<br />οι Πέρσες εδυνήθησαν<br />απ` την σωρό του άνακτα την κάρα ν` αποκόψουν.<br />Όταν οι Έλληνες κείτονταν νεκροί,<br />μέχρις εσχάτων πολεμήσαντες .<br />Λακεδαιμόνιοι, Θεσπιείς<br />Θηβαίοι και Μυκηναίοι,<br />"χερσί και στόμασι",<br />μέχρις εσχάτου.<br /><br />----------------------<br />Σημ.<br />1) α) Πλούταρχος, Περί κακοηθείας Ηροδότου, 31.<br /><br /> β) J.B. Bury, A history of Greece, London 1955, σελ.276<br /><br />2)Παυσανίας, Ι, ΧΧ, 2 : <em>"πλην γαρ Λακεδαιμονίων τε αυτών και Θεσπιέων και Μυκηναίων προαπέλιπον το πέρας της μάχης οι λοιποί"</em>Θεόφιλος Ελευθεριάδηςhttp://www.blogger.com/profile/03682968384594493584noreply@blogger.com0tag:blogger.com,1999:blog-7855856629452711561.post-4620540523367116542009-04-26T01:20:00.000-07:002009-04-26T01:25:23.794-07:00Περί Γραικών, Γιουνάν , Ελλήνων και ΡωμηώνΤον 8ο πΧ αι , κάποιοι Έλληνες που έμεναν κοντά στην Τανάγρα μετανάστευσαν στην Νότια Ιταλία. Λέγονταν <strong>Γραίοι.</strong><br />Οι ντόπιοι της Νότιας Ιταλίας τους είπαν <strong>Γραικούς</strong>.<br />Και επειδή οι Γραίοι-Γραικοί ήταν Έλληνες, οι ντόπιοι κατέληξαν να αποκαλούν Γραικούς όλους τους Ελληνες.<br />Αργότερα οι Ρωμαίοι επέβαλλαν/επέκτειναν το Γραικοί- Graeci- σε όλους τους Έλληνες. Αναφορά στους Γραικούς υπάρχει στον Αριστοτέλη που ορίζει τον Γραικό ως γενάρχη των αρχαιότατων Ελλήνων που ζούσαν κοντά στη Δωδώνη καθώς και στον Ησίοδο που ισχυρίζεται ότι ο Γραικός ήταν γιός του Δία και της Πανδώρας.Θεόφιλος Ελευθεριάδηςhttp://www.blogger.com/profile/03682968384594493584noreply@blogger.com5tag:blogger.com,1999:blog-7855856629452711561.post-75576463875165280672009-04-24T11:05:00.000-07:002009-04-24T11:08:14.143-07:00Ιστορίες γιά πολέμουςΛέει ο παππούς μας ο Ηρόδοτος - και μεταφέρω ελεύθερα :<br /> Ήταν πολύ- πολύ παλιά τότε που το μεγάλο έθνος των Σκυθών αποφάσισε να εκστρατεύσει εναντίον την Μήδων. Κίνησαν το λοιπόν σύμπαντες οι άντρες να περάσουν τον Ελλήσποντο και να βαδίσουν σε τόπους μακρινούς .<br />Σαν έφτασαν -και νίκησαν- τους καλάρεσε τους Σκύθες, μιά κι ο τόπος ήταν πολύ πιό ανεπτυγμένος, έβρισκαν πολυτελειες που ούτε να φανταστούν μπορούσαν κι οι γυναίκες εκεί ήταν πιό κοκκέτες και περισσότερο εκλεπτυσμένες απ` τις δικές τους που σερβίριζαν το φα'ί' μέσα σε ανθρώπινα κρανία. Έτσι με το : " αντε ακόμη λίγο, να δοκιμάσουμε κι αυτήν, να πλιατσικολογήσουμε κι εκείνο, να καταστρέψουμε και τ` άλλο", πέρασαν ούτε λίγο ούτε πολύ 28 ολόκληρα χρονάκια... Ε, κάποτε τους έπιασε νοσταλγία. Ξέρετε... όπως κάποιους κυρίους-ες που αφού χορτάσουν ξινά και μέλια αποφασίζουν να γυρίσουν στην οικογενειακή εστία γιά να τελειώσουν τις μέρες τους στην ασφάλεια της οικογενειακής θαλπωρής.<br />Ναι αλλά... Οι γυναίκες πίσω στην Σκυθία δεν είχαν την απαιτούμενη υπομονή να τους περιμένουν (ντροπή τους τι είναι 28 χρόνια; Βαρβάρισσες όμως , τι περιμένεις; Ένώ η Πηνελόπη ε; -:)<br />Τα βόλεψαν λοιπόν οι καυμένες όπως μπορούσαν με τους δούλους τους. Κι από την ανόσια αυτή ένωση προέκυψαν βέβαια παιδιά. Τα αρσενικά εκ των οποίων ήταν ενήλικοι άντρες, όταν πιά οι Σκύθες εδέησαν να θυμηθούν την οικογενειακή θαλπωρή. Πρόβλημα! Οι γιοί των δούλων -κι οι μπαμπάδες τους- σαν έμαθαν ότι οι Σκύθες επιστρέφουν πήραν τα όπλα να τους πετάξουν έξω απ` την χώρα. Σιγά την χώρα δηλαδή, "Σκυθικήν ερημίαν" την σώζουν οι αρχαίες γραφές, αλλά όσο νά`ναι γι αυτούς πατρίδα ήταν. Έγινε πόλεμος πολύς και νικητής κανένας. Οι Σκύθες λυσσούσαν και ξεφύσαγαν και να το καταπιούν δεν μπορούσαν το χουνέρι που τους έλαχε. Μέχρι που ένας απ` αυτούς - ο σοφότερος κατά τα φαινόμενα- τους μαζεύει μιά μέρα και τους λέει:<br />"Ρε `σεις, πάτε καλά; Ρε, με τους δούλους καθόμαστε και πολεμάμε;"<br /> "Και τι να κάνουμε αφού αυτοί σηκώσαν όπλα εναντίον μας;" ρωτάνε οι πολλοί από κάτω. "Και σαν σηκώσαν αυτοί, τι πάει να πεί; Πως θα σηκώσουμε κι εμείς τα δικά μας εναντίον τους; Δεν καταλαβαίνετε ρε χαϊβάνια πως έτσι τους δίνουμε την αξία που ζητάνε;" φωνάζει ο 'σοφός'.<br /> "Ε και τι να κάνουμε δηλαδή", απορεί το πλήθος.<br /> "Να πιάσουμε τα μαστίγια" προτείνει ο Σκύθης , "αυτά ξέρουν οι δούλοι, αυτά φοβούνται". Έτσι κι έγινε! Κατά τον Ηρόδοτο πιάσανε οι Σκύθες τα μαστίγια, οι δούλοι σκόρπισαν στις δουλειές τους, κι οι ηλικιωμένοι πολεμιστές μπήκαν -επιτέλους - στα σπίτια τους να πιούνε το γαλατάκι τους το φοραδίσιο, να θυμηθούν τα νιάτα τους.<br /> Τέλος<br /><br /> ---------------------<br /><br />Υγ Η ιστορία αγγίζει βέβαια τα όρια του μύθου, αλλά η διαχρονική "αλήθεια" της επιβεβαιώνεται από μιά ανάλογη της επανάστασης του `21.Θεόφιλος Ελευθεριάδηςhttp://www.blogger.com/profile/03682968384594493584noreply@blogger.com15tag:blogger.com,1999:blog-7855856629452711561.post-73954063597577423572009-04-22T11:49:00.001-07:002019-02-11T02:31:33.582-08:00Οι Γαλάτες στην Ελλάδα<div dir="ltr" style="text-align: left;" trbidi="on">
<span style="font-size: large;">Οι Γαλατες στην Ελλαδα.</span><br />
<span style="font-size: large;"><br /></span>
<span style="font-size: large;">Στο πρωτο μισο του 3ου πχ αιωνα ο χωρος της κλασσικης Ελλαδας γνωριζε οικονομικη και δημογραφικη παρακμη, αντιθετα με τον Ελληνιστικο κοσμο που διαιρεμενος σε 3 -κυριως- μεγαλα κρατη ανθουσε οικονομικα , δημογραφικα και επιστημονικα. Οι Πτολεμαιοι στην Αιγυπτο ηγουντο ενος πληθυσμου 10 εκατομμυριων ανθρωπων , οι Σελευκιδες στην Ασια 30 εκατομμυριων και οι Αντιγονιδες στην Μακεδονια 4 εκατομμυριων , και παρολο που τα συνορα των κρατων τους ηταν καπως ``ρευστα `` εν τουτοις σε γενικες γραμμες παρεμεναν σταθερα.[Υπολογισμοι Μπελοχ για την συγκεκριμενη χρονικη περιοδο ].</span><br />
<span style="font-size: large;"><br /></span>
<span style="font-size: large;">Στην Ελλαδα αν και η αντιληψη της πολης-κρατους υπηρχε ακομη ,εν τουτοις σιγα σιγα υποχωρουσε μπροστα σε μια νεα αντιληψη …αυτη της ενιαιας ανεξαρτητης Ελλαδας.. Το 290πχ σχηματιζεται η Αιτωλικη συμπολιτεια απο πολεις -κρατη της Κεντρικης Ελλαδας και το 280 η Αχαικη απο αυτες της Βορειας Πελοποννησου [κι αργοτερα κι απο αλλες που ενωθηκαν με αυτη]. Σκοπος και των δυο συμπολιτειων ηταν η προστασια των πολεων τους απο ξενες επικυριαρχιες.</span><br />
<span style="font-size: large;"><br /></span>
<span style="font-size: large;">Ο Ελληνικος πολιτισμος κι η Ελληνικη γλωσσα κυριαρχουσε στο μεγαλυτερο μερος του αρχαιου κοσμου . Στην Αθηνα η Ακαδημια και το Λυκειο λειτουργουσαν και μολο που δεν μπορουσαν να ξεπερασουν τα μεγαλα επιτευγματα του 5ου και 4ου αιωνα , η λειτουργια τους δεν ειχε σχεση μονο με τον σχολιασμο της σκεψης του παρελθοντος . Ο γεννημένος στην Σάμο και Αθηναίος πολίτης Επικουρος διδασκε την αναζητηση της « ηδονης » μεσα απο την ψυχολογικη ικανοποιηση και την απουσια του πονου ,οι Κυνικοι μιλουσαν για περιφρονηση στην συμβατικοτητα και απεξαρτηση απο τον υλικο κοσμο και οι Στωικοι προτειναν στον ανθρωπο να δεχεται ολα οσα του επεβαλλε η μοιρα και να ειναι γενναιος οχι για τις συνεπειες της γενναιοτητας του αλλα για την εγγενη αξια της γενναιοτητας-αυτοσκοπου. Στην Αλεξανδρεια των Πτολεμαιων ο Ερατοσθενης υπολογιζε το μεγεθος της Γης , κι ο Ηρων ανακαλυπτε την ατμομηχανη. Ο Αρχιμηδης γινοταν διασημος στις Συρρακουσες που ασφυκτιουσαν αναμεσα στην Καρχηδονα και στην Ρωμη η οποια τωρα εδειχνε να εχει συνελθει απο την καταληψη της ενα αιωνα πριν , απο τους Κελτες του Βρενου , που αποχωρησαν μονο μετα απο την καταβολη υπερογκων λυτρων.</span><br />
<span style="font-size: large;"><br /></span>
<span style="font-size: large;"><br /></span>
<span style="font-size: large;">Οι Κελτες κυριαρχουσαν στην κεντρο-δυτικη Ευρωπη απο τον Ατλαντικο μεχρι τον Δουναβη. Το ετος 280 πχ ο στρατηγος του Αλεξανδρου Σελευκος δολοφονηθηκε απο τον γιο του Πτολεμαιου , Πτολεμαιο Κεραυνο ο οποιος στεφθηκε βασιλεας της Μακεδονιας. Οι Κελτες που ζουσαν κοντα στον Δουναβη και στην Αδριατικη ειχαν υποσχεθει στον Αλεξανδρο να μεινουν πιστοι φιλοι του μεχρι να ανοιξει η Γη και να τον καταπιει. Η υποσχεση αυτη - που την κρατησαν , οπως και καποια αλλη αργοτερα στον Νικομηδη της Βιθυνιας - δεν τους δεσμευε πια . Και εκριναν πως ηταν καταλληλη η εποχη για να επιτεθουν στο Νοτο. Χωριστηκαν σε 3 πολυαριθμες ορδες , απο τις οποιες η μια με αρχηγο τον Κερεθριο χτυπησε την Θρακη , η δευτερη υπο τον Βολγιο [ κατ` αλλους Βελγιο ] επετεθη στην Μακεδονια , και η τριτη με αρχηγο καποιον που ειχε το ιδιο ονομα με τον πορθητη της Ρωμης 100 χρονια πριν ,τον Βρενο, προχωρησε νοτιοτερα στην περιοχη της Παιονιας που εκτεινονταν απο την Ημαθεια μεχρι το Παγγαιο. Ο Πτολεμαιος Κεραυνος στην προσπαθεια του να τους αποκρουσει υπεστη σοβαρες απωλειες και επεσε κι ο ιδιος στο πεδιο της μαχης , κατα τον Παυσανια. Συμφωνα με αλλες μαρτυριες αιχμαλωτιστηκε και εχασε την ζωη του με φριχτο τροπο « …διασπαραχθεις υπο των Γαλατων ..» [ Ιουστινος , Μεμνων]. Την κατασταση εσωσε ο γενναιος Μακεδονας στρατηγος Σωσθενης που διακριθηκε στις μαχες και που οταν μετα απο αλλεπαληλες διαδοχες του θρονου , του προσφερθηκε το στεμμα της Μακεδονιας , αρνηθηκε , με συνεπεια η Μακεδονια να γνωρισει την πρωτη και τελευταια -συντομη- Δημοκρατια της. Οι Κελτες , που απο τωρα πια ονομαζονται και Γαλατες απο τους Ελληνες , επεστρεψαν στις βασεις τους εχοντας λεηλατησει και καταστρεψει αλλα εγκαταλειποντας απορθητες τις οχυρες πολεις . Μετα απο την πρωτη αυτη επιδρομη ο Βρενος προσπαθησε επιμονα να πεισει τους Γαλατες για μια δευτερη και μεγαλυτερη ,νοτιοτερα. Και πειθοντας τους καταφερε το ετος 279 πχ , να μπει αρχηγος μιας δυναμης 210.000 πολεμιστων ακολοθουμενων απο τις οικογενειες τους , πραγμα που οδηγησε τους μελετητες της Ιστοριας στο βέβαιο πλέον συμπέρασμα πως η επιθεση ειχε σαν σκοπο την εγκατασταση στον Ελλαδικο χωρο και οχι μονο την λεηλασια. Ο Σωσθενης για αλλη μια φορα προσπαθησε , αλλα οι δυνατοτητες του εξω απο τις οχυρες πολεις ηταν περιορισμενες. Αστραπιαια και οργανωμενα οι Κελτες προελασαν στην Θεσσαλια διαπραττοντας πληθος « παρανομηματων » [=απανθρωπα εργα ] , σερνοντας μαζι τους τρομο και απελπισια , και εισχωροντας ολο και πιο βαθια στα Ελληνικα εδαφη. Φτανοντας στον Σπερχειο ποταμο βρηκαν τις γεφυρες κατεστραμενες απο τους Ελληνες , αλλα τις ξαναφτιαξαν γρηγορα και ξεκινησαν να λεηλατουν και να καταστρεφουν την περιοχη γυρω απο την Ηρακλεια.</span><br />
<span style="font-size: large;"><br /></span>
<span style="font-size: large;">Ηταν προχωρημένο φθινόπωρο του 279 πχ οταν ο Λεωνιδας σηκωθηκε υστερα απο 201 χρονια υπνου και ξανασταθηκε στις Θερμοπυλες. Αυτη την φορα ειχε πολλα ονοματα . Τον ελεγαν Καλλιππο κι ηταν Αθηναιος αρχιστρατηγος , γιος του Μοιροκλεους , τον ελεγαν Κηφισοδοτο ,Θεαριδα , Διογενη , Λυσανδρο κι ηταν αρχηγος των Βοιωτων, τον ελεγαν Κριτοβουλο,Τελέσαρχο , Αντιοχο κι ηταν Φωκευς πολέμαρχος , Μειδια κι ηταν Λοκρος , Ιππονικο κι ηταν απ `τα Μεγαρα , Πολυαρχο , Πολυφρωνα και Λακρατη κι ηταν Αιτωλος …</span><br />
<span style="font-size: large;"><br /></span>
<span style="font-size: large;">Τον ελεγαν Κυδία , κι ηταν εφηβος Αθηναιος , απλος στρατιωτης μεχρι την μερα εκεινη . Θρυλος κι Αθανατος *(βλ.σημ. τέλους) απο εκει κι υστερα . Ελειπαν οι Πελοποννησιοι . Ισως γιατι οπως καποιοι ιστορικοι πιστευουν προτιμουσαν να οργανωσουν την αμυνα στον Ισθμο.Ισως γιατι οπως καποιοι αλλοι πιστευουν [Μπελοχ] επιθυμουσαν την ηττα της Αιτωλικης Κοινοπολιτειας ετσι ωστε να προβληθουν οι ιδιοι στον Ελλαδικο χωρο σαν επικρατεστεροι.Μονο οι Πατρινοι βοηθησαν λιγο , μα κι αυτοι αργοτερα. Στην δυναμη των 25.000-30.000 Ελληνων **(βλ.σημ. τελους) που μαζευτηκαν εκει προστεθηκαν και 1000 μισθοφοροι που εστειλε ο Αντιγονος Γονατας ,εγγονος του Αντιγονου , που εν τω μεταξυ ειχε γινει βασιληας της Μακεδονιας , καθως και τριηρεις που αν και αρχικα η Ιστορια κατεγραψε σαν Αθηναικες ειναι πιθανοτερο να ηταν του Αντιγονου Γονατα μια και οι Αθηναιοι δεν ειχαν εκεινα τα χρονια πολεμικα πλοια. Τμημα των παραπανω 1000 μισθοφορων θεωρειται οτι εσταλη απο τον Αντιοχο τον Α` τον Σωτηρα , γιο του Σελευκου του Α`. Η μεγαλυτερη δυναμη των συνασπισμενων Ελληνων ηταν Αιτωλικη και αριθμουσε 7000 και κάποιους ιππείς γιά τους οποίους δεν διασώζεται ο αριθμός. Ο Βρενος με τους Γαλατες του , που οι περιγραφες της εποχης τους τους θελουν τρομερους πολεμιστες , ξανθους, σωματωδεις , ψηλους και ρωμαλεους , «με τρομερη ματια και ικανοτατους στη μαχη μεχρι τα βαθια τους γεραματα …»[κατα τον Αμμιανο Μαρκελλινο ] , ριχτηκε σε αυτους που συχνα η Ιστορια αναφερει ως « Ελληνες της παρακμης ».</span><br />
<span style="font-size: large;">Κι οι Θερμοπυλες κρατηθηκαν .</span><br />
<span style="font-size: large;">Οι Γαλατες δεν περασαν.</span><br />
<span style="font-size: large;">Γραφει ο Παυσανιας <em>«Ενταυθα οι Ελληνες εν σιγη τε επηεασαν και εν κοσμω….οι δε [Γαλατες] εν οργη τε επι τους εναντιους και θυμω μετα ουδενος λογισμου καθαπερ τα θηρια εχωρουν».</em> "</span><br />
<span style="font-size: large;">...εν σιγή τε επήεασαν και εν κόσμω..."</span><br />
<span style="font-size: large;">Κάθε φορά που διαβάζω αυτά λόγια ριγώ. Να στέκεσαι απέναντι σ` ένα εχθρό εφτά φορές πολυαριθμότερο , να τον βλέπεις να έρχεται καταπάνω σου ουρλιάζοντας "καθάπερ τα θηρία " και συ να μένεις σιωπηλός και κόσμιος , ακλόνητος στην αποφάσή σου να μην τον αφήσεις να περάσει .Δεν είναι πράγματα που γίνονται από ανθρώπους αυτά. Πρέπει να ΄χεις ξεφύγει γιά τα καλά. Τέλος πάντων, σε εκεινη την μαχη που ολοι οι αμυνομενοι εγιναν ηρωες επεσε ο Αθηναιος εφηβος Κυδίας .Η φαντασια αδυνατει να συλλαβει τι εκανε παραπανω απο ολους τους αλλους που εμαχοντο εκ των πραγματων υπερανθρωπα …. ενας προς επτα . Θα πρεπει παντως να πολεμησε ξεπερνωντας καθε ανθρωπινο μετρο , γιατι ξεχωρισε σαν καλυτερος απο ολους και το ονομα του εμεινε στη μνημη των Ελληνων σαν συνωνυμο του ηρωισμου , με συνεπεια η ασπιδα του να στολιζει για τα επομενα 150 χρονια τη στοα του Ελευθεριου Διος . Εμειναν οι Γαλατες επτα μερες μπροστα στις Θερμοπυλες και υστερα εστειλαν μια δυναμη να ανεβει στην Οιτη , «ανελθειν ες εις Οιτην επεχειρησε κατα Ηρακλειαν ..» [κατ`αλλους για να λεηλατησουν ενα ιερον που υπηρχε εκει.]. Εκει τους περιμενε ο Τελεσαρχος ο <em>«ανηρ ειπερ τις και αλλος προθυμος ες τα Ελληνων »</em> με τους Φωκεις του και τους τσακισε , πεφτοντας ομως κι ιδιος στη μαχη. Οι Γαλατες σαν να αρχισαν να το ξανασκεφτονται. Αλλιως τα περιμεναν τα πραγματα , αλλες πληροφοριες ειχαν. Δεν μπορουσαν να καταλαβουν πως αντιστεκονται τοσο αποτελεσματικα καποιοι που εθεωρουντο «αδυναμοι και παρακμασμενοι ». Ο Βρενος αποφασισε να χτυπησει την Αιτωλια σε μια προσπαθεια να αναγκασει τους Αιτωλους να φυγουν απο τις Θερμοπυλες για να υπερασπιστουν τα σπιτια τους , αποδυναμωνοντας ετσι τους αμυνομενους στα στενα. Εστειλε ενα σωμα απο 40.000 πεζους και 800 ιππεις να χτυπησουν την καρδια της Αιτωλιας. Κι οι Αιτωλοι που ετρεξαν να προστατεψουν τα σπιτια τους , μαζι με τις γυναικες και τους γερους της Αιτωλιας που οπλιστηκαν και παραταχτηκαν εκουσια , βρηκαν αυτη την φορα βοηθεια απο τους Πατρινους. Οι Γαλατες επιδρομεις γυρισαν πισω στις Θερμοπυλες νικημενοι ξανα και με βαρυτατες απωλειες . Επεστρεψαν «ελασσονες ημισεων» . Ο Βρενος με το πεισμα που τον χαρακτηριζε καταφερε και βρηκε τον Εφιαλτη του. Αυτη την φορα ηταν οι Ηρακλεωτες και οι Αινιανες για τους οποιους ο Παυσανιας λεει οτι προδωσαν την μυστικη ατραπο που περναγε δια μεσου της Οιτης οχι απο <em>«κακονοια »</em> για τους Ελληνες αλλα για να βγαλουν απο την περιοχη τους τους Γαλατες που ειχαν εγκατασταθει εκει λεηλατωντας καταστρεφοντας και σκοτωνοντας. Οπως και να εχει οι Γαλατες περασαν απο πισω και οταν οι φυλακες της ατραπου Φωκεις [ οπως και το 480πχ] τους αντιληφθηκαν , λιγα μπορουσαν να κανουν περα απο το να τρεξουν και να ειδοποιησουν τους υπολοιπους Ελληνες για την κυκλωτικη κινηση των εχθρων. Πολυ σοφα αυτη την φορα οι Ελληνες επελεξαν να εγκαταλειψουν τα στενα και να τρεξουν να υπερσπιστουν τις ιδιατερες πατριδες τους. Οταν θυσιαστηκε ο Λεωνιδας , υπηρχε πισω του το συνολο των Ελληνικων δυναμεων. Το 279πχ πισω απο τους μαχομενους στις Θερμοπυλες δεν υπηρχε καμμια στρατιωτικη δυναμη , μεχρι τον Ισθμο. Περνωντας τις Θερμοπυλες ο Βρενος στραφηκε γρηγορα προς τους Δελφους προπομπός της κύριας Γαλατικής δύναμης που με αρχηγό τον Ακιχώριο ακολουθούσε . Οι κατοικοι των Δελφων ζητησαν προστασια στο «χρηστηριον» , ενω οι Φωκεις και 400 μαχητες της Αμφισσας ετρεξαν να βοηθησουν στην αμυνα μαζι με λιγους Αιτωλους. Ο κυριος ογκος του Αιτωλικου στρατου εμεινε πισω απο τους εχθρους για να χτυπαει ασταματητα τις οπισθοφυλακες τους. Ανταρτοπόλεμος επικός που είχε ως συνέπεια να καθυστερήσει ολέθρια η ένωση του στρατιωτικού σώματος του Βρένου με αυτό του Ακιχωρίου. Ο Βρενος που για αλλη μια φορα φανταστηκε μια ευκολη νικη συναντησε λυσσωδη αντισταση και οι Δελφοι κρατησαν. Λεηλατήθηκαν αλλά δεν παραδόθηκαν . Και τοτε ….εγινε σεισμος και χτυπησε αγρια θύελλα με κεραυνους . Πετρες αρχισαν να πεφτουν απο τον Παρνασσο και να πλακωνουν τους βεβηλους επιδρομεις. Την νυχτα τα πραγματα εγιναν δυσκολοτερα για αυτους. Και το πρωι οι Φωκεις που ηξεραν καλα τον τοπο , αντεπιτεθηκαν από μονοπάτια μυστικά .Οι Φωκείς που πολεμούσαν για τον τόπο τους .Για τα παιδιά και τις γυναίκες τους .Για το ιερό των Δελφών τους . Οι Γαλατες παρολη την κουραση και την απογοητευση αντισταθηκαν στην αρχη αλλα οταν οι λίγοι αλλά ασυγκράτητοι Φωκείς κατάφεραν να τραυματίσουν τον ίδιο τον Βρένο , οι μαχητές του κατερρευσαν.Κι άρχισαν να υποχωρούν. Κι οταν ξαναηρθε η νυχτα κυριευτηκαν απο Πανικο-φόβο σταλμένο απ` τον θεό Πάνα . Αρχισαν να φανταζονται οτι ακουν καλπασμους επιτιθεμενων Ελληνων και κλαγγη οπλων . Και αρχισαν απο τον τρομο τους να αλλησκοτωνονται <em>,«ουτε γλωσσης της επιχωριου</em> συνιεντες ουτε τας αλληλων μορφας ουτε των θυρεων καθορωντες τα σχηματα ..» , εκλαμβανοντες τους συντροφους τους ως Ελληνες . Έξι χιλιάδες απο αυτους σκοτωθηκαν στη μαχη και δέκα χιλιάδες σκοτωθηκαν απο το σεισμο την καταιγιδα και τον Πανικο. Οσοι εμειναν αρχισαν να οδευουν βορεια προσπαθωντας να γυρισουν στους τοπους τους , αλλα τωρα ηταν η σειρα των Ελληνων να παρουν επιθετικες πρωτοβουλιες. Οι Αθηναιοι τους κυνηγουσαν χτυπωντας τους συνεχως απο πισω, οι Αιτωλοι τους πλευροκοπουσαν και οταν εφτασαν στο Σπερχειο βρηκαν τους Θεσσαλους και τους Μαλιεις να τους περιμενουν , προσδοκωντας να εξοφλησουν χρεη που ειχαν ανοιξει περνωντας απο τη γη τους . Οι Θεσσαλοι και οι Μαλιεις τους χτυπησαν <em>«ως μηδενα οικαδε αποσωθηναι ..»(Παυσανίας ,Φωκικά).</em> Κατα τον Αβ. Ρανοβιτς το τελειωτικο χτυπημα τους το εδωσε ο Αντιγονος Γονατας στη Λυσιμαχεια το 277 πχ. Οποιος και να τους αποτελειωσε το θεμα ειναι οτι οπως γραφει ο Διοδωρος Σικελιώτης <em>«απαντες διεφθαρησαν , και ουδεις υπελειφθη απελθειν οικοι »</em>. Ο ιδιος ο Βρενος αυτοκτονησε με το σπαθι του αφου ηπιε μεγαλη ποσοτητα απο «ακρατον οινον», αναγορευοντας λιγο πριν τον θανατο του σε νεο αρχηγο τον Ακιχωριο , και δινοντας σαν τελευταια διαταγη να σκοτωθουν οι τραυματιες και να επιστρεψουν στον τοπο τους οσοι τα καταφερουν. Οι ελαχιστοτατοι που ισως γλυτωσαν ενωθηκαν με αλλους πιο βορεια και ενα η δυο χρονια αργοτερα περασαν στην Μ.Ασια . Ηταν 10.000 συνοδευομενοι απο τις γυναικες και τα παιδια τους , που υποσχομενοι φιλία στον Νικομηδη τον βασιλεα της Βιθυνιας και τους απογονους του εγκατασταθηκαν στην Ανατολια. Την υποσχεση τους την κρατησαν (κατά κανόνα είχαν τιμή και λόγο) και βρεθηκαν να πολεμουν στο πλευρο του , εναντιον του Αντιοχου του Σωτηρα , χανοντας ομως για αλλη μια φορα τον πολεμο. Προκειται για τους ανθρώπους προς τους οποιους 3 αιωνες αργοτερα θα απευθυνει την «προς Γαλατας » επιστολη του ο Απ. Παυλος . Οι ίδιοι άλλωστε αποτελούν τους πρωταγωνιστές της παρακάτω ενδιαφέρουσας ιστορίας : Τον 3ο πχ αιώνα ο Μιθριδάτης του Πόντου χρειάστηκε συμμάχους στην πολεμική εμπλοκή του με τον Πτολεμαίο Β' της Αιγύπτου .Κάλεσε λοιπόν τους εν λόγω Γαλάτες με συνέπεια αυτοί να καταφέρουν σε εκείνο τον πόλεμο σοβαρό πλήγμα στον Αιγυπτιακό στόλο αποσπώντας ως λάφυρα τις άγκυρες των πλοίων του. Γιά το επίτευγμά τους αυτό ο Στέφανος ο Βυζάντιος , χρησιμοποιώντας σαν πηγές τον Στράβωνα και τον Πολυίστωρα , έγραψε στην "Γεωγραφία " του ότι ο Μιθριδάτης τους αντάμειψε με εδάφη γύρω από μιά πόλη που οι Γαλάτες την ονόμασαν Άγκυρα , από τα λάφυρα που τους την χάρισαν . Πρόκειται βέβαια για την σημερινή πρωτεύουσα της Τουρκίας .</span><br />
<span style="font-size: large;"><br /></span>
<span style="font-size: large;">* </span><br />
<span style="font-size: large;"><br /></span>
<span style="font-size: large;"><br /></span>
<span style="font-size: large;"><br /></span>
<span style="font-size: large;">** Ο αριθμός των Ελλήνων αν προσθέσει κανείς τους αριθμούς που δίνει ο Παυσανίας είναι 25.000 μαχητές. Όμως σ` αυτούς πρέπει να προστεθούν Μεγαρείς και Αιτωλείς ιππείς οι οποίοι αναφέρονται χωρίς να προσδιορίζεται ο αριθμός τους. Σε κάθε περίπτωση πάντως οι Έλληνες δεν θα πρέπει να ξεπερνούσαν τους 30.000 κυριότερες</span><br />
<span style="font-size: large;"><br /></span>
<span style="font-size: large;">Πηγες : Παυσανιας (Φωκικά, Δελφοί )</span><br />
<span style="font-size: large;">Π. Κανελλοπουλου , Ιστορια της Αρχαιας Ελλαδος</span><br />
<span style="font-size: large;">Peter Bersesford Ellis , Κέλτες και Έλληνες</span><br />
<span style="font-size: large;">Μαρκος Ιουνιανος Ιουστινος [Τroyi Pompei Historiarum philippicarum Epitoma ]</span><br />
<span style="font-size: large;">Αβ. Ρανοβιτς , Η Ελληνιστικη Εποχη</span><br />
<span style="font-size: large;">J.M. Roberts , Παγκοσμια Ιστορια</span><br />
<span style="font-size: large;">Εγκ. Παυλου Δρανδακη</span><br />
<span style="font-size: large;">Microsoft Encarta 97 Encyclopedia</span><br />
<span style="font-size: large;">Εγκ. Ελευθερουδακη</span><br />
<span style="font-size: large;">Διοδωρος Σικελιωτης</span><br />
<span style="font-size: large;">Στραβων</span><br />
<span style="font-size: large;">I. Δρουσεν , Ιστορια των Διαδοχων [μετ . Ι. Πανταζιδου]</span><br />
<span style="font-size: large;">Thiery , Histoire des Gaulois</span><br />
<span style="font-size: large;">Τ . Livius [38.16]</span><br />
<span style="font-size: large;">M.T. Cicero [ de divinatione I.37 ]</span></div>
Θεόφιλος Ελευθεριάδηςhttp://www.blogger.com/profile/03682968384594493584noreply@blogger.com1tag:blogger.com,1999:blog-7855856629452711561.post-71656504256360192482009-02-01T09:16:00.000-08:002009-02-14T02:38:06.156-08:00Σκέψεις και λέξεις άμετρες , σκόρπιες σε λίγο μέτρο<strong>Λόγια</strong><br /><br />Λόγια πολλά αναρίθμητα<br />βρωμιές μαζί με λάμψη ,<br />λόγια μικρά και δύσοσμα<br />κι άλλα ίδια ζαφείρια ,<br />λόγια που καίτε και πονά<br />λόγια που πολεμάτε ,<br />λόγια που άντρες ορίζετε<br />γυναίκες που σιωπάτε ,<br />δισύλλαβα που με ριγούν<br />προτάσεις νυσταλέες ,<br />ήχοι μεστοί νοήματος<br />αώνιες αλήθειες ,<br />δυσνόητα αξιώματα<br />αρχόντων σοφιστείες ,<br />λόγια φανέρωμα ψυχής<br />και μέσα από τα κρυμμένα ,<br />λόγια αξίες αθάνατες<br />κι άλλες ξεπερασμένες ,<br />όρια σκέψης σιωπηλά<br />σύμβολα σ` επιφάνειες ,<br />πλίνθοι θνητών πολιτισμών<br />του παρελθόντος φάροι ,<br />όπλo του hommo sapiens<br />γεννήματα νευρώνων ,<br />του σύμπαντος ταξιδευτές<br />φάλτσα σωστά βαλμένα ,<br />νότες που μετουσιώνονται<br />σε Απείρου αρμονία ,<br />κύμματα αόρατα υπαρκτά<br />μεταφορέα αοράτου ,<br />ανάγκης δημιουργήματα<br />κι έσχατο θείο δώρο ,<br /><br />θερμότατα παρακαλώ,<br />πάντα να το θυμάστε ,<br />όταν δεν έχω τι να πω<br />μέσα μου να κοιμάστε .Θεόφιλος Ελευθεριάδηςhttp://www.blogger.com/profile/03682968384594493584noreply@blogger.com47tag:blogger.com,1999:blog-7855856629452711561.post-53259541537200489372009-01-20T02:48:00.001-08:002019-02-11T02:08:47.437-08:00Χίλιες μέρες χωρίς ρεπό<div dir="ltr" style="text-align: left;" trbidi="on">
<span style="font-size: large;"><a href="http://www.lexima.gr/lxm/forum/posting.php?mode=newtopic&f=8"></a><a href="http://www.lexima.gr/lxm/forum/posting.php?mode=reply&t=561"></a><br /></span>
<br />
<div align="left">
<span style="font-size: large;"><br /></span>
<span style="font-size: large;"><br /></span>
<span style="font-size: large;"><a href="http://www.lexima.gr/lxm/forum/posting.php?mode=quote&p=7415"></a><br /></span>
<strong><span style="font-size: large;">ΧΙΛΙΕΣ ΜΕΡΕΣ ΧΩΡΙΣ ΡΕΠΟ</span></strong><br />
<span style="font-size: large;"><br /></span>
<span style="font-size: large;"><strong>Συγγραφέας</strong> : <strong>Θεόφιλος Γ. Ελευθεριάδης</strong></span><br />
<span style="font-size: large;"><strong></strong><br /></span>
<span style="font-size: large;">Email <a href="mailto:ppolyk@yahoo.gr">ppolyk@yahoo.gr</a></span><br />
<span style="font-size: large;"><br /></span>
<span style="font-size: large;">Το βιβλίο αφιερώνεται σε όλους τους χρήστες των διαδικτυακών αιθουσών μηνυμάτων.</span><br />
<span style="font-size: large;"><br /></span>
<span style="font-size: large;">Ευχαριστίες</span><br />
<span style="font-size: large;">στην Στέλλα,</span><br />
<span style="font-size: large;">στον Κώστα Δ.</span><br />
<span style="font-size: large;">στην Μαρία Ρ.</span><br />
<span style="font-size: large;">και στον Ανδρέα Π.</span><br />
<span style="font-size: large;"><a href="http://www.lexima.gr/lxm/forum/profile.php?mode=viewprofile&u=474"></a><a href="http://www.lexima.gr/lxm/forum/privmsg.php?mode=post&u=474"></a><br /></span>
<span style="font-size: large;"><br /></span>
<span style="font-size: large;"><br /></span>
<span style="font-size: large;"><a href="http://www.lexima.gr/lxm/forum/posting.php?mode=quote&p=7416"></a><br /></span>
<strong><span style="font-size: large;">ΙΑΝΟΥΑΡΙΟΣ</span></strong><br />
<span style="font-size: large;"><br /></span>
<em><span style="font-size: large;">Μεγάλο σκοτεινό όχημα μοναξιάς </span></em><br />
<em><span style="font-size: large;">σκαρφαλώνω στ` ατσαλένια σου μπράτσα</span></em><br />
<em><span style="font-size: large;">και ταξιδεύω κάθε νύχτα, </span></em><br />
<em><span style="font-size: large;">την ίδια πάντα διαδρομή Βούλγαρη - Σφαγεία. </span></em><br />
<span style="font-size: large;"><em></em><br /></span>
<em><span style="font-size: large;">Χρήστος Ράστος, Έξοδος, Η Γυναίκα των Υπόγειων Μπιλιάρδων </span></em><br />
<span style="font-size: large;"><em></em><br /></span>
<span style="font-size: large;"><br /></span>
<strong><span style="font-size: large;">Δευτέρα 3 Ιαν. 2005</span></strong><br />
<span style="font-size: large;"><br /></span>
<span style="font-size: large;">Αποφάσισα να αρχίσω να κρατάω ημερολόγιο γιά να μη τρελαθώ. Πότε γράφοντας και πότε υπαγορεύοντας σ`ένα μικρό κασσετοφωνάκι, δώρο κάποιων γενεθλίων μου. Χρειάζομαι τη συζήτηση, έστω και με τον εαυτό μου αφού κανείς άλλος δεν φαίνεται να νοιάζεται γιά αυτά που έχω να πω. Νοιώθω ότι διαλύομαι. Ότι κάθε μέρα που φεύγει παίρνει μαζί της κομμάτια μου. Κάθομαι στον υπολογιστή μου και σερφάρω στο Διαδίκτυο αδιάφορα, γνωρίζοντας πιά ότι στις ιστοσελίδες του τίποτε αληθινά χρήσιμο δεν πρόκειται να βρώ. Πληροφορίες μόνο, μαζί με ροζ σελίδες και αίθουσες μηνυμάτων. Τις τελευταίες τις προτιμώ απ` αυτές των συζητήσεων σε ζωντανό χρόνο - περισσότερο γνωστών ως chat rooms - γιατί δίνουν τον χρόνο στον χρήστη τους να σκεφτεί πριν απαντήσει, κάτι που συνήθως περιορίζει την υπερβολική ελαφρότητα μιάς ζωντανής συζήτησης μεταξύ αγνώστων. Στην αρχή θυμάμαι είχα εκστασιαστεί από τον άπειρο όγκο πληροφοριών που μπορούσα να έχω με το πάτημα ενός πλήκτρου, χωρίς καν να βγώ απ` το δωμάτιο μου. Μου πήρε πολύ λίγο να ανακαλύψω ότι ακριβώς λόγω της τεράστιας ποσότητας πληροφοριών ήταν εξαιρετικά δύσκολο να ανακαλύψω τις αληθινά χρήσιμες. Αυτές που χρειαζόμουν στ` αλήθεια και στις οποίες μπορούσα να βασιστώ. Μπορώ να μάθω τώρα ευθύς τον καιρό στο Κέϊπ Τάουν ή να δω σημερινές φωτογραφίες από ένα πάρκο αγρίων ζώων στην Νότια Αφρική. Φωτογραφικές μηχανές στημένες σε νερολακούβες στέλνουν φρέσκο υλικό ανά μισάωρο σε όποιον θέλει να δει τα ζώα να σβήνουν τη δίψα τους. “Αλλά γιατί να θέλει κάποιος να δει έτσι κάτι τέτοιο;” σκέφτηκα την πρώτη φορά που έπεσα πάνω τους. “Δεν θα ήταν καλύτερα να τα δεις από κοντά;”</span></div>
<span style="font-size: large;">“Ωπα μεγάλε, τσίμπησες” άκουσα την κοροϊδευτική φωνούλα που τελευταία με πιλατεύει. “Είδες το τυράκι κι όρμηξες στη φάκα. Άντε τώρα, άρπαξε την πιστωτική σου καρτούλα και τράβα να βγάλεις ένα εισιτηριάκι γιά εκεί.”</span><br />
<span style="font-size: large;">Δεν καλοθυμάμαι πότε ξεκίνησε να μιλάει μες το κεφάλι μου, αλλά μετά το αρχικό ξάφνιασμα, μάλλον την καλοδέχτηκα. Σε σχέση με τις αδιάφορες κουβέντες που αντάλλαζα με τους γύρω μου και τις τυποποιημένες, ευγενικές ανοησίες στη δουλειά, ήταν σαν άξαφνα να βρήκα ένα ειλικρινή κι ενδιαφέροντα συνομιλητή. Πότε ειρωνική και πότε επώδυνα λογική δεν διστάζει να με χλευάζει σαν πιάνομαι κορόϊδο, αλλά και να μου θέτει ερωτήματα που με ταρακουνούν και μου κλέβουν τον ύπνο. Σήμερα την ξανάκουσα την ώρα που τάϊζα τα καναρίνια :</span><br />
<span style="font-size: large;">“Αυτά είναι στο κλουβί παρά τη θέλησή τους” γέλασε. “Εσύ πότε λες να ανοίξεις την πόρτα του δικού σου κλουβιού. Μπορείς, ξέρεις.”</span><br />
<span style="font-size: large;">“Μιά χαρά είμαι”, μουρμούρισα.</span><br />
<span style="font-size: large;">“Κολοκύθια είσαι”, ειρωνεύτηκε. “Από πότε έχεις να πάρεις ρεπό;”</span><br />
<span style="font-size: large;">“Τις Κυριακές δεν δουλεύω.”</span><br />
<span style="font-size: large;">“Εννοείς δεν ανοίγεις το μαγαζί. Και τι μ` αυτό; Από `δω δεν ξεκολλάς πάντως.”</span><br />
<span style="font-size: large;">“Ε, ξέρεις, τα ζωντανά θέλουν και την Κυριακή να φάνε. Και λίγο να καθαριστούν τα κλουβιά, λίγο να συμμαζευτεί το μαγαζί, περνάει η ώρα. Έπειτα τι να βγω να κάνω; Σιγά τις διασκεδάσεις που χάνω. Μπαράκια με παιδιά που χοροπηδάνε σε ρυθμό ηλεκτρονικού ταμ-ταμ και αλκοόλ σε τιμές χρυσού. Ευχαριστώ, άσε καλύτερα...”</span><br />
<span style="font-size: large;">“Παλιά σου άρεσε όμως.”</span><br />
<span style="font-size: large;">“Ποτέ δεν μ` άρεσε. Απλά τότε πήγαινα γιά τις γυναίκες.”</span><br />
<span style="font-size: large;">“Και τώρα τι έγινε; Έπαψαν να πηγαίνουν γυναίκες;”</span><br />
<span style="font-size: large;">“Όχι, έπαψα να ενδιαφέρομαι εγώ. Κάθε που άνοιγε κάποια απ` αυτές το στόμα της, άρχιζε τις βλακείες γιά τα ριάλιτι της τηλεόρασης και άλλες παρόμοιες ανούσιες αηδίες. Σκέτη πλήξη.”</span><br />
<span style="font-size: large;">“Κι από φίλους ;”</span><br />
<span style="font-size: large;">“Τα ίδια.”</span><br />
<span style="font-size: large;">“Δηλαδή γιά να καταλάβω. Ο κόσμος χωρίζεται σε σένα και τους βλάκες;”</span><br />
<span style="font-size: large;">“Δεν είπα αυτό.”</span><br />
<span style="font-size: large;">“Αλλά;”</span><br />
<span style="font-size: large;">“Αλλά, παράτα με τώρα, έχω δουλειά.”</span><br />
<span style="font-size: large;">Με παράτησε και συνέχισα μέχρι που μπήκε ο πρώτος πελάτης.</span><br />
<span style="font-size: large;"><br /></span>
<strong><span style="font-size: large;">Τετάρτη 5 Ιαν. 05</span></strong><br />
<span style="font-size: large;"><br /></span>
<span style="font-size: large;">Μετά από αποχή δύο εβδομάδων μπήκα πάλι στην αίθουσα μηνυμάτων, ή Forum όπως επικράτησε να λέγεται διεθνώς. Στη θεματική ενότητα Λογοτεχνία-βιβλία ο ενοχλητικός χρήστης που χαλούσε τις συζητήσεις με εριστικά και εξυπνακίστικα μηνύματα βαρέθηκε να γράφει χωρίς να του απαντά κανείς και μας άδειασε την γωνιά. Καιρός ήταν. Αλλά πάλι, σκέφτομαι καμιά φορά πως μέσα στο αποστειρωμένο περιβάλλον μιάς αίθουσας συζητήσεων, όπου ο καθένας κρίνει χωρίς κόστος τα πάντα κρυμμένος πίσω από ψευδώνυμο, χρειάζονται και τα ζιζάνια. Θυμίζουν κυνηγόσκυλα που βγάζουν απ` τις κρυψώνες τους τα αγρίμια. Χρήστες που συνομιλείς πολιτισμένα μαζί τους βδομάδες ολόκληρες, παρουσιάζουν ένα εντελώς διαφορετικό χαρακτήρα μόλις τους τσιγκλήσει κάποιος. Θαρρείς κι η λαμπερή εικόνα του ψαγμένου διανοούμενου μπουγελώνεται ξαφνικά με ένα κουβά μαύρη μπογιά σαν αρχίσει να στριγκλίζει και να ωρύεται, ρίχνοντας λάδι στη φωτιά που το ζιζάνιο έχει ανάψει. Όλοι ξέρουν πως η καλύτερη αντιμετώπιση είναι το αγνοείς, αφού άλλο σκοπό δεν έχει από το να τραβήξει προσοχή και να νοιώσει την ικανοποίηση ότι ασχολούνται μαζί του άνθρωποι που στην αληθινή ζωή δεν θα τον είχαν ούτε γιά φτύσιμο. Αλλά κανείς δεν την θυμάται. Τουλάχιστον όχι στην αρχή. Συνήθως υπάρχει απάντηση ή ακόμη απαντήσεις, που προβάλουν ξεκάθαρα τον αληθινό χαρακτήρα του “προσβεβλημένου”. Έριξα μιά ματιά στα Ταξίδια. Η Νεφέλη μόλις γύρισε από Πήλιο και ανέβασε μισή σελίδα εντυπώσεις και δυό φωτογραφίες τοπίων. Ο Ράμπο μας έστειλε μήνυμα από την Αυστρία ότι τις μέρες σκαρφαλώνει πλαγιές και τα βράδια πλακώνεται στις μπύρες.</span><br />
<span style="font-size: large;"><br /></span>
<strong><span style="font-size: large;">Πέμπτη 6 Ιαν. 05</span></strong><br />
<span style="font-size: large;"><br /></span>
<span style="font-size: large;">Χθές βράδυ είδα ένα χάμστερ νεκρό. Σήμερα το πρωί άλλα τρία. Τηλεφώνησα στον κτηνίατρο και του είπα να περάσει μη πάθουμε καμιά μεγαλύτερη ζημιά. Με ρώτησε αν είδα κάτι ασυνήθιστο στα πεθαμένα.</span><br />
<span style="font-size: large;">“Ναι , πίσω ήταν βρεγμένα” απάντησα.</span><br />
<span style="font-size: large;">“Κράτησε τα γιά νεκροτομή και πλύνε καλά τα χέρια σου”, ήταν η συμβουλή του. “Θα έρθω σε καμιά ώρα”. Με ζώσαν τα φίδια. Αυτό το “πλύνε καλά τα χέρια σου” δεν μ` άρεσε καθόλου. Τελικά ήρθε σε δυό ώρες και λίγο αργότερα έφυγε αφήνοντας μου μιά συνταγή γιά αντιβιοτικό και βιταμίνες, μαζί με την σύστασή του γιά περισσότερη καθαριότητα. Πόση περισσότερη δηλαδή; Μήπως κάνω κι άλλη δουλειά όλη μέρα; Τέλος πάντων , ευτυχώς με διαβεβαίωσε πως δεν ήταν τίποτε επικίνδυνο γιά άνθρωπο. Κολιβακίλλωση, ήταν η διάγνωση, κολοβακτηρίδιο δηλαδή. Σκέφτομαι καμιά φορά αν αξίζει το κόπο να κρατάω το μαγαζί ή μήπως θα `πρεπε να τα μουτζώσω και να σκεφτώ γιά κάτι άλλο. Έξι του μήνα σήμερα και το νοίκι ακόμα δεν το` χω πληρώσει. Η δουλειά πάει απ` το κακό στο χειρότερο και το σούπερ μάρκετ που άνοιξε απέναντι μ` έχει σακατέψει. Βλέπω πρώην πελάτες να βγαίνουν από εκεί φορτωμένοι σκυλοτροφές και μου` ρχεται τρέλα. Πως να ανταγωνιστείς τις τιμές τους, που να πάρει; Το απόγευμα ήρθαν να πάρουν το κουτάβι που είχαν παραγγείλει. Μου σπάσαν τα νεύρα με τις αμφιβολίες τους γιά το αν είναι καθαρόαιμο λυκόσκυλο.</span><br />
<span style="font-size: large;">“Και γιατί δεν σήκωσε αυτιά ακόμη; Του ξαδέρφου μου τα σήκωσε από ενός μήνα.”</span><br />
<span style="font-size: large;">“Μα κυρία μου, σας είπα, άλλα τα σηκώνουν νωρίτερα κι άλλα αργότερα, δεν έχει σημασία. Το σκυλί είναι πεντακάθαρο, ρίξτε μιά ματιά στα χαρτιά που κρατάτε”, διαμαρτυρήθηκα. Το χαβά της αυτή. Αφού με ζαλίσανε κανένα μισάωρο με πλήρωσαν και φύγανε με την απειλή πως αν δεν σηκώσει αυτιά θα μου το φέρουν πίσω. Έδωσα και δυό πουλιά, και καμιά τριανταριά κιλά τροφές... πάλι καλά. Όταν χτύπησα Ζήτα στην ταμειακή κάτι φάνηκε. Αύριο πρωί πρωί θα πεταχτώ να πληρώσω την τελευταία δόση της πιστωτικής και να ζητήσω να την ακυρώσουν. Δόξα τω Θεώ από ζόρια έχω μπόλικα, δεν χρειάζομαι και τις τράπεζες να με πατάνε στο λαιμό. Μετά το κλείσιμο πήρα μιά μπύρα κι έκατσα στον υπολογιστή. Στη Λογοτεχνία-βιβλία εμφανίστηκε καινούργιος χρήστης. Φαίνεται διαβασμένος και υπογράφει Traveler. Μιλήσαμε λίγο και μου πρότεινε το Κάλεσμα της άγριας φύσης του Λόντον. Του πρότεινα κι εγώ δυό τρία, αλλά τα`χε διαβάσει. Γύρισα μετά στα Ταξίδια κι έμεινα αρκετά. Ο Ράμπο μου κράτησε παρέα περιγράφοντας τα προσόντα των Αυστριακών κοριτσιών κι ο Βαγγέλης του `κανε πλάκα αμφισβητώντας ότι γράφει από Ίνσμπουργκ.</span><br />
<span style="font-size: large;">“Που τα βρήκες τα φράγκα γιά Αυστρία ρε πεινάλα; Αφού ο Ζ81 που σε ξέρει έλεγε προχτές ότι έχεις να κάνεις μεροκάματο κοντά ενάμισι μήνα”, ήταν το τελευταίο καρφί του πριν γίνει έξαλλος ο Ράμπο κι αρχίσει τα μπινελίκια. Βγήκα απ` το Ιντερνέτ κι άναψα τσιγάρο. Κατέβασα την τελευταία γουλιά και άπλωσα το χέρι στο ψυγειάκι γιά την επόμενη μπύρα. “Τι θέλω και μπλέκω μ` αυτά τα βλήτα”, μουρμούρισα.</span><br />
<span style="font-size: large;">“Γιατί έχεις και τίποτε καλύτερο;” άκουσα τη φωνούλα στο κεφάλι μου.</span><br />
<span style="font-size: large;">“Αυτό να μου πεις”, ξεφύσηξα . “Αλλά κάπου κάπου έχω και καλές συζητήσεις. Αυτός ο Traveler φαίνεται σωστός. Θα δανειστώ αύριο απ` την Δημοτική Βιβλιοθήκη το βιβλίο που μου πρότεινε. Και πάντως δεν καυχιόταν κι ούτε το `παιζε ξερόλας.”</span><br />
<span style="font-size: large;">Το τσιγάρο ήταν πικρό, φαρμάκι. Το `σβησα και έτριψα την κοιλιά μου που ενοχλητικά μου θύμιζε πως ήμουν όλη μέρα μόνο με καφέδες. Σήκωσα το τηλέφωνο και παρήγγειλα πίτσα. Ήρθε γρήγορα και έπεσα με τα μούτρα. Ο υπολογιστής ανοιχτός. Μπορεί να ξαναμπώ αργότερα, όταν θα έχει τελειώσει αυτή η σαχλαμάρα με τον Ράμπο και την Αυστρία. Συχνά σκέφτομαι ότι τα περισσότερα εκεί μέσα είναι τρίχες. Καμιά δυνατότητα να εξακριβώσεις αν ο άλλος σου λέει αλήθεια ή σε παραμυθιάζει. Ή ακόμη αν τα βαρύγδουπα που γράφονται καμιά φορά, και που πραγματικά αξίζει να κρατήσεις, ανήκουν στον χρήστη ή τα `χει ξεσηκώσει από κανένα βιβλίο. Τι σημασία έχει θα μου πείς; Αν είναι σωστά και χρήσιμα, ας ανήκουν σε όποιον να`ναι... Έχουν περάσει δυό ώρες. Στη αίθουσα μηνυμάτων τίποτε ενδιαφέρον, κι οι μπύρες τελειώσανε. Πάω γιά ύπνο στο δωματιάκι μου, στο βάθος του μαγαζιού.</span><br />
<span style="font-size: large;"><br /></span>
<strong><span style="font-size: large;">Παρασκευή 7 Ιαν. 05</span></strong><br />
<span style="font-size: large;"><br /></span>
<span style="font-size: large;">Ξύπνησα άσχημα. Οι μπύρες με ξυπνήσανε τρεις φορές μες τη νύχτα γιά τουαλέτα. Με το ξημέρωμα ένοιωσα το γνωστό πονοκέφαλο. Ως απαραίτητο συμπλήρωμα, το πρώτο τσιγάρο της μέρας μού πλάκωσε στο στήθος. Ήρθε κι έδεσε. Άϊ σιχτίρ, πρέπει να τα κόψω και τα δυό. Ή τουλάχιστον να τα περιορίσω. Είναι καιρός πιά που `χει γίνει φανερό πως με σκοτώνουν. Άσε που θα γλυτώσω κι ένα σκασμό λεφτά. Ξεκίνησα την καθημερινή μου ρουτίνα, σκούπισμα, ξεσκόνισμα, τάϊσμα, καθαριότητα κλουβιών και την ώρα που έβγαζα το μποξεράκι γιά να καθαρίσω το κλουβί, μου ήρθε ο ταμπλάς. Είχε ένα καρούμπαλο στη κοιλιά που το`χα ξαναδεί άλλη μιά φορά, παλιά, και σήμαινε μπελάδες. Όταν τ` αγόρασα απ` την οικογένεια που είχε τη μάνα του, δεν είχα προσέξει τίποτε. Τηλεφώνησα στον Γιώργο και του το`πα. “Ομφαλοκήλη”, αποφάνθηκε μονολεκτικά. “Θα περάσω να το επιβεβαιώσω το μεσημέρι. Πως πάνε τα χάμστερ με τη διάρροια;”</span><br />
<span style="font-size: large;">“Ποιά χάμστερ”, βόγγηξα, “ασ` τα αυτά, μιά χαρά πάνε. Με το κουτάβι τι γίνεται που το έχουν κλεισμένο με προκαταβολή...” Ήρθε το μεσημέρι του έριξε μιά ματιά, έκανε κάτι φακιρικά μ`ένα κέρμα κι ένα ελαστικό επίδεσμο κι έφυγε λέγοντας να καθυστερήσω την παράδοση όσο μπορούσα. “Αν είσαι τυχερός θα αναταχθεί με την επίδεση που του έκανα”, πέταξε πάνω απ` τον ώμο του φεύγοντας. “Αλλιώς μόνο με εγχείρηση”. “Και αν δεν γίνει η εγχείρηση;” ρώτησα με το νου μου στον ιδιοκτήτη μου που περίμενε ακόμη το νοίκι του. “Μπορεί τίποτε, μπορεί να πεθάνει, αλλά όπως και να `ναι, δεν σε βλέπω να το πουλάς εύκολα”, ακούστηκε κλείνοντας την πόρτα. Ζεματίστηκα. Το σκέφτηκα γιά λίγο και τελικά αποφάσισα να ζητήσω να μου το αλλάξουν. Δεν έχανα και τίποτα στο κάτω κάτω. Τηλεφώνησα και το σήκωσε η σύζυγος. Εξήγησα με περισσή ευγένεια το πρόβλημα και τόνισα ότι εφ`όσον γίνει δεκτό το αίτημα μου θα πρέπει να μ`έχουν υπ`όψιν ως αγοραστή και γιά τις επόμενες γέννες της σκύλας τους.</span><br />
<span style="font-size: large;">“Θα το συζητήσω με τον άνδρα μου”, είπε ψυχρά.</span><br />
<span style="font-size: large;">Δούλευα όλη την μέρα μουδιασμένος με το μυαλό στο κουτάβι. Ήταν ζωηρό και ο επίδεσμος τραβούσε βλέμματα συμπάθειας απ` όποιον έμπαινε στο μαγαζί. Αλλά δεν ήμουν βέβαιος αν αυτό ήταν καλό ή κακό γιά τη δουλειά, κι έτσι μετακίνησα το κλουβί του στο δωματιάκι που κοιμόμουν. Το απόγευμα, προς μεγάλη μου έκπληξη και ανακούφιση, το ζευγάρι που μου το πούλησε, πέρασε το κατώφλι του μαγαζιού μ` ένα αδελφάκι του. Το πήρα δίνοντας πίσω το μπανταρισμένο, επαναλαμβάνοντας ό,τι μου είχε πει ο κτηνίατρος και δίνοντας το τηλέφωνό του γιά ότι ήθελαν να ρωτήσουν. Κέρασα καφέ, κι έκατσαν γιά ένα τσιγάρο και λίγη ανάλαφρη κουβεντούλα. Έφυγαν, αφήνοντάς με να αναρωτιέμαι γιά την ανεξιχνίαστη ανθρώπινη ψυχή. Το πρωί είχα μείνει με την εντύπωση ότι δεν υπήρχε περίπτωση να μου τ` αλλάξουν. Κι αυτοί ήρθαν μόνοι τους, με χαμόγελα και τα καλαμπούρια. Το Ζήτα που χτύπησα στις εννιάμισι το βράδυ μου ζέστανε την ψυχή. Επιτέλους είχα το νοίκι. .Δευτέρα πρωί το κατέθετα στη Τράπεζα και ξενοιαζα. Μετά βέβαια έμεναν ΟΤΕ, ΔΕΗ, ασφαλιστικά ταμεία κλπ, αλλά αυτά παλεύονται πιό εύκολα. Ενώ αν σε πετάξει έξω απ` το μαγαζί, άντε να συμαζέψεις τ` ασυμμάζευτα. Άνοιξα το δεύτερο πακέτο, έβαλα ένα τσιγάρο στο στόμα κι έκατσα στον υπολογιστή. Παρασκευή βράδυ. Νέκρα στην αίθουσα μηνυμάτων. Μάλλον ήταν όλοι έξω. Έβαλα ένα ουίσκι.</span><br />
<span style="font-size: large;">“Παρασκευή βράδυ”, χαμογέλασα στον μεγάλο καθρέφτη απέναντι, “ας αφήσουμε τις μπύρες κι ας το γλεντήσουμε”. Κατέβηκε καυτό και με χτύπησε αμέσως. Απ` το πρωί με δυό καφέδες κι ένα χάμπουργκερ. Έφτιαξα μιά ομελέτα στη μικρή ηλεκτρική κουζίνα και την καταβρόχθισα στα γρήγορα. Ξαναγέμισα το ποτήρι και ξαναμπήκα στη Λογοτεχνία- βιβλία . Κανένα νέο μήνυμα. Στα Ταξίδια επίσης. Έτρεξα πάνω κάτω όλες τις θεματικές ενότητες και είδα νέο μήνυμα από τον Traveler στη Φιλοσοφία. Μπήκα και έριξα μιά ματιά . Σύντομο και περίεργο το μήνυμά του:</span><br />
<span style="font-size: large;">“Ότι δεν ωφελεί το σμήνος, δεν ωφελεί και την μέλισσα”, έγραφε. Κι από κάτω: “Μάρκος Αυρήλιος, Τα εις εαυτόν, 6, 54” Και πιό κάτω: “Πως το σχολιάζετε;”</span><br />
<span style="font-size: large;">“Άσε μας ρε μεγάλε”, μουρμούρισα φυσώντας τον καπνό. Τα δάχτυλά μου έτρεξαν στο πληκτρολόγιο. “Άλλο μέλισσες κι άλλο άνθρωποι”, του έγραψα, χωρίς να βασανίσω το μυαλό μου περισσότερο. Έκανα κλικ στο Αποσύνδεση και βγήκα. Η ώρα ήταν ακόμη μόλις δέκα. Άνοιξα την τηλεόραση. Σκουπίδια. Θυμήθηκα άλλη μιά φορά τον Γκέλντοφ να τραγουδάει στο The Wall απέναντι σε μιά τηλεόραση γιά τις δεκάδες σκουπιδιών που είχε να διαλέξει. Τώρα γιά να`μαστε ειλικρινείς, δεν έλεγε ακριβώς σκουπίδια αλλά έχω από καιρό αποφασίσει να μη χρησιμοποιώ, όσο μπορώ, κακόηχες λέξεις και βρισιές. Όχι ότι είμαι ο ηθικός, ή ο θρήσκος, ή κι εγώ δεν ξέρω τι. Αλλά να... κάποτε ένοιωσα ότι χρησιμοποιώντας τις φτωχαίνει το μυαλό μου. Ήταν τότε που έπιασα τον εαυτό μου να επαναλαμβάνει τρεις φορές τη λέξη “μαλάκας” -σε διάφορες κλίσεις- και δυό φορές το “γαμώτο” μέσα σε μιά μόνο πρόταση. Σκέφτηκα τότε πως αφού όλες οι ανθρώπινες σκέψεις σχηματίζονται με λέξεις, αν ένας άνθρωπος έχει τόσο περιορισμένο λεξιλόγιο κάτι δεν πάει καλά με τις δυνατότητες του μυαλού του. Τέλος πάντων, το θέμα είναι πως Παρασκευή βράδυ είμαι μέσα, χωρίς να περισσεύει ούτε ένα ευρώ γιά έξοδο, και με λογαριασμούς, προμηθευτές, και νοίκι να με περιμένουν στις αρχές της επόμενης εβδομάδας. Τέλεια! “Άντε γειά μας”, σήκωσα το ποτήρι στον υπολογιστή και τράβηξα μιά γερή γουλιά. Σκέφτηκα τον Traveler και τσούγκρισα μαλακά το ποτήρι στην οθόνη ."Άντε γειά μας", ξαναφώναξα πιέζοντας τον εαυτό μου να ακουστεί εύθυμος. Ανοίγω τον αποκωδικοποιητή. Πριν ένα χρόνο, τι μ`έπιασε, πήγα και γράφτηκα συνδρομητής στη συνδρομητική δορυφορική τηλεόραση. Δεν ήταν κι άσχημα, αλλά βρέθηκα να παλεύω μ` ένα ακόμη λογαριασμό εκεί που πνιγόμουν με τους υπόλοιπους. Δεν έβγαινα με τίποτα και σταμάτησα σε τρεις μήνες. Μου `μεινε όμως ο εξοπλισμός. Έψαξα στα ελεύθερα κανάλια, αυτά που βλέπει κανείς δωρεάν, αλλά ανακάλυψα απλώς ότι στα δεκαεπτά επίγεια σκουπίδια που έβλεπα, προστέθηκαν και μερικές εκατοντάδες δορυφορικά Και έπειτα, πως μου ήρθε η έμπνευση, έριξα μιά ματιά και στα ραδιοφωνικά. Αποκάλυψη! Απίστευτη μουσική, από κάθε γωνιά της Γης. Αφρικάνικοι ήχοι που μέθαγαν σαν δυνατό πιοτό, μεσανατολίτικοι αμανέδες, ασιατικά στριγκά περίεργα τραγούδια, αμερικάνικες ροκιές, τζαζ, και προ πάντων κλασσική που ανακάλυψα ότι λατρεύω, εικοσιτέσσερις ώρες το εικοσιτετράωρο! Βρίσκω τον αγαπημένο μου σταθμό, Swiss classic, και γέρνω πίσω με το τσιγάρο να κρέμεται το στόμα και τα βιολιά να γαληνεύουν το νου μου.</span><br />
<span style="font-size: large;">“Ναι, έτσι πρέπει να νοιώθει ένας άνθρωπος στο τέλος της βδομάδας”, σκέφτομαι.</span><br />
<span style="font-size: large;">“Σωστά, αλλά γιά `σένα το τέλος της βδομάδας είναι αύριο βράδυ”, ακούγεται αυστηρή η φωνούλα στο κεφάλι μου. “Κοίτα μην είσαι λιώμα αύριο έτσι που το κατεβάζεις”. Να βράσω τη φωνούλα και το κεφάλι μου μαζί. Έχει δίκιο φυσικά, αλλά δεν νυστάζω κι η μουσική είναι θεϊκή. Σηκώνομαι γεμίζω το ποτήρι μου σόδα και ξαναπέφτω στην πολυθρόνα. Μπροστά, πίσω από την κλειστή πόρτα, το νεοφερμένο μποξεράκι ακούγεται να κλαίει. Φωτιά στα μπατζάκια μας. Ώρες είναι τώρα να ανοίξουμε και φασαρίες με την πολυκατοικία γιά διατάραξη της κοινής ησυχίας. Πετάγομαι και πάω να δω τι συμβαίνει. Τίποτα δεν συνέβαινε, απλά ήθελε παρέα. Μόλις με είδε το βούλωσε.</span><br />
<span style="font-size: large;">“Τι έγινε ρε μάγκα; Μοναξιές;” του ψιθυρίζω. Με κοιτάζει και κουνάει την ουρά του.</span><br />
<span style="font-size: large;">“Λοιπόν κοίτα να δεις τι θα γίνει”, του λέω στον ίδιο τόνο.</span><br />
<span style="font-size: large;">“Θα σε πάρω μαζί μου στο δωμάτιο αλλά με δυό όρους. Δεν θα βγάλεις κιχ και δεν θα με κατουρήσεις.”</span><br />
<span style="font-size: large;">Φάνηκε να συμφωνεί αλλά μετά από τόσο ουίσκι μπορεί και να κατάλαβα λάθος. Το ζήτημα είναι ότι κράτησε τη μισή συμφωνία. Έπεσε γιά ύπνο δίπλα στα παπούτσια μου κι έμεινε σιωπηλός μέχρι το πρωί. Παρακολουθώ γιά λίγο τον ήρεμο ύπνο του με μιά μικρή ζήλια. Δυσκολεύομαι να κοιμηθώ τελευταία. Χαμηλώνω τον ήχο ίσα που η Παθητική του Μπετόβεν να ακούγεται σαν ψίθυρος και πιάνω το βιβλίο του Τζακ Λόντον που δανείστηκα απ` την Βιβλιοθήκη. Από τις πρώτες σελίδες καταλαβαίνω ότι έχει γραφτεί γιά ένα σκύλο. Σύμπτωση, ή κάτι μου έχει ξεφύγει κι ο μπαγάσας ο Traveler κατάλαβε ότι έχω σχέση με ζώα; Περασμένα μεσάνυχτα. Μπάφιασα απ` το διάβασμα, αν και το βιβλίο είναι κορυφαίο. Μπαίνω στο Διαδίκτυο, πιό πολύ από περιέργεια, γιά να δω αν συμμαζεύτηκε κανείς σπίτι του. Στη Φιλοσοφία με περιμένει μήνυμα του Traveler:</span><br />
<span style="font-size: large;">“Πόσο καλά ξέρεις τις μέλισσες; Και πόσο τους ανθρώπους;” Κλείνω το μηχάνημα και πηγαίνω γιά ύπνο χολωμένος. Μου την δίνει να `χουν οι άλλοι δίκιο κι εγώ άδικο. Από μέλισσες είχα μεσάνυχτα, και το ζευγάρι που μου αντικατέστησε το μποξεράκι μου θύμιζε ότι είχα πολλά να μάθω γιά τους ανθρώπους.</span><br />
<span style="font-size: large;"><br /></span>
<strong><span style="font-size: large;">Δευτέρα 10 Ιαν. 05</span></strong><br />
<span style="font-size: large;"><br /></span>
<span style="font-size: large;">Σήμερα το πρωί ήρθαν και πήραν το μποξεράκι. Ευτυχώς, γιατί αν αργούσαν καναδυό μέρες ακόμη θα μου ήταν αδύνατο να το αποχωριστώ. Το είχα στο δωματιάκι μου απ` το βράδυ της Παρασκευής κι είχα αρχίσει να συνηθίζω στον ήχο μιάς δεύτερης ανάσας όταν έσβηνα το φως. Το Σάββατο και την Κυριακή ούτε που γύρισα να κοιτάξω τον υπολογιστή. Το κουτάβι μονοπώλησε το ενδιαφέρον μου με τα παιχνίδια και τις ζημιές του. Έμοιαζε να έχει ένα αστείρευτο κέφι γιά παιχνίδι και μιά εκπληκτική γιά την ηλικία του ικανότητα αντίληψης. Αν δεν είχαν πληρώσει προκαταβολή μπορεί και να μη τους το `δινα. Θαρρώ πως ακούω ακόμα την τσιριχτή φωνή της ξανθιάς που το πήρε στην αγκαλιά της χαμογελώντας ευτυχισμένη: “Πότε είναι η κατάλληλη ηλικία γιά να κόψουμε την ουρά και τ` αυτιά του;”</span><br />
<span style="font-size: large;">“Ξέρετε δεν είναι απαραίτητο”, προσπάθησα να της εξηγήσω.</span><br />
<span style="font-size: large;">“Α, μα τι λες τώρα”, πετάχτηκε ο άντρας της γελώντας έτσι που η φουσκωτή κοιλιά του χοροπήδησε σαν μπάλα του μπάσκετ στο παρκέ. “Χάλια θα είναι αν δεν κοπούν ουρά κι αυτιά.”</span><br />
<span style="font-size: large;">“Aπό κτηνιατρικής πλευράς δεν υπάρχει κανένας λόγος”, επέμεινα. “Απλά έτσι συνηθίζονταν παλιά, επειδή οι άνθρωποι το θεωρούσαν πιό όμορφο.”</span><br />
<span style="font-size: large;">“Τι εννοείς παλιά;” ακούστηκε εριστικός ο χοντρός. “Ακόμη τα κόβουν.”</span><br />
<span style="font-size: large;">“Παράνομα”, είπα με τον χαρακτηριστικό ήπιο τόνο που παίρνει η φωνή μου όταν αγωνίζομαι να κυριαρχήσω στα νεύρα μου. “Ξέρετε υπάρχει απαγορευτικός νόμος της Ε.Ε που επικυρώθηκε κι απ` τη χώρα μας.”</span><br />
<span style="font-size: large;">“Σώπα βρε αδερφέ”, κάγχασε ο τύπος. “Νόμοι της Ε.Ε και κουραφέξαλα... Εδώ τους γράφουμε για σοβαρά θέματα. Στα σκυλιά θα κολλήσουμε; Εγώ να πούμε...”</span><br />
<span style="font-size: large;">“Πως θα του μάθουμε να μη λερώνει παντού;” τον διέκοψε η γυναίκα του. Χαμογέλασα, πήρα βαθιά ανάσα κι έβαλα την κασσέτα να δουλεύει: “Ελέγχοντας τις ώρες του ύπνου και του φαγητού του, βγάζοντάς τον έξω πολλές φορές σε συγκεκριμένες ώρες, επιβραβεύοντας τον όταν λερώνει εκεί που θέλετε, και μαλώνοντάς τον όταν λερώνει μέσα στο σπίτι. Θα δείτε ότι σ` αυτή την ηλικία θα κοιμάται πολύ, κι ότι πάντα μόλις ξυπνήσει θα αδειάζει την κύστη του. Αν λοιπόν τον ξυπνάτε σε συγκεκριμένες ώρες, και τον μεταφέρετε στην αγκαλιά σας εκεί που θέλετε να λερώσει, είναι βέβαιο ότι σχεδόν πάντα θα κάνει την ανάγκη του εκεί που πρέπει. Το ίδιο και μετά το γεύμα, οπότε και συχνότατα θα θέλει να αδειάσει το έντερό του. Εννοείται ότι μόλις σας κάνει το κέφι θα του λέτε πολλά μπράβο και θα του δίνετε κάποια μικρή λιχουδιά ως ανταμοιβή.”</span><br />
<span style="font-size: large;">“Γιατί πρέπει να τον μεταφέρουμε αγκαλιά;” ρώτησε ο άντρας της υψώνοντας το φρύδι. “Γιατί αν τον ξυπνήσετε και του πείτε να σας ακολουθήσει έξω, το πιθανότερο είναι να τα κάνει πριν φτάσει στη πόρτα. Στην αγκαλιά σας όμως θα σφιχτεί και θα τα κρατήσει.”</span><br />
<span style="font-size: large;">“Πόσο καιρό θα γίνεται αυτό;” ακούστηκε προβληματισμένη η γυναίκα. “Δεν έχουμε τόσο χρόνο να διαθέτουμε καθημερινά.”</span><br />
<span style="font-size: large;">“Γιά τα περισσότερα κουτάβια αρκούν καναδυό εβδομάδες”, την καθησύχασα.</span><br />
<span style="font-size: large;">Η υπόλοιπη μέρα πέρασε χωρίς πολλές φούριες. Μπήκαν μερικοί κι αγόρασαν κονσέρβες, έδωσα ένα παπαγαλάκι μαζί με το κλουβί του κι αυτό ήταν. Καθάρισμα, σφουγγάρισμα, τάϊσμα και πριν το καταλάβω νύχτωσε. Παρήγγειλα δυό πίτες με γύρο, κάθησα στον υπολογιστή και άνοιξα την πρώτη μπύρα της ημέρας- δηλαδή της νύχτας. Ο Ανιχνευτής, παλιός αλλά όχι τακτικός χρήστης, είχε προστεθεί στο θέμα που άνοιξε ο Traveler στη Φιλοσοφία. Το μήνυμα του είχε σταλεί στις 4.30΄ το πρωί. Χα! Κι έλεγα ότι εγώ είμαι ο μοναχικός τύπος. Δάγκωσα μιά μεγάλη μπουκιά κι άρχισα να διαβάζω.</span><br />
<span style="font-size: large;">“Αγαπητέ Traveler συμφωνώ με το απόσπασμα που ανέβασες, αλλά νομίζω πως γιά να καταλάβει καλύτερα την ρήση που ανέβασες και ο μη εξοικειωμένος με την τρίτη περίοδο της Στοάς Πέτμαν, χρειάζεται και η παρακάτω:</span><br />
<span style="font-size: large;">"Να φαντάζεσαι πάντοτε τον Κόσμο ως αδιαίρετη ζώσα ενότητα, με μιά ψυχή και μιά ουσία, γνωρίζοντας πως ότι συμβαίνει γίνεται αισθητό στην συνείδησή της , δηλαδή αυτή του Κόσμου, και ότι αυτός ο Κόσμος ενεργεί τα πάντα με μιά μόνον βούληση και ότι τα πάντα είναι συμβάλλοντα αίτια όλων των γεγονότων, και ότι υπάρχει σύνδεση και βαθύτερη πλοκή . M.Αυρήλιος 4, 40.”</span><br />
<span style="font-size: large;">Ο Πέτμαν, φυσικά, ήμουν εγώ. Κατέβασα μιά μεγάλη γουλιά μπύρα, στριφογυρνώντας στο μυαλό τις λέξεις που είχα μόλις διαβάσει. Σαν κομματάκι πυροβολημένος μου φαινόταν αυτός ο Αυρήλιος, όποιος και νά`ταν τέλος πάντων. Άπλωσα το χέρι και ξεχώρισα ένα παλιό μικρό εγκυκλοπαιδικό λεξικό που μου είχε ξεμείνει απ` τα μαθητικά χρόνια. Θαμμένο κάτω από μιά στίβα βιβλία με ξελάσπωνε όταν βρισκόμουν μπροστά σε μυστηριώδη ονόματα του παρελθόντος. Έτρεξα στις σελίδες του γιά λίγες στιγμές και το `κλεισα κατά τι σοφότερος. Ωραία λοιπόν! Ρωμαίος αυτοκράτωρ του 2ου μ.Χ. αιώνα, από τους τελευταίους σημαντικούς Στωικούς φιλοσόφους. Κατά τα φαινόμενα, αν δεν έλεγε κοτσάνες ο Ανιχνευτής, η Στωική φιλοσοφία χωρίζονταν σε τρεις περιόδους, με τη τελευταία να σβήνει γύρω στο 2ο αιώνα. Άφησα φαί και μπύρα, σκούπισα τα χέρια μου πρόχειρα, κι έγραψα:</span><br />
<span style="font-size: large;">“Με όλο το σεβασμό και στους δυό σας, αλλά είναι τουλάχιστον περίεργα αυτά που γράφετε και μου είναι αδύνατον να τα δεχτώ.”</span><br />
<span style="font-size: large;">Γύρισα στα Ταξίδια κι άρχισα πάλι να τρώω διαβάζοντας ένα μήνυμα του Σάκη γιά την Ταϊλάνδη. Είχε χορτάσει έλεγε θάλασσα, αλκοόλ, ξενύχτι με ότι αυτό συνεπάγεται, και αγώνες Μουάϊ Τάϊ, που ήταν εκεί το εθνικό μαχητικό άθλημα - κάτι σαν πυγμαχία με κλωτσιές και γονατιές αν κατάλαβα καλά. Δεν είχα καλά καλά προλάβει να τελειώσω την ανάγνωση όταν σχεδόν ταυτόχρονα ήρθαν στη "Φιλοσοφία" μηνύματα από τον Traveler και τον Ανιχνευτή.</span><br />
<span style="font-size: large;">“Τα των φιλοσόφων μπορεί να ακούγονται παράδοξα, χωρίς να είναι παράλογα. Κλεάνθης”, ήταν το πρώτο. Ο Ανιχνευτής, όπως και στα προηγούμενα μηνύματά του ήταν περισσότερο ομιλητικός:</span><br />
<span style="font-size: large;">“Οι φιλόσοφοι λένε παράδοξα πράγματα. Στις άλλες επιστήμες δεν υπάρχουν παράδοξα; Υπάρχει μεγαλύτερο παράδοξο από το να βάζεις νυστέρι στο μάτι κάποιου γιά να δει; Αν έλεγαν κάτι τέτοιο σε κάποιον άσχετο με την ιατρική , δεν θα θεωρούσε γελοίο αυτόν που το είπε; Τι το παράξενο λοιπόν, αν και στη φιλοσοφία πολλές αλήθειες φαίνονται παράδοξες σε όσους δεν φιλοσοφούν; Αρριανού, Των Επικτήτου Διατριβών , Α' / κε, 32,33”</span><br />
<span style="font-size: large;">Το πράγμα είχε αρχίσει να γίνεται ενδιαφέρον. Επιτέλους μιά συζήτηση απ` αυτές που δικαιολογούν το μηνιαίο κόστος μιάς σύνδεσης στο Ίντερνέτ. Έπιασα πάλι το εγκυκλοπαιδικό λεξικό. Βγήκε ότι ο Κλεάνθης ήταν ένας φημισμένος πυγμάχος της πρώτης περιόδου της Στοάς που άφησε την πυγμαχία γιά να γίνει ακόμη πιό φημισμένος φιλόσοφος, ο Επίκτητος ήταν ένας κουτσός δούλος της τρίτης περιόδου που έμελε να γίνει ο τελευταίος σπουδαίος Έλληνας Στωικός, κι ο Αρριανός μαθητής του που έγραψε τα της διδασκαλίας του δασκάλου του. Σηκώνομαι και πάω στη τουαλέτα να αδειάσω τη μπύρα. Στο δωμάτιο έχει το κρύο της αρκούδας. Οι τοίχοι από γυψοσανίδα που χωρίζουν ένα κομμάτι του μαγαζιού στο βάθος, ορίζοντας το δωμάτιό μου, δεν κρατάνε παρά ελάχιστη ζέστη απ` αυτή που βγάζει το μικρό αερόθερμο. Επιστρέφοντας έχω ήδη την απάντηση στο νου μου. Γράφω γρήγορα:</span><br />
<span style="font-size: large;">“Χωρίς να θέλω να φανώ εριστικός, όλα αυτά ακούγονται κάπως δογματικά. Θέλω να πω, δεν μπορεί κανείς να τα αποδείξει σωστά;”</span><br />
<span style="font-size: large;">Η μπύρα είχε τελειώσει και δεύτερη δεν υπάρχει. Ανάβω ένα τσιγάρο και κλείνω τα μάτια απολαμβάνοντας την ψιθυριστή μουσική του Χάϋντν που, ελέω Ελβετικού ραδιοφωνικού σταθμού, γλυκαίνει την ψυχή μου. Όταν λίγο αργότερα τα ξανανοίγω γιά να στραγγίξω στο ποτήρι μου τα τελευταία υπολείμματα ουίσκι- που είχε μένει απ` την Παρασκευή- βλέπω ότι έχω απάντηση απ` τον Ανιχνευτή:</span><br />
<span style="font-size: large;">“Έχεις δίκιο να μην καταλαβαίνεις έτσι αποσπασματικά που παραθέτω τη Στωική σκέψη. Το να γίνω πιό επεξηγηματικός όμως θα απαιτούσε πολύ χρόνο, που αυτή τη στιγμή δεν έχω. Αντ` αυτού, τι θα έλεγες αν σου έδινα ένα τρανταχτό παράδειγμα ότι τα πάντα είναι συμβάλλοντα αίτια όλων των γεγονότων, και ότι υπάρχει σύνδεση και βαθύτερη πλοκή ; Σε πληροφορώ λοιπόν ότι η εκστρατεία του Μ. Αλεξάνδρου στη Ινδία ήταν ένα από τα συμβάλλοντα αίτια -ίσως το σπουδαιότερο- στην εξάπλωση και την επιβολή του Βουδισμού.” Κόντεψα να βγάλω το ουίσκι απ` τη μύτη.</span><br />
<span style="font-size: large;">“Τι διάολο”, σκέφτομαι, “άλλος πίνει ,άλλος μεθάει;” Τα δάχτυλά μου πετούν πάνω στα πλήκτρα:</span><br />
<span style="font-size: large;">“Θέλεις να πείς ότι ο Αλέξανδρος έγινε Βουδιστής κι επέβαλλε εκεί αυτή την θρησκεία; Ενδιαφέρον... αλλά δεν το έχω ακούσει ποτέ. Ποιά είναι η πηγή σου;” Στέλνω το μήνυμα συνοδευμένο από ένα σηματάκι που παριστάνει μιά ειρωνική γκριμάτσα, βέβαιος ότι ο άγνωστος συνομιλητής μου είναι απ` αυτούς που, κατά την δική μου ορολογία, έχουν ελληνοκεντρική θεώρηση όλων των γεγονότων της ανθρώπινης Ιστορίας. Ανάβω το τελευταίο τσιγάρο του πακέτου και πετιέμαι μέχρι το περίπτερο στη γωνία γιά τσιγάρα και μπύρες. Γυρνώντας η φωτεινή ένδειξη νέο μήνυμα στη Φιλοσοφία με ειδοποιεί γιά την απάντηση που περιμένω. Ανοίγω τη σελίδα ανυπόμονος, περιμένοντας να διαβάσω την επιβεβαίωση της υποψίας μου ότι ο Ανιχνευτής έλεγε αρλούμπες.</span><br />
<span style="font-size: large;">“Όχι ο Αλέξανδρος δεν έγινε Βουδιστής” γράφει, προσθέτοντας ένα χαμόγελο “Απλά όταν τα στρατεύματά του έφτασαν στον Ινδό, κάποιος Τσαντραγκούπτα, μεγάλο μούτρο κατά τα φαινόμενα, παρουσιάστηκε στο στρατόπεδό του ως φυγάς ζητώντας άσυλο. Έγινε δεκτός, με αποτέλεσμα σιγά σιγά να αποκτήσει δύναμη και να μάθει τα των ελληνικών στρατιωτικών πραγμάτων. Έτσι, όταν μετά είκοσι χρόνια ξεσήκωσε τους ντόπιους εναντίον του Σέλευκου, που τότε ήταν κυβερνήτης των επαρχιών του Ινδού, κατάφερε να τον νικήσει και να διώξει τους 'Ελληνες. Αυτός ο Τσαντραγκούπτα λοιπόν κατάφερε να στεριώσει τόσο καλά τον θρόνο του ώστε να διατηρηθεί και γιά τον εγγονό του, τον φημισμένο και γνωστό στους περί τα ινδικά εντρυφούντες, Ασόκα. Τον βασιλιά δηλαδή που συνετέλεσε τόσο καθοριστικά στην διάδοση και επιβολή της προαναφερόμενης θρησκείας, ώστε να αποκληθεί από τους ιστορικούς Μέγας Κωνσταντίνος του Βουδισμού. Πηγές δεν έχω πρόχειρες αυτή τη στιγμή, αλλά αν θέλεις σου τις στέλνω αύριο με προσωπικό μήνυμα.”</span><br />
<span style="font-size: large;">Ήταν περασμένες μία, το μυαλό μου ήταν γεμάτο από αχώνευτες πληροφορίες, στο κεφάλι μου αιωρούνταν ατμοί οινοπνεύματος, κι ένοιωθα τα βλέφαρά μου να ζυγίζουν όσο δυό ενήλικα ροντβάϊλερ. Έκλεισα το παλιομηχάνημα και πήγα γιά ύπνο.</span><br />
<span style="font-size: large;"><br /></span>
<strong><span style="font-size: large;">Τετάρτη 12 Ιαν. 05</span></strong><br />
<span style="font-size: large;"><br /></span>
<span style="font-size: large;">Έχω απ` το πρωί φριχτό πονοκέφαλο, συνέπεια της χθεσινοβραδυνής κραιπάλης. Απ` την ώρα που ξύπνησα καταπίνω τις ασπιρίνες σαν καραμέλες, αλλά αποτέλεσμα μηδέν. Τέρμα! Τσιγάρο και ποτό κομμένα.</span><br />
<span style="font-size: large;">“Ο Μαρκ Τουαίν είχε πει, πως το να κόψει κανείς το τσιγάρο είναι το ευκολότερο πράγμα, και πως ο ίδιος το ήξερε καλά γιατί το`χε κόψει χίλιες φορές”, ακούστηκε κοροϊδευτική η φωνούλα μές το κεφάλι μου. “Ευχαριστώ πολύ”, μούγκρισα.</span><br />
<span style="font-size: large;">“Έχεις να μου πεις καμιά άλλη εξυπνάδα;”</span><br />
<span style="font-size: large;">Η μέρα πέρασε δύσκολα παρόλο που το μαγαζί ήταν ανοιχτό μόνο το πρωί. Το μεσημέρι μετά από ένα ψευτογεύμα έπεσα σαν ξερός και νωρίς το βράδυ που ξύπνησα ένοιωθα κάπως καλύτερα. Ευτυχώς γιατί τα ζωντανά χρειάζονταν περιποίηση κι εγώ τα είχα αμελήσει. Έπιασα να δουλεύω και όταν ξανακοίταξα το ρολόϊ μου ήταν κιόλας δέκα και μισή! Έφτιαξα ένα τραχανά κι έκατσα στον υπολογιστή. Ο Βαγγέλης μάλωνε ακόμη με τον Ράμπο με ακροατήριο τον Πιλότο και την Μπαλλαρίνα, που πετώντας ποτέ πότε το λογάκι τους κράταγαν ζωηρή τη λογομαχία. Στη Λογοτεχνία-βιβλία ένας ορεξάτος καινούργιος ανέβασε μιά λίστα από είκοσι προτεινόμενα βιβλία που χαρακτήριζε αριστουργήματα. Καναδυό τα είχα ήδη διαβάσει κι όντως μετρούσανε, οπότε έσωσα μερικούς απ` τους τίτλους που μου φάνηκαν πιό ζουμεροί. Στη Φιλοσοφία τίποτα καινούργιο. Κράτησα την τελευταία σελίδα, βγήκα απ` το Δίκτυο, έβαλα μουσική, κι έπιασα πάλι Το κάλεσμα της άγριας φύσης. Δυό σελίδες μετά τα παράτησα. Δεν είχα μυαλό γιά διάβασμα. Έγειρα πίσω κι έτριψα τα μάτια σε μιά προσπάθεια να διώξω τον πονοκέφαλο. Πίεσα με τον αντίχειρα το σημείο στη βάση της μύτης, ανάμεσα στα φρύδια, όπως είχα δει να κάνουν σε μιά ταινία, κι ένοιωσα καλύτερα. “Κοίτα να δεις που καμιά φορά πιάνουν αυτά τα ανατολίτικα κόλπα” , μουρμούρισα χαμογελώντας. Κι έπειτα θυμήθηκα ότι κι ο Αλέξανδρος ήταν γερό ποτήρι και το χαμόγελο έγινε γελάκι, καθώς τον φαντάστηκα με Ινδούς πάνω απ` το κεφάλι να του κάνουν μασάζ, γιά να διώξουν το βασιλικό κρασοκεφαλόπονο. Ο Αλέξανδρος... Ξανάφερα στο νου μου το τελευταίο μήνυμα του Ανιχνευτή. Και ξανασκέφτηκα εκείνο το: “τα πάντα είναι συμβάλλοντα αίτια όλων των γεγονότων, και ότι υπάρχει σύνδεση και βαθύτερη πλοκή” . Έπρεπε να παραδεχτώ ότι η ιστορία με τον Τσαντραγκούπτα με εντυπωσίασε, αλλά είναι αρκετό ένα και μόνο γεγονός γιά φτάσει κανείς σε τέτοια βαρύγδουπα συμπεράσματα;</span><br />
<span style="font-size: large;">“Και γιατί δεν τον ρωτάς να δεις τι θα σου πει;” σκέφθηκα. Ξαναμπήκα στο Διαδίκτυο και του έστειλα την ερώτηση μου. Στα Ταξίδια" μάλωναν ακόμη. Ε, μα είχαν καταντήσει αηδία πιά. Ξεκίνησα να γράφω κι εκεί ένα σύντομο μήνυμα, δηλώνοντας την δυσφορία μου και παρακαλώντας γιά μιά πιό ενδιαφέρουσα συζήτηση. Τα δάχτυλα μου ακινητοποιήθηκαν καθώς αναρωτήθηκα: “...πιό ενδιαφέρουσα, όπως;”</span><br />
<span style="font-size: large;">Έμεινα γιά λίγο σκεφτικός κι έπειτα συνέχισα γελώντας μόνος μου: “...όπως η Ινδία ”, συνέχισα. “Ξέρετε, πρόσφατα διάβασα μιά απίστευτη ιστορία γιά την Ινδία και τον Αλέξανδρο!”</span><br />
<span style="font-size: large;"><br /></span>
<strong><span style="font-size: large;">Πέμπτη 13 Ιαν. 05</span></strong><br />
<span style="font-size: large;"><br /></span>
<span style="font-size: large;">Η δουλειά πηγαίνει απ` το κακό στο χειρότερο. Τα οικονομικά μου δεν ήταν ποτέ χειρότερα κι αρχίζω να νοιώθω ότι ήταν μεγάλο λάθος που άφησα το χωριό κι άνοιξα τούτο το μαγαζί. Αλλά πάλι, στο χωριό ένοιωθα να πνίγομαι...Κι εδώ σώθηκα, θα μου πεις... Δεν σταματώ να βγαίνω και να διασκεδάζω...Τι τα θέλεις, αν δεν έχεις οικονομική άνεση παντού τα ίδια χάλια είναι. Ή μήπως όχι; Στο χωριό δεν θυμάμαι να ζορίστηκα ποτέ τόσο πολύ, ίσως γιατί είχα λιγότερες υποχρεώσεις να καλύψω απ` ότι τώρα. Σήμερα το πρωί πέρασε ο Νίκος. Χάρηκα στ` αλήθεια που τον είδα και μιλήσαμε ώρα πολλή γιά το χωριό και τις δουλειές μας. Απ` ότι κατάλαβα το μπακάλικό του δεν πάει κι άσχημα. Πέρασε να μου πει ότι σε λίγους μήνες τελειώνει το σπίτι που χτίζει, οπότε θα ξενοικιάσει το πατρικό μου. Καλό γι αυτόν, κακό γιά μένα. Αν και του το είχα νοικιάσει φτηνά- τι στην ευχή μαζί μεγαλώσαμε- το ενοίκιο ήταν μιά σημαντική βοήθεια όλον αυτό τον καιρό που προμηθευτές και λογαριασμοί μου έχουν γίνει εφιάλτης. Δεν ήταν λίγες οι φορές που με τα δικά του λεφτά πλήρωσα το φαγητό μου. Και δεν μιλάμε γιά πολυτέλειες, γιά κανένα σάντουιτς και μακαρονάδες μιλάμε. Τέλος πάντων... Μετά τον Νίκο ήρθε η κυρία Καίτη με την Νταίζη. Όταν της την πούλησα πριν δέκα περίπου μήνες είχα δηλώσει ότι πρόκειται γιά εξαιρετικό σκυλί, αλλά δεν φανταζόμουν ότι η Νταίζη ήταν γεννημένη πρωταθλήτρια. Μορφολογικά εξελίχθηκε σ` ένα τέλειο γερμανικό ποιμενικό, και ο τρόπος που συνόδευε την κυρία Καίτη έδειχνε ζώο ισορροπημένο και ευγενικό. Γονάτισα και την χάϊδεψα χώνοντας τα δάχτυλά μου στη γούνα του λαιμού της. Με γνώριζε από κουτάβι και ανταποκρίθηκε ευτυχισμένη.</span><br />
<span style="font-size: large;">“Ήρθαμε να ζητήσουμε την συμβουλή σας γιά ένα προβληματάκι που προέκυψε τελευταία...”, κόμπιασε η κυρά της πάνω απ` το κεφάλι μου. Γύρισα απορημένος.</span><br />
<span style="font-size: large;">“Τι προβληματάκι;”</span><br />
<span style="font-size: large;">“Καταστρέφει ό,τι βρεθεί μπροστά της”, είπε χαμογελώντας θλιμμένα.</span><br />
<span style="font-size: large;">“Δοκιμάσαμε τα πάντα, ακόμη και μερικές ξυλιές στα πισινά, αλλά αυτή συνεχίζει τα δικά της. Μασάει παπούτσια, έπιπλα, ρούχα... μέχρι μπρίζες. Δεν έμεινε και τίποτα σωστό μες στο σπίτι.”</span><br />
<span style="font-size: large;">“Την αφήνετε πολλές ώρες μόνη της;” ρώτησα, σίγουρος γιά την απάντηση.</span><br />
<span style="font-size: large;">“Ναι”, επιβεβαίωσε η κυρά της. “Δουλεύουμε με τον άντρα μου ώρες καταστημάτων, οπότε δεν γίνεται αλλιώς.”</span><br />
<span style="font-size: large;">“Την βγάζετε τουλάχιστον τακτικά γιά περπάτημα ή τρέξιμο;”</span><br />
<span style="font-size: large;">“Μπα, που χρόνος...Εδώ δεν προλαβαίνουμε να ξυθούμε”,</span><br />
<span style="font-size: large;">γέλασε νευρικά.</span><br />
<span style="font-size: large;">“Ασχολείται καθόλου με τα παιχνίδια που της αγοράσατε;”</span><br />
<span style="font-size: large;">“Ποιά παιχνίδια καλέ; Ούτε που γύρισε να τα κοιτάξει. Προτιμά τα παπούτσια και τις παντόφλες μας.”</span><br />
<span style="font-size: large;">“Λοιπόν έχουμε πολλά να πούμε”, ανακοίνωσα με επαγγελματικό ύφος. “Και πρώτα πρώτα πρέπει να έχετε υπ` όψιν σας ότι η Νταίζη εκδηλώνει μιά φυσιολογική συμπεριφορά, που δυστυχώς όμως απέκτησε λάθος προσανατολισμό. Δηλαδή είναι φυσιολογικό γιά ένα σκυλί να παίζει με πράγματα που θεωρεί ενδιαφέροντα, όπως λόγου χάριν οι δερμάτινες παντόφλες που έχουν την μυρωδιά των ανθρώπων που αγαπάει. Γι αυτό δεν πρέπει να σκεφτούμε πως να την αποτρέψουμε από το να κάνει κάτι που είναι φυσιολογικό γιά όλα τα σκυλιά , αλλά πως να στρέψουμε το ενδιαφέρον της στα αντικείμενα εκείνα που εμείς θέλουμε να χρησιμοποιεί γιά παιχνίδια.”</span><br />
<span style="font-size: large;">“Δεν ακούγεται και πολύ εύκολο”, σχολίασε σμίγοντας τα φρύδια.</span><br />
<span style="font-size: large;">“Δεν είναι δύσκολο, μόνο που θέλει το χρόνο του”, συνέχισα. “Γιά αρχή θα πρέπει να πασαλείψετε τα παιχνίδια που της αγοράσατε με ζωμό κρέατος ή κάποια λιχουδιά που της αρέσει. Έπειτα καθώς θα τα μασάει, ρίχνετέ της από καμιά φορά λιχουδιές δίπλα στα παιχνίδια, έτσι που να την κάνετε να πιστέψει ότι παίζοντας μ` αυτά την ανταμείβετε. Παράλληλα τρίψτε με κάτι πικρό ή καυτερό όλα τα έπιπλα, τα παπούτσια , τις μπρίζες κι ό,τι άλλο συνήθιζε τέλος πάντων μέχρι τώρα να δαγκάνει.”</span><br />
<span style="font-size: large;">“Πικρό ή καυτερό, όπως;”</span><br />
<span style="font-size: large;">“Όπως καυτερή πιπεριά ή λάδι κιτρονέλλας.”</span><br />
<span style="font-size: large;">“Πιστεύετε ότι θα λύσουμε έτσι το πρόβλημα;”</span><br />
<span style="font-size: large;">“Θα το περιορίσετε πάντως αισθητά. Γιά να το λύσετε εντελώς θα πρέπει να κάνετε και κάποιες θυσίες. Να την βγάζετε έξω τουλάχιστον τρεις φορές την μέρα και να φροντίζετε να κουράζεται αρκετά ώστε να μην της μένει όρεξη γιά ζημιές. Κι επίσης θα πρέπει να έχετε κατά νου ότι αυτές οι συμπεριφορές γίνονται συνήθεια. Και η Νταίζη μας πρέπει να ξεσυνηθίσει. Και γιά να ξεσυνηθίσει, να ξεχάσει δηλαδή να δαγκώνει παντόφλες, έπιπλα κλπ, θα πρέπει όταν μένει μόνη της να την περιορίζετε σε ένα χώρο χωρίς πράγματα που καταστρέφονται εύκολα. Γιατί βέβαια όταν είστε παρόντες και την επιβλέπετε τα πράγματα είναι πιό εύκολα. σωστά;”</span><br />
<span style="font-size: large;">“Σωστά, αλλά όπως περιγράφετε αυτόν τον χώρο, καταλαβαίνω ένα δωμάτιο σχεδόν άδειο.” “Κάπως έτσι”, γέλασα. “Καταλαβαίνω ότι σας βάζω δύσκολα. Γι αυτό μίλησα γιά μικρές θυσίες. Όπως και να έχει όμως ξεκινήστε απ` τα εύκολα , απ` αυτά δηλαδή που σας πρότεινα στην αρχή, και μετά συνεχίστε με τα δύσκολα στο βαθμό που μπορείτε. Θέλω να πω, ας μην βγει η Νταίζη τρεις φορές έξω μιά μέρα που θα είστε κουρασμένη απ` την δουλειά. Ας βγεί μία, γιά περισσότερη ώρα.”</span><br />
<span style="font-size: large;">Έμεινε ακόμη μισή ώρα διηγούμενη τις περιπέτειές της με την Νταίζη, γελάσαμε με τις σκανταλιές της, και τέλος έφυγε αφήνοντας μιά καλή παραγγελία γιά κονσέρβες και κροκέτες. Το απόγευμα, ευτυχώς, είχα αρκετή δουλειά και το βράδυ έκλεισα ταμείο κουρασμένος αλλά χαρούμενος. Τελείωσα επιτέλους το βιβλίο του Τζακ Λόντον που το παίδευα μέρες και κράτησα σημείωση στο νου μου να δανειστώ κι άλλα δικά του. Είχε πάρει το μάτι μου στο ράφι την Σιδερένια φτέρνα και ένα ακόμη δικό του, κάτι σχετικό με πειρατές και τον Άγιο Φραγκίσκο. Τσίμπησα κάτι ανόρεχτα και άνοιξα τον υπολογιστή.</span><br />
<span style="font-size: large;">“Τι τους έπιασε όλους σήμερα;” αναρωτήθηκα καθώς είδα να γίνεται χαμός από μηνύματα. Στη Λογοτεχνία-βιβλία η Νεφέλη συζητούσε με νέους χρήστες γιά την μόδα της συνομωσιολογίας στα βιβλία και τα νέα ευπώλητα του είδους που αρχίζουν και μοιάζουν ενοχλητικά μεταξύ τους. Πρόσθεσα ένα ολιγόλογο μήνυμα ότι συμφωνώ -πως να γράψεις περισσότερα αν συμφωνείς; - και κοίταξα σε άλλες θεματικές ενότητες. Στα Ταξίδια είχαν τσιμπήσει το δόλωμα που είχα πετάξει και τώρα φούντωνε μιά συζήτηση γιά την Ινδία. Έτρεξα βιαστικά τις δύο σελίδες που είχαν κιόλας γεμίσει και εμπλούτισα τις γνώσεις μου με εμπειρίες ανθρώπων που είχαν ζήσει αυτοκρατορική χλιδή σε ξενοδοχεία πολυτελείας και άλλων που προτίμησαν να γνωρίσουν τη χώρα μόνοι τους , χωρίς ξεναγούς και πακέτα παροχών, σε ξενώνες αμφίβολης καθαριότητας και με ταλαιπωρίες κωμικοτραγικές. Στην Φιλοσοφία τρία νέα και ανούσια μηνύματα ακολουθούσαν αυτό του Ανιχνευτή που περίμενα. Ο Ζ81 και ο Ράμπο σχολίαζαν ειρωνικά τις ρήσεις του Μάρκου Αυρηλίου και του Επίκτητου, ενώ η Μπαλαρίνα τα είχε βάλει με τον Τσαντραγκούπτα που είχε φανεί αγνώμων στους προστάτες του. Τους έριξα μιά γρήγορη αδιάφορη ματιά και έφερα στην οθόνη μου το κείμενο του Ανιχνευτή:</span><br />
<span style="font-size: large;">“Αγαπητέ Πέτμαν, όχι, φυσικά και δεν είναι αρκετό ένα γεγονός γιά να πιστοποιήσει την αλήθεια της ρήσης που προανέφερα. Αλλά από την άλλη μεριά δεν μπορώ να σου γράψω ακόμη χίλια παραδείγματα γιά να πειστείς. Μυαλό έχεις απ` ότι κατάλαβα, σκέψου, διάβασε, ψάξε και λίγο μόνος σου. Τα συμπεράσματα στα οποία θα φτάσεις έτσι θα έχουν μεγαλύτερη αξία από τις έτοιμες -σαν μασημένη τροφή- αποδείξεις που ζητάς. Και γιά να μην εκλάβεις την άρνησή μου ως αδυναμία παράθεσης άλλων παρομοίων συσχετιζομένων γεγονότων θα σου δώσω, με την μορφή γρίφου, άλλο ένα. Υπάρχει λοιπόν σχέση ανάμεσα στην άλωση της Κωνσταντινούπολης από τον Μωάμεθ τον Πορθητή, την κατάληψη της Ρόδου από τον Σουλεϊμάν τον μεγαλοπρεπή και την αποτυχία της κατάληψης της Μάλτας από τον προαναφερθέντα σουλτάνο. Ποιά είναι;”</span><br />
<span style="font-size: large;">“Ευχαριστώ. Με υποχρέωσες”, απάντησα δηκτικά. Ήμουν βέβαιος ότι η σχέση γιά την οποία μιλούσε ο Ανιχνευτής υπήρχε, αλλά δεν είχα καμιά όρεξη να μετατρέψω σε ιστορική έρευνα, την ανάλαφρη κουβεντούλα που έψαχνα γιά να γεμίσω τις νύχτες μου.</span><br />
<span style="font-size: large;"><br /></span>
<span style="font-size: large;"><br /></span>
<span style="font-size: large;"><a href="http://www.lexima.gr/lxm/forum/posting.php?mode=quote&p=7417"></a><br /></span>
<strong><span style="font-size: large;">ΦΕΒΡΟΥΑΡΙΟΣ</span></strong><br />
<span style="font-size: large;"><br /></span>
<em><span style="font-size: large;">πέθανε γιά ν` αναστηθείς </span></em><br />
<em><span style="font-size: large;">κράτα το χέρι σου γροθιά</span></em><br />
<em><span style="font-size: large;">το στόμα να βουλώσεις </span></em><br />
<em><span style="font-size: large;">-ότι κι αν γίνει έρχεται το αύριο</span></em><br />
<span style="font-size: large;"><em></em><br /></span>
<em><span style="font-size: large;">Θανάσης Μουσόπουλος, άδηλες σχέσεις, Σημεία στίξης, 11 </span></em><br />
<span style="font-size: large;"><em></em><br /></span>
<strong><span style="font-size: large;">Κυριακή 6 Φεβρ. 05</span></strong><br />
<span style="font-size: large;"><br /></span>
<span style="font-size: large;">Κάθομαι στον υπολογιστή κι είμαι λιώμα. Απ` το μεσημέρι γυρνάω πάνω κάτω στο μαγαζί μ` ένα ποτήρι στο χέρι. Δεν βοηθάει και πολύ, αλλά μήπως και τι βοηθάει; Το πρωί κατέβηκα στο υπόγειο κι άρχισα να ουρλιάζω, προσπαθώντας να βγάλω από μέσα μου όλη την θλίψη, την απογοήτευση και την απελπισία που μ` έχει συνθλίψει. Άλλη μιά απόπειρα “κοινωνικοποίησης” απέτυχε. Χα! Ο ειδικός στο να δίνει συμβουλές κοινωνικοποίησης γιά σκύλους και γάτες, απέτυχε στην εφαρμογή τους σε ανθρώπους. Τρανή απόδειξη της διαφορετικότητος των ειδών, θα μου πεις... Άλλη μιά φορά προσπάθησα να βγώ απ` το μαγαζί, να γνωρίσω ανθρώπους, να μιλήσω μαζί τους, να μοιραστώ σκέψεις μου και να ακούσω τις δικές τους. Αδύνατον. Αρχίζω να πιστεύω πως το πρόβλημα είναι δικό μου. Δεν μπορεί ο κόσμος να αποτελείται μόνο από αδιάφορα κούφια ανθρωπάκια. Σκέφτομαι καμιά φορά μήπως όλα αυτά τα βιβλία που από μικρό παιδί αγάπησα, μου έκαναν κακό. Μήπως βυθισμένος εκεί μέσα, συνήθισα να επικοινωνώ με πεθαμένους και αποξενώθηκα απ` τους ζωντανούς. Ότι και να `γινε, τώρα πιά δεν αλλάζει. Είμαι αυτός που είμαι . Ένας ξένος μέσα σε μιά ξένη πόλη. Ξέρω πως υπάρχουν γύρω μου άνθρωποι που διασκεδάζουν, άλλοι που ερωτεύονται, κι ίσως μερικοί που νοιώθοντας όπως εγώ ψάχνουν γιά συντροφιές. Όπως και να `ναι όμως, εγώ αδυνατώ να μπώ σε κάποια συντροφιά, έτσι που δυσπρόσιτες και κλειστές μοιάζουν με ελιτίστικες λέσχες. Απ` τις 14 του περασμένου μήνα δεν ξαναμπήκα σε αίθουσες συζητήσεων. Κουράστηκα να συνομιλώ αποσπασματικά με ανθρώπους δίχως υλική υπόσταση. Πέρασε απ` το νου μου ότι ίσως κατάφερνα να προκαλέσω κάποιο ρήγμα στα αόρατα τείχη που με κλείνουν έξω απ` αυτή την πόλη, ή ακόμη ότι θα μπορούσα να γνωρίσω καμιά κοπέλα. Μπήκα σε μπαράκια και ήπια αμέτρητους καφέδες σε καφετέριες. Κέρασα ποτά και προσπάθησα να πιάσω κουβέντα γιά θέματα ελαφρά. Μάταια! Αποτυχία! Την πλήρωσε πάλι ο σάκος της πυγμαχίας στο υπόγειο. Τον βάρεσα με χέρια και πόδια μέχρι που δεν μου ` μεινε στάλα δύναμη κι άρχισαν να τρέμουν τα γόνατά μου. Α ναι! Ο σάκος πυγμαχίας. Τον κρέμασα στο υπόγειο πριν έξι μήνες. Βοηθάει να διώχνω λίγη απ` την ένταση όταν με σφίγγουν τα ζόρια. Όταν “έρχονται τούμπα τα αντικαταθλιπτικά”, που έλεγε κι η συγχωρεμένη η Κατερίνα Γώγου. Παλιά συνήθιζα να τρέχω. Τρία χιλιόμετρα τη μέρα κι έξι όταν η ανάγκη μου γιά γυναίκα γινόταν πιεστική. Τώρα έχω το σάκο. Το βρίσκω πιό εύκολο, ειδικά τις χειμωνιάτικες βροχερές μέρες. Κι έπειτα ...τι να το κρύψω; Υπάρχει οργή που κοχλάζει μέσα μου, ανάγκη να χτυπήσω κάτι. Η μοναξιά αγριεύει τον άνθρωπο. Ήξερες τι έγραφες Κατερίνα, ε; “...η μοναξιά μας λέω.../ είναι τσεκούρι στα χέρια μας / που πάνω απ` τα κεφάλια σας γυρίζει γυρίζει γυρίζει γυρίζει.” Να`μαι πάλι να κουβεντιάζω με πεθαμένους... Τι κουσούρι κι αυτό, Θεέ μου. Από αύριο ξαναρχίζω τις κουβεντούλες στο Ίντερνετ. Γιά σήμερα είναι αδύνατον. Νυστάζω κι είμαι πολύ πιωμένος, ακόμη και γιά να μαλώσω με τον Ράμπο. Θα μπουσουλήσω μέχρι την τουαλέτα να αδειάσω από μέσα μου όσο πιοτό μπορέσω και θα ξεραθώ στο κρεβάτι.</span><br />
<span style="font-size: large;"><br /></span>
<strong><span style="font-size: large;">Τρίτη 8 Φεβρ. 05</span></strong><br />
<span style="font-size: large;"><br /></span>
<span style="font-size: large;">Τελικά δεν μπόρεσα να αγνοήσω την πρόκληση του Ανιχνευτή. Από χθες το πρωί σκαλίζω γιά την περίεργη σχέση που ανέφερε. Πέρασα όλο το απόγευμα της Δευτέρας στην Βιβλιοθήκη και στις 8 που έκλεισε γύρισα στο δωματιάκι μου φορτωμένος βιβλία. Τελείωσα το διάβασμα στις 1.30΄ σήμερα το πρωί, εξουθενωμένος και κατάπληκτος. Ξέρει καλά τι λέει ο άτιμος! Κάθομαι τώρα στον υπολογιστή και ανασυνθέτω συνοπτικά την ιστορία, συνδυάζοντας προσεκτικά τα κομμάτια του πάζλ, έτσι ώστε σιγά σιγά σχηματίζεται στην οθόνη μου ολόκληρη η εικόνα των “συμβαλλόντων αιτίων των γεγονότων.” Το δυσκολότερο πρόβλημα στο γρίφο, ήταν το πρώτο κομμάτι του. Δεν μπορούσα να συνδέσω την άλωση της Πόλης με την κατάληψη της Ρόδου και την επίθεση στη Μάλτα. Το δεύτερο ήταν εύκολο μιά και μου ήταν γνωστό πως η κατάληψη της Ρόδου από τους Τούρκους, έγινε ενώ αυτή αποτελούσε ιδιοκτησία των Ιωαννιτών ιπποτών. Βρήκα λοιπόν ότι οι Ιωαννίτες την είχαν ήδη υπερασπιστεί στα 1.480 με επιτυχία εναντίον του Μωάμεθ του Πορθητή, αλλά στη δεύτερη επίθεση που έγινε στα 1.521 απ` τον Σουλεϊμάν τον Μεγαλοπρεπή, βρέθηκαν να πολεμούν εξακόσιοι ιππότες, ενισχυμένοι με τεσσεράμισι χιλιάδες στρατιώτες, εναντίον εκατόν σαράντα χιλιάδων Οθωμανών και τετρακοσίων πλοίων. Με αναλογία δυνάμεων ένας άντρας προς εικοσιοχτώ δεν μου φάνηκε περίεργο που νικήθηκαν, αλλά που άντεξαν μέχρι την Πρωτοχρονιά του 1.523, οπότε και διέφυγαν στην Κρήτη. Μισής ώρας ψάξιμο με οδήγησε στο να μάθω πως λίγο αργότερα έφτασαν στη Μεσίνα της Σικελίας, κι από εκεί στην Τσιβιταβέκια καλεσμένοι του Πάπα, γιά να καταλήξουν τελικά στη Μάλτα που τους παραχωρήθηκε από τον Κάρολο Ε΄ με αντίτιμο ένα λευκό γεράκι ετησίως. Κι έτσι, να που φτάσαμε και στην Μάλτα! Το τρίτο κομμάτι του γρίφου με παίδεψε αρκετά, αν κι όχι όσο το πρώτο. Βρήκα πως το 1.565 η Μάλτα και οι ιππότες της, δέχτηκαν επίθεση από τους Οθωμανούς του παλιού τους εχθρού , του Σουλεϊμάν. Αυτή τη φορά ήταν σαράντα χιλιάδες Οθωμανοί με διακόσια πλοία εναντίον εφτακοσίων ιπποτών και εφτά χιλιάδων οχτακοσίων στρατιωτών. Λοιπόν, με βάση αυτά που διάβασα αυτοί οι Ιωαννίτες, που είχαν μετονομασθεί πλέον σε ιππότες της Μάλτας, θα πρέπει να ήταν απίστευτοι πολεμιστές σε στεριά και θάλασσα. Το πράγμα ξέφευγε τόσο πολύ απ` τα ανθρώπινα μέτρα που αναγκάστηκα να το διασταυρώσω κι από άλλες πηγές. Ήταν αλήθεια! Πολεμούσαν σαν μυθικοί ήρωες. Χάθηκα γιά ώρες μέσα στις λεπτομέρειες των μαχών και θαύμασα την υπεράνθρωπη ανδρεία τους -οι τραυματισμένοι πολεμούσαν δεμένοι σε καρέκλες- αλλά μέχρι εκεί... Τίποτα που να με βοηθήσει σ` αυτό που έψαχνα. Τώρα, εκ των υστέρων, σκέφτομαι ότι μάλλον με είχε τόσο πολύ συναρπάσει ο ηρωισμός τους, που ο νους μου ξέχειλος από εικόνες δεν χώραγε την μικρή λεπτομέρεια που θα έδινε και το κλειδί του γρίφου. Ακόμη και τώρα που γράφω στο μυαλό μου είναι καρφωμένη η εικόνα του Μεγάλου Μάγιστρου, του αρχηγού τους δηλαδή, να στέκεται μόνος του απέναντι στα στίφη των εχθρών κρατώντας το πέρασμα. Αν είναι δυνατόν! Απ` ότι κατάλαβα, την κρισιμότερη στιγμή του πολέμου, κι ενώ το πρώτο οχυρό των ιπποτών είχε πέσει συμπαρασύροντας το ηθικό τους, οι Οθωμανοί κατάφεραν να ανατινάξουν μέρος του τείχους του δεύτερου οχυρού δημιουργώντας το πολυπόθητο πέρασμα που θα τους επέτρεπε να μακελέψουν τους συντριπτικά λιγότερους ιππότες. Οι Ιωαννίτες που υπεράσπιζαν το κατεστραμμένο τμήμα του τείχους κείτονταν νεκροί απ` την έκρηξη κι οι υπόλοιποι φάνηκαν να παγώνουν. Οι εχθροί είχαν αρχίσει να τρέχουν προς το άνοιγμα, όταν ένας εβδομηντάχρονος άρπαξε μιά λόγχη από έναν σκοτωμένο κι έτρεξε να φράξει μόνος το ρήγμα. Μιά γκρίζα από την σκόνη φιγούρα, μ` ένα κόκκινο μεγάλο λεκέ που άπλωνε αργά στο πόδι, και μιά λόγχη στραμμένη ενάντια σε χιλιάδες. Μία φτυσιά στα μούτρα του μαυροντυμένου θεριστή, ανασυρμένη θαρρείς από χίλια διακόσια χρόνια πριν την αρχή του Χρόνου - “Αιδώς Αργείοι”. Μιά καμτσικιά στην αντρειοσύνη των ιπποτών... Οι υπερασπιστές ξύπνησαν. Οι εχθροί δεν μπήκαν στο οχυρό. Το όνομα του εβδομηντάρη αρχηγού, ντε λα Βαλέτ... Σαν την Βαλέτα, την πρωτεύουσα του νησιού σήμερα. Ντε λα Βαλέτ, ένα όνομα που συνάντησα ξανά στον μακρύ κατάλογο με τα ονόματα των Μεγάλων Μαγίστρων των Ιωαννιτών, που περιείχε ονόματα από την εποχή που λέγονταν ακόμη Οσπιτάλιοι. Το μάτι διέτρεξε μηχανικά τον κατάλογο. Λίγο πιό κάτω διέκρινα το όνομα του Μεγάλου Μαγίστρου Φιλίπ Βιλιέρ ντε Λιλ Αντάμ, που υπερασπίστηκε ηρωικά την Ρόδο. Συνέχισα προς τα πάνω και τινάχτηκα όρθιος με μιά κραυγή θριάμβου. Αυτό ήταν! Είχα βρεί την άκρη του μίτου. Μερικά ονόματα πάνω από το ντε λα Βαλέτ και δίπλα στην χρονολογία 1.636, υπήρχε φαρδύ πλατύ το όνομα, Ιωάννης Παύλος Λάσκαρης! Το όνομα Λάσκαρης - ή πιό σωστά Λάσκαρις, γιά να σεβαστούμε και την αρχική ορθογραφία του ονόματος - μου ήταν γνωστό από την Βυζαντινή αυτοκρατορική οικογένεια του 13ου αιώνα. Κάποιος λοιπόν απ` αυτούς τους Λασκαρίδες βρέθηκε στη Μάλτα κι έγινε Μεγάλος Μάγιστρος του τάγματος. Πώς; Άρχισα να ψάχνω στα σχετικά με την άλωση της Πόλης γιά τους Λασκαρίδες. Τίποτε! Εκτός από το ότι, σαν έπεσε η Πόλη, κάποιοι αριστοκράτες γιά να σώσουν τα κεφάλια τους μπήκαν στη δούλεψη των Τούρκων. Συνηθισμένα πράγματα. Οι αριστοκράτες ανέκαθεν τα βόλευαν καλύτερα απ` το λαό. Ξανακοίταξα στα γεγονότα της Μάλτας. Και ήταν εκεί! Τώρα που ήξερα τι ψάχνω, η λύση ξεχώριζε σαν φωτεινή επιγραφή. Λίγες λέξεις σε δυό γραμμές αποκάλυπταν ότι λίγο πριν την μεγάλη και καθοριστική επίθεση των Οθωμανών στο δεύτερο οχυρό, ένας ανώτερος αξιωματικός του στρατού τους αποφάσισε να αλλάξει στρατόπεδο κι όρμηξε στα τείχη των ιπποτών με τους Τούρκους να τον καταδιώκουν. Γλύτωσε, μπήκε στο οχυρό και αποκάλυψε στους έκπληκτους ιππότες πως σκοπός του ήταν να δώσει το τουρκικό σχέδιο επίθεσης στους Χριστιανούς και να προσθέσει το ξίφος του στα δικά τους, εναντίον των αλλοθρήσκων. Χρειάζονταν ελάχιστο ψάξιμο πλέον γιά να μάθω το όνομά του. Ήταν φυσικά Λάσκαρις, και υπήρξε ο πρόγονος τού μετέπειτα Μεγάλου Μάγιστρου Ιωάννη Παύλου Λάσκαρι. Οι ιππότες τού εμπιστεύτηκαν μιά θέση στα τείχη και με τα πολεμικά σχέδια του εχθρού γνωστά, κατάφεραν να αποκρούσουν τα στίφη του Σουλεϊμάν. Ακολούθησαν κι άλλες μάχες αλλά τα δύσκολα είχαν πλέον περάσει. Λίγο αργότερα οι Τούρκοι εγκατέλειπαν ντροπιασμένοι το νησί γιά να επιστρέψουν νύχτα στην Κωνσταντινούπολη προσπαθώντας, όσο γίνονταν, να περάσει απαρατήρητη η επιστροφή τους. Κάνω κλίκ στο Αποστολή και το μήνυμα φεύγει με προορισμό τον Ανιχνευτή. Μιά λέξη όλη κι όλη:</span><br />
<span style="font-size: large;">“Λάσκαρις.”</span><br />
<span style="font-size: large;">Είκοσι λεπτά αργότερα, κι ενώ έχω απογειωθεί στους ήχους της Ηρωικής του Μπετόβεν, η φωτεινή ένδειξη στην οθόνη με ειδοποιεί γιά την απάντηση:</span><br />
<span style="font-size: large;">“Μου άρεσε η ορθογραφία Σου πήρε όμως αλήθεια τρεις βδομάδες;”</span><br />
<span style="font-size: large;">Κλείνω τον υπολογιστή, σβήνω το τσιγάρο και πάω γιά ύπνο. Τι να του εξηγώ τώρα του ανθρώπου...</span><br />
<span style="font-size: large;"><br /></span>
<strong><span style="font-size: large;">Παρασκευή 11 Φεβρ. 05</span></strong><br />
<span style="font-size: large;"><br /></span>
<span style="font-size: large;">Σήμερα ένοιωσα όπως θα πρέπει να νοιώθουν τα ψάρια που έχω στα ενυδρεία. Απ` το πρωί χάζευα έξω απ` τη τζαμαρία τους πεζούς και τ` αυτοκίνητα που πέρναγαν χωρίς σταματημό. Βρέχει από χθες αδιάκοπα. Λίγο πριν φέξει το πήρα απόφαση ότι δεν επρόκειτο να κοιμηθώ, φόρεσα μιά αδιάβροχη φόρμα -ενθύμιο απ` τον καιρό που έτρεχα - και βγήκα στο δρόμο. Είκοσι ώρες ατσίγαρος ένοιωθα την έλειψη της νικοτίνης να κυριαρχεί στο είναι μου. Αυτή τη φορά θα το κόψω, ούτε συζήτηση, αλλά δεν θα είναι εύκολο. Και μαζί μ` αυτό θα περιορίσω και το πιοτό. Δεν είναι μόνο ότι φανερά με σκοτώνουν, αλλά είναι κι ότι τα πράγματα έχουν σφίξει πολύ από οικονομικής πλευράς. Τελευταία ήρθαν στιγμές που κλήθηκα να αποφασίσω, ούτε λίγο ούτε πολύ, αν θα καπνίσω ή θα φάω. Περπάτησα γιά ώρα δίπλα στη θάλασσα, με τον αέρα να κεντάει στα μούτρα μου βελονιές τις παγωμένες σταγόνες. Ο παφλασμός των κυμάτων πάνω σε τσιμέντα και βράχια με ξεκούφαινε, αλλά το καλοδεχόμουν μιά κι έτσι ένοιωθα να δραπετεύω απ` τούς θορύβους του δρόμου. Σιγά σιγά το υγρό σκοτάδι διαδέχτηκε ένα θολό ξεθωριασμένο φως που μου χειροτέρεψε τη διάθεση και μ` έσπρωξε να γυρίσω. Τότε μόνο κατάλαβα πόσο είχα απομακρυνθεί. Στο σκοτισμένο από βασανιστικές σκέψεις μυαλό μου λογαριασμοί και υποχρεώσεις μισοκρύβονταν απ` τους καπνούς ενός φανταστικού τσιγάρου. Αληθινά θα `θελα να ξαναγίνω παιδί γιά ένα και μόνο λόγο: να μπορέσω να κλάψω. Να βγάλω από πάνω μου λίγο από το βάρος που με πλάκωνε. Κάποια καμπάνα άρχισε να χτυπάει κρυμμένη πίσω από πολυκατοικίες και τα λόγια ενός μοναχού που είχα γνωρίσει κάποτε ήχησαν στ` αυτιά μου : “Να προσεύχεσαι στο Θεό να σε απαλλάξει απ` τα πάθη σου”. Ε λοιπόν, χρειαζόμουν βοήθεια- κι όχι μόνο γιά να κόψω το τσιγάρο- και δεν θα έβρισκα καλύτερο χρόνο και τόπο. Καβάλησα το προστατευτικό κιγκλίδωμα, πήδηξα πάνω στα βρεγμένα βράχια μισό μέτρο χαμηλότερα, κάρφωσα τα μάτια μου στη γκρίζα γραμμή του ορίζοντα, και με τους αφρούς να μουσκεύουν τα πόδια μου άρχισα να προσεύχομαι ψιθυριστά. Του `λεγα και Του `λεγα, κι εγώ δε ξέρω γιά πόση ώρα. Κι η αλήθεια είναι πως όταν ξαναγύρισα στο πεζοδρόμιο ένοιωθα καλύτερα. Ανοίγοντας το μαγαζί ήμουν παγωμένος και απίστευτα κουρασμένος. Η μέρα πέρασε με τρεις- τέσσερις χασομέρηδες να μπαίνουν, ίσα ίσα γιά να λερώσουν με λάσπες το πάτωμα. Χύμα σπόροι γιά πουλιά, μιά ποτίστρα γιά παπαγαλάκι και ερωτήσεις. Τζίρος ασήμαντος. Κλείνοντας ήμουν βέβαιος πως το βράδυ θα `ναι δύσκολο κι έτρεξα στον υπολογιστή μήπως και ξεχαστώ. Να `μαι λοιπόν, δίχως τσιγάρο και στεγνός (πως να πιείς χωρίς να καπνίσεις να διαβάζω στα Ταξίδια γιά εμπειρίες άλλων από τόπους που μάλλον δεν θα επισκεφθώ ποτέ. Ας είναι... Απ` το να βλέπω στην τηλεόραση χορτάτους να μιλάνε γιά προβλήματα νηστικών, χίλιες φορές καλύτερα. Όχι πως δεν την ανοίγω κι αυτήν... Την ανοίγω, αλλά όλο και σπανιότερα βρίσκω κάτι να μ` αρέσει, όπως ντοκυμανταίρ κι αθλητικά. Συνήθως πέφτω σε ταινίες με γυαλιστερά θηλυκά, βία και νερόβραστους έρωτες, ή βαρετά τηλεπαιχνίδια και θλιβερά ριάλιτι. Ατράνταχτες αποδείξεις του πόσο ρίζωσε η αμερικανιά στη ζωή μας. Είναι φορές που νομίζω ότι όλα τα κανάλια παίζουν την ίδια ταινία κι όλα τα ριάλιτι γελοιοποιούν τους ίδιους φουκαράδες. Τι μου `ρθε τώρα; Άκου να μιλάω εγώ γιά φουκαράδες...Αλλά πάλι, υπάρχει ένα όριο, ξεχωριστό γιά τον καθένα, στο που μπορεί να φτάσει η κατρακύλα του. Εγώ νοιώθω πως δεν έφτασα ακόμη στο δικό μου, όμως ποιός ξέρει; Ο Traveler το `θεσε σωστά την Τετάρτη. Σε μιά συζήτηση γιά ανεργία και άνισες ευκαιρίες, ο Ράμπο είχε αναρωτηθεί αν θα ήταν σωστό να παρακαλέσει τον βουλευτή του γιά κανέναν διορισμό απ` το παράθυρο.</span><br />
<span style="font-size: large;">“Και βέβαια να πας”, του είπε.</span><br />
<span style="font-size: large;">“Φαίνεται πως τελικά είσαι μόνο λόγια”, τον κάρφωσε ο Ζ81. “Εσύ δεν μας είχες ζαλίσει με φιλοσοφίες, ηθικές και τα ρέστα; Πως συμβιβάζονται αυτά με την συμβουλή που δίνεις στον Ράμπο;”</span><br />
<span style="font-size: large;">“Που βλέπεις το ασυμβίβαστο;” απάντησε ο Traveler.</span><br />
<span style="font-size: large;">“Δεν είπα ότι θα πήγαινα εγώ.”</span><br />
<span style="font-size: large;">“Δεν μας το εξηγείς κάπως καλύτερα μήπως και καταλάβουμε;” επέμεινε ο Ζ81.</span><br />
<span style="font-size: large;">“Εννοώ ότι γιά μένα δεν θα έμπαινε ποτέ τέτοιο θέμα, ούτε καν σαν ερώτηση. Ο Ράμπο όμως προφανώς δεν σκέφτεται όπως εγώ, αλλιώς δεν θα αναρωτιόταν. Κατά συνέπεια, εφ`όσον οι αρχές του το επιτρέπουν, ας πάει. Σε τελική ανάλυση αυτός αποφασίζει αν πουλιέται, και πόσο, η αξιοπρέπειά του.”</span><br />
<span style="font-size: large;">Τέλος πάντων, γιά τηλεόραση μιλούσα πάλι στον Traveler κατέληξα. Η αλήθεια είναι ότι συχνά πιάνω τον εαυτό μου να σκέφτομαι πράγματα που είπε αυτός κι ο Ανιχνευτής. Που έχει εξαφανιστεί αλήθεια αυτός; Έχει να στείλει μήνυμα από την νύχτα που του έστειλα εκείνο το “Λάσκαρις”. Έχοντας εξαντλήσει τα μηνύματα στα Ταξίδια κάνω κλικ στο Φιλοσοφία . Έχω χάσει επεισόδια από την Τρίτη μέχρι σήμερα. Ο Βαγγέλης μαλώνει άγρια με τον Traveler γιά λόγους που μάλλον βρίσκονται θαμένοι σε μηνύματα της προηγούμενης βδομάδας. Διαβάζω χαμογελώντας τα μηνύματα που κλιμακώνουν την ένταση καθώς στην επιθετική αγένεια του Βαγγέλη ο Traveler απαντά με χιούμορ και αίσθημα ανωτερότητος. Η διαφορά στην ηλικία τους είναι φανερή, όπως και η διαφορά στο ήθος τους. Ο Βαγγέλης μοιάζει να έχει τα μισά χρόνια του συνομιλητή του, πτυχίο ΑΕΙ και τρόπους γιά σφαλιάρες . Φτάνω στα σημερινά μηνύματα κι αθελά μου το πρώτο χαμόγελο της μέρας -τι μέρας δηλαδή που νύχτωσε- αρχίζει να σχηματίζεται στο πρόσωπό μου.</span><br />
<span style="font-size: large;">“Η ορθογραφία σου αποκαλύπτει τη μόρφωσή σου”, γράφει ο Βαγγέλης καυτηριάζοντας κάποια ορθογραφικά λαθάκια του Traveler. “Θα ήταν λοιπόν φρονιμότερο να μη μας κάνεις τον έξυπνο με δανεικές σοφίες και να δεχτείς ότι υπάρχουν κι άλλοι εδώ μέσα που έχουν διαβάσει. Ίσως μάλιστα πολύ περισσότερο από σένα και με μυαλό που φτάνει μακρύτερα απ` το δικό σου.”</span><br />
<span style="font-size: large;">Το βλέμμα μου τρέχει στην απάντηση του Traveler κι ένα γελάκι ξεφεύγει απ` το στήθος μου. “Ένας γάϊδαρος φορτωμένος βιβλία, δεν παύει να`ναι γάϊδαρος.”</span><br />
<span style="font-size: large;">“Γειά σου ρε παππού, καλά τού τα`χωσες τού μπαγλαμά”, μονολογώ γελώντας μοναχός μου. Η γωνία της οθόνης, κάτω δεξιά, τραβάει σαν μαγνήτης την ματιά μου από ώρα. Έχει ήδη πάει 10.51΄. Μόλις που προλαβαίνω το περίπτερο ανοιχτό. Σηκώνομαι και φεύγω σφαίρα γιά τσιγάρα και μπύρες.</span><br />
<span style="font-size: large;"><br /></span>
<strong><span style="font-size: large;">Δευτέρα 14 Φεβρ. 05</span></strong><br />
<span style="font-size: large;"><br /></span>
<span style="font-size: large;">Γιορτή των ερωτευμένων σήμερα. Ωραία, μπράβο! Λες και τις άλλες μέρες κάθονται σε μιά γωνιά και κλαίνε τη μοίρα τους. Θυμάμαι όταν είχα ερωτευτεί την Μυρτώ στο Λύκειο ζούσα σαν μέσα σ` όνειρο. Τους τρεις μήνες που κράτησε το ειδύλλιο δεν θα θα πρέπει να υπήρχε πιό ευτυχισμένος άνθρωπος από την αφεντιά μου. Τι να κάνει άραγε τώρα η Μυρτώ; Όταν έφυγα την άφησα αρραβωνιασμένη με `κεινο το βλακόμουτρο τον Μπάμπη. Όχι κι ότι έφταιγε η κακομοίρα, έτσι που της φέρθηκα. Αλλά φαντάζομαι αυτά συμβαίνουν συχνά σε εκείνες τις ηλικίες. Ένα φιλί είναι αρκετό γιά να γραφτούν σε πέτρινες στήλες όρκοι αιώνιας αγάπης, και δυό σταυρωμένα πόδια μισοκρυμένα από ένα μίνι φτάνουν και περισσεύουν γιά να τις μετατρέψουν σε χαλίκι. Θα μπορέσει να με συγχωρέσει άραγε ποτέ;</span><br />
<span style="font-size: large;">“Κοίτα έναν βλαμμένο, ρε”, γελάει η γνώριμη φωνή στο πίσω μέρος του κεφαλιού μου. “Έχει θαφτεί ζωντανός ανάμεσα σε χιλιάδες άλλους homo monachus, ζει με μοναδική συντροφιά πλάσματα φυλακισμένα σε κλουβιά, χρωστάει λεφτά στη μισή Ελλάδα, κι αυτός κάθεται και σκάει γιά το αν θα τον συγχωρέσει μιά φιλεναδίτσα που πιθανόν έχει ξεχάσει την ύπαρξή του από χρόνια.”</span><br />
<span style="font-size: large;">Κουνάω δυνατά το κεφάλι να διώξω τη φωνή που με ειρωνεύεται και βλαστημάω μέσα απ` τα δόντια μου. Μόλις περισσέψει κανένα ευρώ πρέπει να πάω σε γιατρό. Δεν μπορεί να `ναι φυσιολογικό να `χεις κάποιον να σε κράζει μές στο κεφάλι σου. Ένα λεπτό αργότερα πιάνω τον εαυτό μου να προσπαθεί να θυμηθεί τις λεπτομέρειες του προσώπου της. Η Μυρτώ! Και τι δεν θα `δινα να την είχα τώρα να μου χαμογελάει.</span><br />
<span style="font-size: large;">"Να σου χαμογελάει...Μωρέ, άλλα θα `θελες να σου κάνει, αλλά τέλος πάντων", ακούω πάλι την φωνή. Άϊ σιχτίρ επιτέλους! Δίνω μιά γερή στο κεφάλι μου και τραβάω γιά τον υπολογιστή. Το πιθανότερο είναι να μην υπάρχει ψυχή στις αίθουσες μηνυμάτων απόψε αλλά πάλι, ίσως βρεθούν και μερικοί που μη έχοντας έρωτα να γιορτάσουν κάτσουν να πούμε καμιά κουβέντα. Η τύχη φαίνεται είναι με το μέρος μου. Στο μήνυμα που στέλνω στα Διάφορα σχετικά με τις ενστάσεις μου γιά την γιορτή του Αγίου Βαλεντίνου ο Ζ81 απαντά αμέσως: “Έτσι είναι φίλε. Κάποιοι μάγκες στήνουν φάμπρικες γιά να βάζουν το χέρι στη τσέπη μας. Πότε με γιορτές των ερωτευμένων, πότε με γιορτές της μητέρας, πότε του πατέρα και πότε της γιαγιάς και του παππού. Το ωραίο ξέρεις ποιό είναι; Κακοφάνηκε στους δικούς μας παπάδες το ότι εμφανίζονται ως προστάτες των ορθόδοξων Ελλήνων καθολικοί άγιοι και ανακάλυψαν δικούς μας αγίους προς αντικατάσταση λέει των εισαγομένων. Άκουσα γιά κάποιον δικό μας άγιο προστάτη των ερωτευμένων και γιά κάποιον προστάτη των ζώων που παλεύει να εκτοπίσει τον Άγιο Φραγκίσκο.”</span><br />
<span style="font-size: large;">“Ο δεύτερος είναι ο Άγιος Μόδεστος”, του απαντώ χαμογελώντας. “Γιά τον πρώτο δεν έχω ακούσει λέξη. Ίσως γιατί προς το παρόν δεν χρειάζομαι την προστασία του.”</span><br />
<span style="font-size: large;">Το στέλνω και στήνω άλλη μιά φορά το σκηνικό του αποψινού πάρτυ-γιά-έναν. Κλασσική μουσική απ` την Ελβετία, το τασάκι δίπλα στον υπολογιστή, η κρύα μπύρα να ισορροπεί πάνω στον Μάρκο Αυρήλιο απ` την άλλη μεριά της οθόνης , και το σάντουιτς που ξέχασα να φάω το μεσημέρι στο πιάτο που μισοεξέχει απ` το πλαστικό τραπεζάκι. Πίνω μιά γουλιά απ` την μπύρα και σκουπίζω την υγρασία που άφησε στον Μάρκο Αυρήλιο. Έχω τρέλα με τα βιβλία και τους παλιούς δίσκους. Τα αγαπώ και τα προσέχω σαν...ξέρω `γω σαν τι; Πάντως με πειράζει να βλέπω σημαδάκια και φθορές πάνω τους. Τον Μάρκο Αυρήλιο τον δανείστηκα απ` την Δημοτική βιβλιοθήκη επηρεασμένος απ` τα μηνύματα του Traveler και του Ανιχνευτή. Απ` τις λίγες σελίδες που πρόλαβα να διαβάσω μοιάζει κάπως με ημερολόγιο και δικαιολογεί απόλυτα τον τίτλο του. “Στον εαυτό” του τα γράφει ο άνθρωπος, αλλά γιά να διαβάζονται χίλια οχτακόσια τόσα χρόνια αργότερα, μάλλον αφορούν και πολλούς άλλους. Η οθόνη με ειδοποιεί γιά νέο μήνυμα. Μιά λέξη όλη κι όλη. Πίκρα, ειρωνεία, και έκφραση συμπάθειας ταυτόχρονα:</span><br />
<span style="font-size: large;">“Μαγκούφης;”</span><br />
<span style="font-size: large;">“Ε, γιά να βαράω το πληκτρολόγιο τέτοια μέρα...”, απαντώ χωρίς σκέψη. Έχω ήδη μετανιώσει την στιγμή που κάνω κλικ στο Αποστολή αλλά είναι αργά. Η κοινοποίηση της μιζέριας μου ταξιδεύει ήδη με ασύλληπτη ταχύτητα στο τηλεφωνικό καλώδιο.</span><br />
<span style="font-size: large;">“Μη μασάς, από μιά άποψη καλύτερα έτσι”, μου γράφει σε πέντε λεπτά.</span><br />
<span style="font-size: large;">“Κι εγώ χωρίς γκόμενα είμαι εδώ και τρεις βδομάδες, αλλά μπορώ να σου πω πως το γουστάρω κιόλας μετά τις φάσεις που πέρασα μαζί της. Που πάω και τις βρίσκω τις τρελές ο μ*&#!^ς.”</span><br />
<span style="font-size: large;">Τι να του πεις τώρα; Είναι μόνος του τρεις βδομάδες και νομίζει πως κάτι τρέχει... Καλά που δεν μας είπε ότι είναι και ασκητής. Σκέφτομαι τι να του γράψω καθώς ξαναδιαβάζω τα λόγια του. Τι υποκρισία κι αυτή με τους κανονισμούς στις αίθουσες μηνυμάτων! Απαγορεύεται υποτίθεται να γράφονται βρισιές κι έτσι οι χρήστες αντί να γράφουν την λέξη γράφουν το πρώτο και το τελευταίο γράμμα, παρεμβάλλοντας τυχαία σύμβολα. Όλοι καταλαβαίνουν πως μ*&#!^ς σημαίνει μαλάκας, αλλά η αξιοπρέπεια της ιστοσελίδας λάμπει άσπιλη.</span><br />
<span style="font-size: large;">“Τι προτείνεις;” με είχε ρωτήσει σχετικά, κάποιος Basketballman πριν ένα χρόνο.</span><br />
<span style="font-size: large;">“Να προσπαθήσουμε να κάνουμε σωστή χρήση των λέξεων”, είχα απαντήσει. “Να σταματήσουμε να φτωχαίνουμε τη γλώσσα, και κατ` επέκταση το μυαλό μας. Λες μ*&%^@ς και ξεμπερδεύεις, αντί να πεις γιά παράδειγμα δυσάρεστος, ανόητος, κακοήθης ή παλιοχαρακτήρας. Καταλήγεις δηλαδή τελικά να εννοείς χίλια δυό άλλα πράγματα εκτός απ` αυτό που στ` αλήθεια σημαίνει η λέξη. Και να ήταν μόνο αυτό; Η ζημιά που γίνεται είναι πολυεπίπεδη και κατακλυσμιαία. Κοίτα γιά παράδειγμα τι γίνεται στις αίθουσες συζητήσεων. Διαβάζουμε καθημερινά μηνύματα στα οποία παρεμβάλλονται ξένες λέξεις, γραμμένες κατά κανόνα στα αγγλικά. Γιατί; Από ανάγκη των γραφόντων να επιδείξουν τη γλωσσομάθειά τους ή από αδυναμία τους να εκφράσουν αυτό που θέλουν στην μητρική τους; Ή μήπως όπως κάποτε ταυτίζονταν με τον Μπόγκαρτ κρεμώντας ένα τσιγάρο στα χείλη, σήμερα κατά τι περισσότερο μορφωμένοι -τρομάρα τους- κάνουν το ίδιο παπαγαλίζοντας την γλώσσα Χολλυγουντιανών προτύπων; Και αν υποθέσουμε ακόμη ότι μιά ξένη λέξη δεν έχει την ακριβή της αντιστοιχία στα ελληνικά γιατί να μην την γράψουμε με ελληνικούς χαρακτήρες; Γιατί timing κι όχι τάϊμινγκ, γιατί Interner κι όχι Ίντερνετ; Η ελληνική γλώσσα είναι γεμάτη από ξένες λέξεις τις οποίες μέχρι σήμερα κατάφερνε να αφομοιώνει. Είδες πουθενά γραμμένο τον μπακλαβά στα τούρκικα; Είδες σε κανένα τιμοκατάλογο το παστίτσιο στα ιταλικά; Διάβασες πουθενά τη λέξη παρέα στα ισπανικά; Τι μας έχει πιάσει τελευταία και γράφουμε γιά cool τύπους και trendy μούρες;”</span><br />
<span style="font-size: large;">Ήταν η τελευταία φορά που δημοσίευσα παρόμοιους προβληματισμούς σε διαδυκτιακή συζήτηση. Ο Basketballman δεν μασούσε τα λόγια του κι ήταν ξεκάθαρος σαν γάργαρο νεράκι :</span><br />
<span style="font-size: large;">“Αγαπητέ Petman, δεν ξέρω τι μας έχει πιάσει εμάς τους υπολοίπους αλλά, κρίνοντας από την ασυνέπεια ανάμεσα στο ψευδώνυμο και τα γραφόμενά σου, εσένα σε έχει πιάσει η μ#!&^*α σου.”</span><br />
<span style="font-size: large;">Τι να `λεγα; Όταν κάποιος έχει δίκιο, έχει δίκιο. Δεν είχα καταλάβει πόσο είχε επηρεαστεί και το δικό μου μυαλό από τον καθημερινό βομβαρδισμό υπερατλαντικής κουλτούρας. Συνειδητοποίησα πως οι ποσότητες είναι τέτοιες που ίσως κάνουν αδύνατη την αφομοίωση και αναπότρεπτη την αχώνευτη κατανάλωσή της. Όμως πάλι, να πάρει και να σηκώσει, δεν μου πήγαινε να δεχθώ ότι νικήθηκα χωρίς καν να το πάρω χαμπάρι. Ήταν τότε λοιπόν που- νοιώθοντας κομματάκι γελοίος είναι αλήθεια- μπήκα στην Επεξεργασία στοιχείων χρήστη και άλλαξα το ψευδώνυμό μου από Petman, σε Πέτμαν. Ρίχνω μιά ματιά στην οθόνη. Επάνω αριστερά, στο Χρήστες συνδεδεμένοι, βλέπω μόνο το δικό μου όνομα. Ο Ζ81 βαρέθηκε κι έφυγε. Καλή του ώρα. Ανάβω τσιγάρο, κατεβάζω μιά γερή γουλιά απ` το μπουκάλι και δυναμώνω την ένταση στην τηλεόραση. Δεν ξέρω ποιό είναι το όνομα του κομματιού που ακούγεται, αλλά ο Μότσαρτ πρέπει να `χε τρελά κέφια όταν το `γραφε. Το ρολόϊ μου πεταμένο πάνω στο βιβλίο του Μάρκου Αυρήλιου δείχνει 9.43΄.</span><br />
<span style="font-size: large;">“Βάστα γερά κολλητέ. Η νύχτα είναι ακόμα στην αρχή της...”, ακούω τη φωνή μέσα μου κι είναι απ` τις λίγες φορές που διακρίνω συμπάθεια αντί του συνηθισμένου σαρκασμού. Απλώνω το χέρι και παίρνω το βιβλίο που έχει γιά σελιδοδείκτη ένα τσιγάρο. Το τσιγάρο πατημένο, αλλά φαίνεται να κάνει ακόμη τη δουλειά του. Τ` ανάβω με την γόπα που ήδη καπνίζω και αρχίζω να διαβάζω ανόρεχτα. Ας ελπίσουμε ότι ο Μορφέας θα με θυμηθεί πριν λαλήσουν τα κοκόρια.</span><br />
<span style="font-size: large;"><br /></span>
<strong><span style="font-size: large;">Πέμπτη 17 Φεβρ. 05</span></strong><br />
<span style="font-size: large;"><br /></span>
<span style="font-size: large;">Τρακόσια ευρώ ζημιά γιά καλημέρα. Τα `κονομήσαμε γιά τα καλά! Το τσιουάουα που είχα στη βιτρίνα πέθανε με διάρροιες και εμετούς μέσα σε λιγότερο από ένα εικοσιτετράωρο. Και να φανταστεί κανείς πως το είχα θεωρήσει μεγάλη ευκαιρία όταν το αγόρασα από την γριά που είχε τη μάνα του.</span><br />
<span style="font-size: large;">“Ένα οχτακοσάρι θα το πάρω, ο κόσμος να χαλάσει”, είχα σκεφτεί.</span><br />
<span style="font-size: large;">Μόνο γιά τέτοια είμαστε τώρα. Ήταν που ήταν το κλήμα στραβό, το `φαγε κι ο γαϊδαρος, που θα`λεγε κι η συγχωρεμένη η γιαγιά μου. Ο Γιώργος το πάλεψε, δεν μπορώ να πω. Έκατσε από πάνω του με ορούς, αντιβιοτικά, αντιεμετικά και τα ρέστα, μέχρι τα μεσάνυχτα. Αλλά όπως είπε κι ο ίδιος ήταν πολύ μικρό κι αδύναμο γιά να αντέξει. Οξεία γαστρεντερίτιδα η διάγνωση. Εμένα μου λες; Υπερ-οξεία γκαντεμίτιδα λέω εγώ. Τέλος πάντων, ας είναι καλά το παλικάρι, μάλλον κατάλαβε τα ζόρια μου και αρνήθηκε να πληρωθεί. Με το στανιό τού έβαλα ένα δεκάρικο στη τσέπη γιά τα φάρμακα. Η μέρα κύλησε με κόσμο να μπαινοβγαίνει και την ταμειακή μηχανή να τραγουδάει ευτυχισμένη. Πάλι καλά. Κλείνοντας έπιασα να καθαρίσω το κλουβί του τσιουάουα, κατά πώς με είχε συμβουλέψει ο Γιώργος. Μου πήρε σχεδόν μιά ώρα αλλά όταν τέλειωσα λαμποκοπούσε και μύριζε απολυμαντικό. Δηλαδή τι μύριζε...βροκοπούσε γιά την ακρίβεια. Το κατέβασα στο υπόγειο να ξεμυρίσει καναδυό μέρες και ανέβηκα γιά ένα γρήγορο μπάνιο και φαί. Μ` αυτά και με τ` άλλα όταν κάθισα στον υπολογιστή κόντευαν μεσάνυχτα. Χρήστες συνδεδεμένοι : ο εξής ένας, ο Πέτμαν. Μηνύματα όμως αρκετά από την τελευταία φορά που μπήκα. Βαρετά έως αδιάφορα τα περισσότερα, εκτός από μερικά στα οποία Traveler και Ανιχνευτής διαφωνούν σχετικά με κάποιες Στωικές θέσεις. Ο πρώτος κάνει αναφορές σε ρήσεις κάποιου Κλεάνθη, καθώς και κάποιου Ποσειδώνιου και κάποιου Ζήνωνα. Ο Ανιχνευτής πάλι σχολιάζει και απαντά με αποσπάσματα από Σενέκα, Επίκτητο και...Μάρκο Αυρήλιο. Εδώ είμαστε, σκέφτομαι και βουτάω το βιβλίο που μισοδιαβασμένο με περιμένει από χτες δίπλα στην οθόνη. Βιαστικά, και με κάποια ίχνη χαιρεκακίας, αρχίζω να ψάχνω βρίσκοντας τα σημεία που ανέφερε ο Ανιχνευτής γιά να τα αντιπαραβάλλω. Μου παίρνει λίγα μόνο λεπτά γιά να παραδεχτώ ότι ο τύπος είναι καλά μελετημένος. Χρησιμοποιεί διαφορετική φρασεολογία απ` αυτή του βιβλίου αλλά αποδίδει τα νοήματα αλάνθαστα και με τρόπο κάποιες φορές περισσότερο κατανοητό. Η αλήθεια είναι ο Αυρήλιος δεν με είχε ενθουσιάσει, αλλά τώρα καταλαβαίνω ότι ίσως έφταιγε ο τρόπος που μεταφράστηκαν τα λόγια του. Κάποια πράγματα που διάβασα χθες γιά το θεϊκό σχέδιο -την θεία Πρόνοια δηλαδή- και μου είχαν φανεί ασυναρτησίες, αρχίζουν τώρα να ξεκαθαρίζουν μέσα από τα κείμενα του Ανιχνευτή. Από τα λίγα που έχω καταλάβει μέχρι στιγμής, Ζήνωνες, Επίκτητοι, Αυρήλιοι και λοιποί λένε τα ίδια με μικροδιαφορές. Ότι δηλαδή ο Θεός -Νου τον λένε αυτοί - υπάρχει παντού, άρα και μέσα μας, ότι τα πάντα είναι προκαθορισμένα από τον Νου βάσει ενός σχεδίου που τελικό σκοπό έχει την επίτευξη του καλού, ότι ακόμη κι αν κάποιος βρεθεί μπροστά σε φριχτές δυσκολίες θα πρέπει να τις αντιμετωπίσει με θάρρος, σαν στρατιώτης σε μάχη, κι ότι η κατάκτηση της ευτυχίας από έναν άνθρωπο δεν εξαρτάται από εξωτερικούς παράγοντες, αλλά από τον εαυτό του και μόνο. Και άντε, μέχρι εδώ καλά. Αλλά εκείνο που δεν χωράει ο νους μου είναι ο ισχυρισμός τους ότι ο άνθρωπος κατακτώντας την σοφία -που όπως την εννοούν αυτοί ταυτίζεται με την πνευματική ευτυχία και ηρεμία- γίνεται ένας μικρός επίγειος θεός. Ξαναδιαβάζω τα λόγια του Σενέκα όπως τα παραθέτει ο Ανιχνευτής. Ο σοφός άνθρωπος έχει την ίδια σχέση με τον Θεό που έχει ένας μικρός κύκλος με ένα μεγάλο. Διαφέρουν ασφαλώς κατά το μέγεθος αλλά έχουν τις τις ίδιες ακριβώς ιδιότητες. Δημιουργώ ένα νέο έγγραφο στην επιφάνεια εργασίας και αντιγράφω εκεί μέσα ολόκληρη την σελίδα με τα κείμενα των Traveler και Ανιχνευτή. Βγαίνω από το Ίντερνετ και αρχίζω να μελετάω προσεκτικά, γιά δεύτερη φορά, τον διάλογό τους. Οι συλλογισμοί που παραθέτουν φαίνονται λογικοί και συγκροτημένοι αλλά διακρίνω μιά τρύπα- τι τρύπα δηλαδή, τρυπάρα, πηγάδι ολόκληρο- και σημειώνω στο μυαλό μου να ρωτήσω στο επόμενο μήνυμα που θα στείλω. Φαίνεται πως το φιλαράκι που συντροφεύει τις τελευταίες αϋπνίες μου, ο Αυρήλιος, όπως και όλοι οι προαναφερθέντες μακαρίτες, πίστευαν ακράδαντα στην ελευθερία της ανθρώπινης βούλησης. Ναι, αλλά τότε που κολλάει το θεϊκό σχέδιο; Δεκαπέντε λεπτά αργότερα νοιώθω ζαλισμένος και μπερδεμένος. Κλείνω τον υπολογιστή και κοιτάζω το ρολόϊ μου. Είναι πολύ αργά γιά βόλτα, το κρύο έξω φονικό, κι η καμαρούλα με πνίγει. Ρίχνω στην πλάτη το μπουφάν, χουφτώνω κλειδιά και τσιγάρα και τραβάω γιά την παραλιακή.</span><br />
<span style="font-size: large;"><br /></span>
<strong><span style="font-size: large;">Δευτέρα 21 Φεβρ. 05</span></strong><br />
<span style="font-size: large;"><br /></span>
<span style="font-size: large;">Παγωνιά. Κάθομαι πίσω απ` την ταμειακή και παρατηρώ τον κόσμο που βαδίζει στο πεζοδρόμιο. Σφιγμένοι μες` στα μπουφάν και τα πανωφόρια τους βαδίζουν με προσοχή στο μισολειωμένο χιόνι που σκεπάζει τις πλάκες. Σε μέρες πιό ζεστές κάποιοι θα σκάλωναν στη βιτρίνα. Το βλέμμα τους θα ΄μενε γιά λίγο με θαυμασμό πάνω στα παραδεισένια χρώματα του πτερώματος της ροζέλας, θα φώτιζε ίσως μιά σταλίτσα με τα τσαχπίνικα μάτια του γαλλικού μπουλντόγκ, θα γλύστραγε βιαστικά στα καναρίνια και τα κοκατίλ κι ακόμη, αν δεν βιάζονταν να πάνε κάπου, μπορεί να έπεφτε στα ενυδρεία που πιό μέσα, κρυμμένα απ` τον ήλιο, φιλοξενούσαν ψάρια του γλυκού και αλμυρού νερού. Σήμερα όμως, κανείς δεν έχει όρεξη γιά χάζι. Εκτός από μένα και τα ζωντανά βέβαια, που δεν έχουμε κάτι καλύτερο να κάνουμε. Λοιπόν σήμερα σκέφτηκα γιά πρώτη φορά, πόσο αστείοι θα πρέπει να μοιάζουν οι άνθρωποι στα ζώα που τους παρατηρούν. Περπατούν και μιλούν μονάχοι τους χειρονομώντας, χαμογελώντας και θυμώνοντας με ένα καλώδιο να κρέμεται απ` το αυτί τους. Θέαμα γιά φωτογραφία μα την αλήθεια. Την πρώτη φορά που το αντίκρυσα, δεν άντεξα κι έβαλα τα γέλια. Ο κύριος με το κουστούμι και το χαρτοφύλακα, θυμάμαι είχε γυρίσει και μου είχε ρίξει ένα βλέμμα σκέτο φαρμάκι. Γιά μιά στιγμή ντράπηκα γιατί νόμισα ότι πήρε χαμπάρι πως γελούσα σε βάρος του. Μου πήρε μόνο λίγα δευτερολέπτα να καταλάβω ότι απλώς είχε ενοχληθεί επειδή δεν τον άφηνα να συνεχίσει την κουβέντα του κατά πως ήθελε. Και το γέλιο έγινε χαχανητό. Αναγκάστηκα να το βάλω στα πόδια με τα μάτια μου να στάζουν δάκρυα απ` τα γέλια, γιατί ο κόσμος είχε αρχίσει να με κοιτάει σαν τρελό. Να κοιτάει εμένα σαν τρελό! Όχι τον άλλο που στολίστηκε με τα καλά του, λούστηκε με τα πατσουλιά που τρίβουν πάνω τους μερικοί, φορτώθηκε τον ακριβούτσικο χαρτοφύλακα και βγήκε έξω καλωδιωμένος να μιλάει μόνος μπροστά στο φανάρι. Εντάξει, τώρα συνήθισα δεν γελάω. Ίσως παρασυνήθισα δηλαδή γιατί τώρα πιά μου φαίνεται θλιβερό. Από την άλλη μεριά δεν ξέρω τι θα έκανα εγώ αν χτυπούσε το κινητό μου στο δρόμο. Κάτι που προς το παρόν δεν βλέπω να γίνεται αφού τα τηλεφωνήματα που δέχομαι είναι ελάχιστα έτσι κι αλλιώς. Άτιμο πράγμα η παρατεταμένη σιωπή. Είναι φορές, ακόμα και σήμερα, που παρακαλάω να χτυπήσει το ρημάδι το τηλέφωνο κι ας είναι και γιά χρέη που καθυστέρησα να πληρώσω. Οτιδήποτε, φτάνει να πάψει αυτή η μουγκαμάρα εδώ μέσα. Κάποτε, όταν πρωτοάνοιξα το μαγαζί, έπιασα τον εαυτό μου να στέκεται από πάνω του περιμένοντας, ελπίζοντας σε κάτι, έστω και φάρσα, έστω και λάθος κλήση. Μετά ευτυχώς αγόρασα τον υπολογιστή - ελέω κάρτας, σε έξι άτοκες δόσεις- κι ανακάλυψα τις Διαδικτυακές συζητήσεις. Το τηλέφωνο έπαψε να αποτελεί σανίδα σωτήριας στις σιωπηλές νύχτες μου- έτσι κι αλλιώς ποτέ δεν υπήρξε- κι ο ήχος των δακτύλων που τρέχουν στο πληκτρολόγιο αντικατέστησε τη μιλιά μου. Καμιά φορά γελάω μόνος μου έτσι όπως βλέπω τον εαυτό μου στο μεγάλο καθρέφτη να μοιάζει με πιανίστα που έχει γιά παρτιτούρα την οθόνη. Κονσέρτο κακοφωνίας σε Φα δίεση ελάσσονα, γιά πληκτρολόγιο. Χα! Είναι καμιά ώρα τώρα που έξω σκοτείνιασε. Το μαγαζί είναι κλειστό τυπικά -Δευτέρα απόγευμα- αλλά έχω αφήσει την πόρτα ξεκλείδωτη και τα φώτα αναμμένα, μιά και ποτέ δεν ξέρεις πότε θα του καπνίσει του άλλου να μπει να ψωνίσει. Έξω άκουσα υπάρχουν μαγαζιά σαν το δικό μου που δουλεύουν σε εικοσιτετράωρη βάση. Ας ευχηθούμε να μην έρθουν κατά `δω τέτοιες συνήθειες γιατί τότε είναι που θα μας πάρει και θα μας σηκώσει. Ο υπολογιστής είναι ανοιχτός απ` το πρωί αλλά χωρίς κάποιο μήνυμα που θα έσπαζε κάπως την πλήξη μου. Εχθές έγραψα παρεμβαίνοντας στην συζήτηση μεταξύ Traveler και Ανιχνευτή :</span><br />
<span style="font-size: large;">“Αν υπάρχει θεϊκό σχέδιο γιά τα πάντα, τότε αυτό θα πρέπει να προκαθορίζει και τις πράξεις του καθενός από εμάς. Αλλά αν, όπως λένε οι Στωικοί, ο Θεός έχει προκαθορίσει τις πράξεις μας, τότε πως είναι δυνατόν να μιλάνε ταυτόχρονα και γιά ελευθερία της ανθρώπινης βούλησης;”</span><br />
<span style="font-size: large;">Ωπ! Να και κάποιος που σκάλωσε τελικά στην βιτρίνα. Ανοίγει την πόρτα και εγώ πετιέμαι χαμογελαστός και πρόθυμος να εξυπηρετήσω. Ένα τεταρτάκι αργότερα ξανακάθομαι πίσω απ` την ταμειακή πλουσιότερος κατά εικοσιπέντε ευρώ. Καθαρό κέρδος τα πέντε. Καλά είναι κι αυτά. Μάζευε κι ας ειν` και ρώγες. Αποφασίζω να ρίξω μιά ματιά στον υπολογιστή μήπως και ήρθε κάτι ενδιαφέρον και ανακαλύπτω πως με διαφορά επτά λεπτών ο Traveler και ο Ανιχνευτής μού έστειλαν τις απαντήσεις τους.</span><br />
<span style="font-size: large;">“Το ασυμβίβαστο που αναφέρεις απασχολεί αιώνες τώρα τους μελετητές”, μου γράφει ο Traveler.</span><br />
<span style="font-size: large;">“Και μάλιστα όχι μόνον σε ότι αφορά τον Στωικισμό αλλά και τον Χριστιανισμό , που υποστηρίζει εν προκειμένω τις ίδιες ακριβώς θέσεις. Η απάντηση που δίνεται, είναι ότι η ανθρώπινη ικανότητα αντίληψης δεν αρκεί γιά να κατανοήσει τον τρόπο που μπορούν να συνδυάζονται αυτά τα δυό. Προσωπικά, αν και έχω μελετήσει αρκετά τα Στωικά κείμενα δεν μπορώ να σου δώσω μιά απάντηση που θα σε ικανοποιούσε, εκτός ίσως από μιά ρήση του Κλεάνθη, δεύτερου αρχηγού της Στοάς μετά τον θάνατο του Ζήνωνα, που έλεγε ότι τα παράδοξα δεν είναι κατ` ανάγκη και παράλογα.”</span><br />
<span style="font-size: large;">“Κολοκύθια με τη ρίγανη”, μουρμουρίζω βγάζοντας ψηλαφιστά ένα τσιγάρο απ` το πακέτο χωρίς να πάρω τα μάτια μου απ` την οθόνη. “Η ανθρώπινη αντίληψη δεν αρκεί γιά να κατανοήσει... Eμένα μου λες; Ή είμαστε ελεύθεροι ή δεν είμαστε. Τέλος πάντων...”</span><br />
<span style="font-size: large;">Βρίσκω το μήνυμα του Ανιχνευτή περισσότερο του γούστου μου:</span><br />
<span style="font-size: large;">“Αν θέλεις να βρεις αμφισβητούμενα σημεία στη Στωική σκέψη ψάξε στον Πλούταρχο: Ηθικά 27 Περί Στωικών εναντιωμάτων και στο, Ότι παραδοξότερα οι Στωικοί των ποιητών λέγουσιν. Θα έχεις όμως μεγαλύτερο κέρδος, αν επικεντρωθείς στην ουσία του Στωικισμού παραβλέποντας τα όποια, λιγοστά ούτως ή άλλως, προαναφερθέντα σημεία. Εν πάσει περιπτώσει, νομίζω, η ερώτηση :είμαστε ελεύθεροι ή δεν είμαστε; είναι λάθος διατυπωμένη. Η σωστή ερώτηση είναι : πόσο ελεύθεροι είμαστε; Γεννήθηκες άνθρωπος γένους αρσενικού σε μία συγκεκριμένη γωνιά του πλανήτη Γη. Μεγάλωσες μέσα σε ένα συγκεκριμένο πολιτιστικό περιβάλλον με μια συγκεκριμένη παιδεία. Δεν νομίζεις ότι όλα αυτά καθορίζουν την ζωή σου; Σου αφήνουν βέβαια επιλογές, κάποια ελευθερία- αν προτιμάς- αλλά η κατάσταση μοιάζει με τις επιλογές που έχεις να κινήσεις τον δεξιό σου αντίχειρα. Μπορείς φυσικά να τον κινήσεις δεξιά, αριστερά, ή μπροστά και πίσω, αλλά πάντα μέσα στα όρια που η Φύση καθόρισε. Δεν μπορείς να τον κινήσεις “παρά φύσει”. Εννοώ ότι η ελευθερία σου να κινείς το δάχτυλό σου υπάρχει μεν αλλά περιορίζεται από το θεϊκό σχέδιο, όπως θα έλεγαν οι Στωικοί, ή από τους φυσικούς νόμους με τους οποίους εξωτερικεύεται και εκφράζεται ο Θεός, όπως έλεγε ο Σπινόζα που συμφωνούσε μαζί τους. ”</span><br />
<span style="font-size: large;">Ποιος είναι πάλι αυτός ο Σπινόζα; Τέλος πάντων…Ώστε λοιπόν υπάρχουν αμφισβητούμενα σημεία, και μάλιστα αρκετά γιά να σκύψει από πάνω τους ολόκληρος Πλούταρχος! Δεν ήξερα ότι είχε γράψει τέτοια βιβλία. Ίσως θα έπρεπε να κοιτάξω γι αυτά στη Βιβλιοθήκη την επόμενη φορά. Το σκέφτομαι λιγάκι και με πιάνουν τα γέλια.</span><br />
<span style="font-size: large;">“Ανάποδα ξεκινάς παλικάρι μου”, μονολογώ. “Πρώτα διάβασε τι έχουν να πουν και μετά τι έγραψαν οι αντίπαλοί τους.”</span><br />
<span style="font-size: large;">Ρίχνω μιά ματιά στο ρολόϊ μου. Προλαβαίνω άνετα την Βιβλιοθήκη ανοιχτή. Σημειώνω σε ένα κομμάτι χαρτί τα ονόματα των Στωικών που αναφέρθηκαν πιό πάνω και σβήνω τα φώτα, αφήνοντας μόνο ένα κοντά στη τζαμαρία. Την ώρα που κλειδώνω πίσω μου την πόρτα καταλαβαίνω γιατί έβλεπα τον κόσμο να βαδίζει έτσι σφιγμένος. Ο παγωμένος αέρας είναι βασανιστήριο γιά τα αυτιά και την μύτη. Κατεβάζω το σκούφο χαμηλά, κουμπώνω το παλιό στρατιωτικό τζάκετ και αρχίζω να βαδίζω γρήγορα γιά να ζεσταθώ.</span><br />
<span style="font-size: large;"><br /></span>
<strong><span style="font-size: large;">Σαββάτο 26 Φεβρ. 05</span></strong><br />
<span style="font-size: large;"><br /></span>
<span style="font-size: large;">Είναι αργά το βράδυ και μόλις τελείωσα το διάβασμα των Απάντων του Επίκτητου. Ούτε κατάλαβα πως πέρασε τούτη η βδομάδα έτσι που βούτηξα με το κεφάλι μέσα στους πέντε τόμους. Έχω την εντύπωση πως ο Ανιχνευτής και ο Traveler, τις επιρροές των οποίων διέκρινα ξεκάθαρα στα βιβλία που διάβασα, μου άνοιξαν ένα παράθυρο κάπου ψηλά. Ένα παράθυρο απ` το οποίο φαίνονται διαφορετικά όλα όσα συμβαίνουν γύρω μου. Χθές τηλεφώνησα στη Βιβλιοθήκη και ζήτησα να μου κρατήσουν ότι υπάρχει εκεί από Σενέκα. Απ` όσο μπόρεσα να καταλάβω, σ` αυτούς τους τρεις εξαντλείται -σχεδόν- όλη η βιβλιογραφία της Σχολής που σώζεται στις μέρες μας. Κλείνω το βιβλίο κουρασμένος αλλά μ` ένα περίεργο συναίσθημα ικανοποίησης. Άξιζε τον κόπο και τον χρόνο.</span><br />
<span style="font-size: large;">Σηκώνομαι, ετοιμάζω μιά ομελέτα στα γρήγορα, ανοίγω την πρώτη μπύρα της νύχτας και κάθομαι στον υπολογιστή γιά κουβεντούλα. Στα Ταξίδια η Nychta συζητάει από χθες με κάποιον Active γιά τη Νοτιανατολική Ασία. Φαίνονται πολυταξιδεμένοι και μιλάνε γιά Ταϊλάνδη, Φιλιππίνες και Ινδονησία με άνεση, αστειάκια και χωρίς μεγαλοστομίες λες και μιλάνε γιά ένα όμορφο κοντινό χωριό.</span><br />
<span style="font-size: large;">“Ωραία ακούγονται όσα περιγράφετε, αλλά φαντάζομαι ότι θα πρέπει να είναι κανείς φορτωμένος τάλιρα γιά να κατέβει εκεί κάτω”, παίρνω μέρος στην κουβέντα τους.</span><br />
<span style="font-size: large;">“Όχι ιδιαίτερα”, μου απαντά σε λίγα λεπτά o Active. “Αν μάλιστα δεν ψάχνεις πολυτέλειες ίσως σου βγει φθηνότερα από ένα δεκαήμερο στη Μύκονο ή τη Σαντορίνη.”</span><br />
<span style="font-size: large;">“Τι μου λες;” γράφω έκπληκτος. “Καλά και με τα αεροπορικά εισιτήρια τι γίνεται;” “Στοιχίζουν αρκετά βέβαια, αλλά από τη στιγμή που θα φτάσεις εκεί μπορείς να τη βγάλεις πολύ φθηνά”, παρεμβαίνει η Νychta. Το σκέφτομαι λιγάκι και δε μου φαίνεται παράλογο. “Ποιό μέρος σας άρεσε περισσότερο;” ρωτάω. Απαντούν σχεδόν ταυτόχρονα. Η Nychta ξετρελάθηκε με την Κιούτα και ο Active με το Κέμπου . Το πρόβλημα είναι ότι πρώτη φορά ακούω γι αυτά, αν και συχνά χαζεύω τον μεγάλο παγκόσμιο χάρτη που κρέμεται στο δωμάτιό μου. Συνήθεια παιδική που με συντροφεύει ακόμα, να ονειρεύομαι ταξίδια χαράζοντας με το δάχτυλο γραμμές στο χάρτη.</span><br />
<span style="font-size: large;">“Κατά που πέφτουν αυτά; Σε ποιά χώρα ανήκουν;” ρωτάω.</span><br />
<span style="font-size: large;">Η μπύρα κι η ομελέττα έχουν εξαφανιστεί από μπροστά μου. Σηκώνομαι ισορροπώντας τον δίσκο με τα πιατικά στο ένα χέρι και το μπουκάλι στο άλλο και κάνω τα τέσσερα βήματα που με χωρίζουν απ` το νεροχύτη. Μέχρι να πλύνω πιάτα και πηρούνια ο Active έχει ήδη απαντήσει. Ξανακάθομαι μπροστά στην οθόνη με την δεύτερη μπύρα στο χέρι. “Η Κιούτα είναι μία κοσμοπολίτικη παραλία στο Μπαλί της Ινδονησίας και το Κέμπου ανήκει στις Φιλιππίνες. Καμιά σχέση μεταξύ τους εκτός ίσως απ` το ότι υπάρχει κάποιο ομιχλώδες ελληνικό ενδιαφέρον σχετικά με την Ιστορία τους.” Ασυναίσθητα σκύβω μπροστά εμβρόντητος. Τι ελληνικό ενδιαφέρον και πράσινα άλογα... Στις Φιλιππίνες και την Ινδονησία; Δεν πάει καλά ο τύπος! Αλλά πάλι, δεν μοιάζει με κάτι ανισόρροπους που γράφουν ό,τι τους κατέβει... Κατεβάζω μιά μεγάλη γουλιά και στέλνω ένα μεγαλόπρεπο ερωτηματικό δίχως κάποιου είδους άλλου σχόλιο. Ανάβω τσιγάρο και αρχίζω να σκαλίζω στο μυαλό μου, μήπως ξεθάψω κάτι που θα δικαιολογούσε τους ισχυρισμούς του. Κάτι σαν να `χω ακούσει πριν χρόνια, αλλά μου είναι αδύνατο να θυμηθώ. Η μπύρα έχει τελειώσει όταν αποφασίζω να παραιτηθώ. Σηκώνομαι γιά την επόμενη και ξανακάθομαι αμέσως. Ο Active μου έχει στείλει ένα πλατύ χαμόγελο . Από κάτω μου εξηγεί ότι στο Μπαλί έζησε ένας Έλληνας φύλαρχος με πολλές γυναίκες κι ακόμα περισσότερα παιδιά. Ήταν απ` την Κεφαλονιά, γράφει, κι ο Καββαδίας που τον γνώρισε στα μέσα του περασμένου αιώνα του αφιέρωσε μερικές αράδες στη Βάρδια. Μα βέβαια! Χτυπάω το μέτωπό μου θυμωμένος. Είχα δει ένα ντοκυμανταίρ παλιά. Έλεγε μάλιστα γιά κάποιον θησαυρό που ο Κεφαλονίτης φύλαρχος έκρυψε πριν πεθάνει. Έλεγε κι άλλα, μακάβρια...Γιά σύφιλη που κόλλησε στις γυναίκες του και πέρασε στα παιδιά του με συνέπεια να χαθούν όλοι. Και γιά τον εναπομείναντα θρύλο του θησαυρού που ακόμα μαγεύει τουρίστες και ντόπιους. Α, ναι! Και γιά κάποιους χάρτες του θησαυρού, που σχεδιάστηκαν μόνο και μόνο γιά να ξαλαφρώσουν τους αφελείς από μερικές εκατοντάδες ευρώ! Διαβάζω βιαστικά και το υπόλοιπο μήνυμα ψάχνοντας και γιά άλλες μαρτυρίες θησαυρών. Από τη μέρα που διάβασα την Νήσο των θησαυρών, παιδί του δημοτικού ακόμη, με ξετρελαίνουν τέτοιες ιστορίες. Δυστυχώς το υπόλοιπο μήνυμα δεν έχει να κάνει με θαμένους θησαυρούς, αλλά με μάχες. Κατά τον Active, πολύ κοντά στο Κέμπου σκοτώθηκε ο Μαγγελάνος στην διάρκεια μιάς συμπλοκής ανάμεσα σε χίλιους πεντακόσιους ντόπιους και σαρανταεννέα άντρες του πληρώματός του. Εκεί λοιπόν στο Ματάν, όπως φαίνεται να το έλεγαν τότε, πολέμησε ως μέλος του πληρώματος και ένας ναυτικός με καταγωγή απ` τη Ελλάδα.</span><br />
<span style="font-size: large;">“...Ίσως και δύο αν δεχθούμε ότι και κάποιος άλλος που λέγονταν Ζόαν Γριέγο, ήταν όντως Έλληνικής καταγωγής. Δεν μπορεί να ονομάζεται αναίτια κάποιος, Γιάννης ο Έλληνας”, τελειώνει το μήνυμα.</span><br />
<span style="font-size: large;">“Μένω κατάπληκτος”, του γράφω με κάθε ειλικρίνεια. “Είχα ακούσει κάτι γιά το Μπαλί, αλλά τίποτε γιά το Κέμπου ή Ματάν.”</span><br />
<span style="font-size: large;">“Θα τα βρεις στο σχετικό βιβλίο του Αντόνιο Πιγκαφέτα, ο οποίος συνόδεψε τον Μαγγελάνο”, σχολιάζει δεκαπέντε λεπτά αργότερα η Nychta. “Έχει δίκιο ο Active γιά τον πρώτο που όμως, αν και Ροδίτης, δεν έχει ελληνικό όνομα. Όπως έχει δίκιο να μιλά και γιά την ύπαρξη του Γιάννη του Έλληνα. Μόνο που αυτός ο δεύτερος ταξίδευε με το πλοίο Βικτώρια που συνόδευε το Τρινιδάδ του Μαγγελάνου. Είναι συνεπώς λιγότερο πιθανό να πολέμησε δίπλα του. Από την άλλη μεριά δεν υπάρχουν καταγραμμένα τα ονόματα των σαρανταεννέα, οπότε ποιός ξέρει;”</span><br />
<span style="font-size: large;">Ανάβω ένα ακόμη τσιγάρο και φέρνω ακόμη μιά φορά το μπουκάλι στο στόμα. Θησαυροί θαμμένοι σε τροπικά νησιά, Κεφαλονίτες φύλαρχοι, και Ροδίτες ναυτικοί στα πλοία του Μαγελλάνου...Στό νου μου σχηματίζονται τοπία γεμάτα ήλιο, θάλασσα και χρώμα, κι η φαντασία μου οργιάζει καθώς σκέφτομαι έναν Έλληνα ναυτικό, ή ίσως δύο, να μάχονται δίπλα στον μεγάλο θαλασσοπόρο. Πιάνω τον εαυτό μου να σιγογελάει.</span><br />
<span style="font-size: large;">“Ωραίο θέμα γιά βιβλίο”, μονολογώ μ` ένα χασμουρητό. “Ή γιά όνειρο.” Χαμογελώντας ασυναίσθητα τρίβω τα βλέφαρά που έχουν αρχίσει να βαραίνουν. Είναι ώρα να κλείσω τον υπολογιστή και να τραβήξω γιά το κρεβάτι μου. Λένε πως όλοι οι άνθρωποι βλέπουν όνειρα. Το πρόβλημα είναι ότι εγώ δεν θυμάμαι ποτέ τα δικά μου, όταν ξυπνώ το πρωί.</span><br />
<span style="font-size: large;"><br /></span>
<span style="font-size: large;"><br /></span>
<span style="font-size: large;"><br /></span>
<span style="font-size: large;"><a href="http://www.lexima.gr/lxm/forum/posting.php?mode=quote&p=7418"></a><br /></span>
<strong><span style="font-size: large;">ΜΑΡΤΙΟΣ</span></strong><br />
<span style="font-size: large;"><br /></span>
<em><span style="font-size: large;">Ο άνθρωπος στην απομόνωση:</span></em><br />
<em><span style="font-size: large;">κλείνει το μέλλον σ` ένα μπουκάλι</span></em><br />
<em><span style="font-size: large;">και το πετά στη θάλασσα. ...... ...</span></em><br />
<span style="font-size: large;"><em></em><br /></span>
<em><span style="font-size: large;">Θανάσης Μουσόπουλος, Διερεύνηση, Οιακισμοί Α.</span></em><br />
<span style="font-size: large;"><em></em><br /></span>
<strong><span style="font-size: large;">Τετάρτη 2 Μαρτίου 05</span></strong><br />
<span style="font-size: large;"><br /></span>
<span style="font-size: large;">Απ` το πρωί είμαι μες τα νεύρα. Είναι δυό μέρες τώρα που με βασανίζει μιά άτιμη φαγούρα. Σήμερα, μόλις ξύπνησα, πρόσεξα και κάτι κόκκινα σπυράκια, οπότε το πήρα απόφαση και πήγα στον γιατρό. Μού βρήκε λέει Σεϋλετιέλα. Ένα παράσιτο που δεν φαίνεται με γυμνό μάτι και το κόλλησα από κάποιο σκύλο. Μάλλον εκείνο το αδέσποτο κουτάβι που τάϊζα την περασμένη βδομάδα. Το λυπήθηκα έτσι κασιδιάρικο και κακομοιριασμένο, και του άνοιξα μερικές ληγμένες κονσέρβες απ` αυτές που φυλάω γιά τ` αδέσποτα. Με αντάμειψε με μπόλικες γλυψιές και χαϊδέματα, αλλά απ` ότι φαίνεται όχι μόνον... Σεϋλετιέλα λοιπόν... “Μικρό πρόβλημα, κι ας φαίνεται μεγάλος μπελάς”, ήταν τα λόγια του γιατρού, που με είδε ταραγμένο και προσπάθησε να με καθησυχάσει.</span><br />
<span style="font-size: large;">Μιά χειραψία, ένα ακόμη καθησυχαστικό χαμόγελο, μιά συνταγή κι αυτό ήταν. Πίσω στο μαγαζί και το κεφάλι μέσα... Η μέρα πέρασε με πελάτες που μπαινόβγαιναν, αφήνοντάς μου ελάχιστο χρόνο γιά να ξυθώ και να βρίσω με την ησυχία μου . Και σαν να μην έφταναν όλα αυτά, ήρθε κι ένας παλιός πελάτης να με συμβουλευτεί γιά ένα Κόκκερ Σπάνιελ που του είχα πουλήσει δυό χρόνια πριν...</span><br />
<span style="font-size: large;">“Ο Φλίσκο αγρίεψε πολύ τελευταία”, μου εξομολογήθηκε αμήχανος.</span><br />
<span style="font-size: large;">“Τι ακριβώς εννοείτε;” ρώτησα προσπαθώντας να δείξω ότι ενδιαφέρομαι, ενώ έξυνα τάχα αδιάφορα το στήθος μου. “Άρχισε να δαγκάνει και δεν ξέρουμε πως να τον χειριστούμε. Αγριεύει και δείχνει δόντια με το παραμικρό”, ακούστηκε λυπημένα.</span><br />
<span style="font-size: large;">“Τι εννοείτε με το παραμικρό; Μήπως υπάρχει κάτι με το οποίο έχετε συνδέσει την επιθετικότητα που δείχνει; Κάτι που τον ενοχλεί αρκετά ώστε να αγριέψει;” ρώτησα μαλακά χωρίς να ελπίζω σε συγκεριμένη απάντηση.</span><br />
<span style="font-size: large;">“Τι να πω; Όλα τον πειράζουν”, μου απάντησε φανερά μπερδεμένος. “Προχθές γύρισε να με δαγκάσει επειδή τον τράβηξα από τα σκουπίδια που σκάλιζε. Εχθές μου έβγαλε δόντια επειδή κάθισα στον καναπέ, δίπλα στην γυναίκα μου, να δω τηλεόραση ...”</span><br />
<span style="font-size: large;">“Μοιάζει με επιθετικότητα κυριαρχίας”, αποφάνθηκα, βάζοντας το χέρι στην τσέπη του παντελονιού μου γιά να ξυθώ με τρόπο. “Αλλά επειδή το πρόβλημα είναι πολύ σοβαρό γιά να αντιμετωπιστεί έτσι, εξ` αποστάσεως με μιά κουβεντούλα, θα σας πρότεινα μιά επίσκεψη στον κτηνίατρο που τον παρακολουθεί.”</span><br />
<span style="font-size: large;">“Τι να κάνουμε στον κτηνίατρο; Μιά χαρά είναι το παλιόσκυλο. Εγώ το είπα στη γυναίκα μου...Ένα γερό βρομόξυλο θέλει γιά να στρώσει...”, χαμογέλασε χαιρέκακα.</span><br />
<span style="font-size: large;">“Δεν είναι λύση αυτή! Αντιθέτως”, τον έκοψα τρίβοντας την πλάτη μου στο έπιπλο με τα πουλοβεράκια γιά σκύλους. “Είναι πολύ πιθανό ότι έτσι, αν δηλαδή αρχίζετε στις σφαλιάρες κάθε φορά που αγριεύει, θα μπλέξετε πολύ χειρότερα.”</span><br />
<span style="font-size: large;">“Τι θέλετε να πείτε;” μισόκλεισε τα μάτια.</span><br />
<span style="font-size: large;">“Ότι αν κάνετε κάτι τέτοιο, μάλλον θα αρχίσει να δαγκώνει χωρίς προειδοποίηση. Μόλις τώρα είπατε ότι σας έβγαλε δόντια επειδή καθήσατε στον καναπέ δίπλα στη γυναίκα σας. Κακό που σας αγρίεψε, αλλά καλό που σας προειδοποίησε ότι θα δαγκώσει έτσι ώστε να πάρετε τα μέτρα σας. Φαντάζεστε τι θα γίνει αν συνδέσει το ξύλο με τα γρυλίσματα με συνέπεια να σταματήσει να προειδοποιεί, διατηρώντας όμως την τάση να δαγκώνει;”</span><br />
<span style="font-size: large;">“Και γιατί να κόψει με το ξύλο μόνο τις προειδοποιήσεις και όχι και τις δαγκωματιές;” μουρμούρισε αβέβαιος.</span><br />
<span style="font-size: large;">“Γιατί είναι σκύλος κι έχει τον τρόπο του να αντιδρά. Μην τον συγχέετε με τους ανθρώπους, πολύ περισσότερο όταν και ανάμεσα στους ανθρώπους δεν είναι σπάνιες οι απρόβλεπτες συμπεριφορές”, εξήγησα όσο πιό απλά μπορούσα. Τον είδα να το σκέφτεται εξετάζοντας με άπειρη προσοχή τις μύτες των παπουτσιών του. Σχεδόν άκουγα το μυαλό του να δουλεύει προσπαθώντας να βγάλει άκρη μ` αυτά που του`λεγα.</span><br />
<span style="font-size: large;">“Μερικές ερωτήσεις ακόμη...”, είπε σκεφτικός μετά από σιωπή πέντε-έξι δευτερολέπτων. “Παρακαλώ”, χαμογέλασα ξαναφέρνοντας το χέρι στο στήθος σαν να με ενοχλούσε το σταυρουδάκι μου.</span><br />
<span style="font-size: large;">“Τι είναι αυτό το περί κυριαρχίας που είπατε πιό πριν;”</span><br />
<span style="font-size: large;">“Η επιθετικότητα του σκύλου διακρίνεται σε διάφορα είδη ανάλογα με το ερέθισμα που την προκαλεί”, άρχισα επαναλαμβάνοντας όσα είχα αποστηθίσει από ένα σχετικό βιβλίο.</span><br />
<span style="font-size: large;">“Άλλες φορές αγριεύει γιατί φοβάται, άλλες γιατί προστατεύει κάτι δικό του, άλλες γιατί παρασύρεται από ένα άγριο παιχνίδι με παλέματα και φωνές, άλλες γιατί του βγαίνει το πρωτόγονο ένστικτο του κυνηγού, άλλες γιατί μιά θηλυκιά θέλει να προστατέψει τα κουτάβια της και τέλος, άλλες γιατί, όπως πιθανόν συμβαίνει με τον Φλίσκο, διεκδικεί την αρχηγία στο σπίτι του, αμφισβητώντας σ` εσάς το δικαίωμα να του επιβάλετε την θέλησή σας, και προσπαθώντας να σας επιβάλλει αυτός την δική του.”</span><br />
<span style="font-size: large;">“Μάλιστα...Και τι γίνεται τώρα;” ξαναρώτησε.</span><br />
<span style="font-size: large;">“Σταδιακή απευαισθητοποίηση με παράλληλα μαθήματα υπακοής που ξεκινούν από το: κάθισε”, είπα με το δυσάρεστο συναίσθημα ότι έλεγα περισσότερα απ` όσα ήθελα.</span><br />
<span style="font-size: large;">“Δεν κατάλαβα τίποτα”, χαμογέλασε αμήχανα. “Και γιατί πρέπει να πάω σε κτηνίατρο αφού δείχνετε να ξέρετε όλα όσα χρειάζονται;”, συνέχισε.</span><br />
<span style="font-size: large;">Έπνιξα έναν αναστεναγμό και προσπάθησα να κρατήσω τα νύχια μου μακριά απ` τον καβάλο του παντελονιού μου. Μα πότε θα ξεκουμπίζονταν επιτέλους;</span><br />
<span style="font-size: large;">“Γιατί σε κάποιες περιπτώσεις υπάρχουν παθολογικά αίτια πίσω από την επιθετικότητα...” “Όπως;” με διέκοψε.</span><br />
<span style="font-size: large;">“Όπως ορμονικές διαταραχές, έντονος συνεχής πόνος και ποιός ξέρει τι άλλο”, του είπα. “Ορμονικές διαταραχές...”, επανέλαβε σκεφτικός.</span><br />
<span style="font-size: large;">“Λέτε;” Χαμογέλασα θλιμμένα, ανασηκώνοντας τους ώμους.</span><br />
<span style="font-size: large;">“Δεν ξέρω. Είναι δουλειά του κτηνίατρου να το εξακριβώσει.”</span><br />
<span style="font-size: large;">“Ώστε γι αυτό μου προτείνατε...Καλά λοιπόν. Θα τον πάω σήμερα κιόλας”, δήλωσε απλώνοντας το χέρι γιά να σφίξει το δικό μου.</span><br />
<span style="font-size: large;">“Γι αυτό, και γιατί καλύτερα να κυνηγάς τον κτηνίατρο κι όχι εμένα αν γίνει καμιά στραβή και σου αρπάξει ο Φλίσκο κανένα κομμάτι πάνω στην απευαισθητοποίηση”, άκουσα την φωνούλα στο κεφάλι μου καθώς τον συνόδευα ευγενικά μέχρι την πόρτα.</span><br />
<span style="font-size: large;"><br /></span>
<span style="font-size: large;">Έχει πάει έντεκα το βράδυ και στις αίθουσες συζητήσεων δεν υπάρχει ψυχή. Τι πάθανε όλοι σήμερα; Η φαγούρα έχει μειωθεί με την αγωγή που μου `δωσε ο γιατρός αλλά όχι κι ο εκνευρισμός μου. Ακόμη κι η κλασσική που συνήθως με ηρεμεί, απόψε μου δίνει στα νεύρα. Ο δορυφορικός δέκτης πιάνει πάνω από δυό χιλιάδες κανάλια-ραδιόφωνο και τηλεόραση μαζί- κι όμως δεν βρίσκω τίποτα να μ` αρέσει αυτή τη νύχτα. Στο κρεβάτι έχω αφήσει ανοιχτό, λίγες σελίδες πριν το τέλος, τον Γέρο και την θάλασσα του Χεμινγουαίη. Αδύνατον να διαβάσω έστω και μιά γραμμή. Πνίγομαι. Ασφυκτιώ στην μισοσκότεινη καμαρούλα με τους τοίχους από γυψοσανίδα και το παγωμένο μωσαϊκό γιά πάτωμα. Ταλαντεύομαι ανάμεσα στο να κατέβω στο υπόγειο γιά να ρίξω μερικές στον σάκο και στο να βγω στους φωτισμένους δρόμους γιά περπάτημα μέχρι το πρωί. Γιά ύπνο, ούτε λόγος να γίνεται απόψε. Φοράω σκούφο, γάντια και συναφή, ρίχνω στις τσέπες τσιγάρα, και κλειδιά και τραβάω γιά την πόρτα. Στα μισά κοντοστέκομαι και ψάχνομαι γιά ταυτότητα. Γυρνάω και την παίρνω απ` το κομοδίνο. Ένας μοναχικός τύπος που κόβει άσκοπα βόλτες μες τη νύχτα δεν είναι πράγμα που περνά απαρατήρητο και δεν θα`ναι περίεργο να μου την πέσουν από κανένα περιπολικό γιά εξακρίβωση στοιχείων.</span><br />
<span style="font-size: large;"><br /></span>
<strong><span style="font-size: large;">Δευτέρα 7 Μαρτίου 05</span></strong><br />
<span style="font-size: large;"><br /></span>
<span style="font-size: large;">Σε είκοσι μέρες έχω γενέθλια. Το σκέφτομαι απ` την ώρα που ξύπνησα και νοιώθω να με πλημμυρίζουν αντιφατικά συναισθήματα. Απ` την μιά χαίρομαι και νοιώθω ευγνωμοσύνη γιά το γεγονός ότι ο Δημιουργός μου μού επέτρεψε να ζήσω εικοσιεννέα γεμάτα χρόνια, κι απ` την άλλη μελαγχολώ γιατί θα έπρεπε μέχρι σήμερα να έχω βάλει τη ζωή μου σ` ένα δρόμο. Γύρω μου άπλυτα πιάτα, κουβαριασμένες κουβέρτες, άδεια μπουκάλια, σωροί αποτσίγαρα, απλήρωτοι λογαριασμοί κι ένας συνεχώς ανοιχτός υπολογιστής, που ώρες ώρες μού μοιάζει σφραγισμένο μπουκάλι στη θάλασσα. Γράφω μηνύματα και τα ξαποστέλνω πίσω από μιά γυάλινη επιφάνεια... Κάποιοι τα διαβάζουν, μερικοί απαντούν, αλλά δεν περιμένω κανέναν να με γλυτώσει απ` το ερημονήσι που σαπίζω. Είναι φορές που με πιάνουν τα γέλια...Άφησα το χωριό και ήρθα εδώ παρασυρμένος, από δυό φανταχτερές, πομπώδεις όσο και σχετικές στον ορισμό τους λέξεις –“ποιότητα ζωής”. Σαν τα μυγάκια που πάνε ίσια πάνω στο φως που θα τα κάψει. Και τα κατάφερα περίφημα! Έχω πλέον όση “ποιότητα” θέλω. Καθαρίζω καθημερινά κουτσουλιές, κοπριές και άλλα ευωδιαστά, μετράω και ξαναμετράω το περιεχόμενο της τσέπης μου μήπως και από θαύμα περισσέψει κανένα ευρώ, ζω σε ένα κλουβί λίγο μεγαλύτερο από αυτό των ζωντανών που εμπορεύομαι, και μπαζώνω τις νύχτες μου κάνοντας συζητήσεις με αγνώστους σε δόσεις .</span><br />
<span style="font-size: large;">“Συζητήσεις στάγδην”, όπως είπε χθές ο Ανιχνευτής. Είπαμε πολλά χθες το βράδυ. Πρέπει να `χε πάει τρεισίμισι όταν σταματήσαμε την κουβέντα και πήγαμε γιά ύπνο. Είχα πιεί κομματάκι και είπα και καναδυό πραγματάκια παραπάνω, αφαιρώντας, θα μπορούσε να πει κανείς, το προσωπείο της πανοπλίας μου, με συνέπεια η κουβέντα να γίνει πιό προσωπική. Ο Ανιχνευτής, καταλαβαίνοντας προφανώς την ψυχική μου κατάσταση, πρότεινε να γυρίσουμε σε προσωπικά μηνύματα κρατώντας την συζήτηση μακριά από τρίτους. Ας είναι καλά. Αν δεν το είχαμε κάνει, σήμερα θα ένοιωθα άβολα με μιά σελίδα μηνύματα να δημοσιοποιούν τα εσώψυχά μου. Θα μου πεις, με ψευδώνυμο γράφω, αλλά και πάλι... Ο τύπος αποδείχθηκε θαυμάσιος άνθρωπος. Του μίλησα γιά τα προβλήματα στη δουλειά μου κι είχε καναδυό ιδέες που ίσως βοηθήσουν. Μου φάνηκε μπασμένος στην αγορά κι όταν τον ρώτησα δεν έκρυψε πως είχε ένα μαγαζί με ρούχα στην Αγίου Δημητρίου. Κοίτα να δεις! Δεν θα πρέπει να απέχουμε παραπάνω από μερικές εκατοντάδες μέτρα, κι όμως αντί να τα λέμε στο καφενείο, επικοινωνούμε μέσω Διαδικτύου. “Σημεία των καιρών”, που θα `λεγε κι ο φιλόλογός μου στο Γυμνάσιο- που τον θυμήθηκα πάλι αυτόν; Καλός άνθρωπος. Αυτός μου κόλλησε την αρρώστια με τα βιβλία. Το θέμα “δουλειά” εξαντλήθηκε γρήγορα και περάσαμε στους λόγους που μας κρατάνε ξύπνιους μπροστά στον υπολογιστή.Του είπα μέσες άκρες γιά μένα και αυτός μου εξομολογήθηκε με τη σειρά του, ότι ασχολείται με μιά ιστορική έρευνα που ξεκίνησε πριν οχτώ χρόνια, κι ότι όταν κουράζεται μπαίνει στην αίθουσα μηνυμάτων γιά μικρά διαλειμματάκια.</span><br />
<span style="font-size: large;">“Όχτώ χρόνια; Με τι αντικείμενο;” ρώτησα ξαφνιασμένος μιάς και δεν είναι και το πιό συνηθισμένο να βρίσκεις εμπόρους που να ασχολούνται με πολύχρονες έρευνες τέτοιου είδους. “Την ιστορία μιάς οικογένειας”, μου απάντησε. “Κάτι που δεν έχει αξία παρά μονάχα γιά μένα.” Δεν επέμεινα, διαισθανόμενος ότι δεν ήθελε να πει περισσότερα γιά την έρευνα, που πάω στοίχημα πως αφορά τη δική του οικογένεια. Έτσι κι αλλιώς είχα περισσότερη ανάγκη να μιλήσω παρά ν` ακούσω. Και μίλησα...Δηλαδή έγραψα... Μακροσκελή κείμενα που ο Ανιχνευτής διάβασε με προσοχή, κάνοντας μικρά σχόλια που θύμιζαν Επίκτητο και Αυρήλιο. “Καλά όλα αυτά στη θεωρία, αλλά το να εφαρμοστούν στην πράξη δεν είναι πάντα και τόσο εύκολο”, του `γραψα γύρω στις δυόμισι με τον ξαναδανεισμένο Αυρήλιο ανοιχτό στο τραπεζάκι, τις άδειες μπύρες στο πάτωμα και την μισοσκότεινη κάμαρα να εκλιπαρεί το φως ενός γυναικείου χαμόγελου.</span><br />
<span style="font-size: large;">“Γιά την ακρίβεια φίλε μου, το να εφαρμοστούν στην πράξη δεν είναι ποτέ εύκολο", απάντησε. "Έχεις υπ` όψιν σου την ιστορία του Μεγάλου Τελετάρχη του Τσαγιού που αναφέρει ο Καζαντζάκης;”</span><br />
<span style="font-size: large;">Δεν την είχα, και του το είπα. “Έγραψε λοιπόν”, άρχισε ο Ανιχνευτής, “στο Ταξιδεύοντας Ιαπωνία-Κίνα, γιά κάποιον άρχοντα που πλησίασε και ρώτησε τον Μεγάλο Τελετάρχη, τα μυστικά σερβιρίσματος του τσαγιού . -Θα πρέπει να διαμορφώνεται έτσι η αίθουσα που να φαίνεται ζεστή το χειμώνα και δροσερή το καλοκαίρι, απάντησε εκείνος. -Κι επιπλέον να ζεσταίνεις το νερό όσο πρέπει και να κάνεις το τσάϊ νόστιμο. -Μα Δάσκαλε, απόρησε ο άρχοντας, αυτό δεν είναι μυστικό, το ξέρουν όλοι. -Ε, λοιπόν, δήλωσε σοβαρός ο Δάσκαλος, όταν βρεις κάποιον που όχι μόνο το ξέρει, αλλά το κάνει και πράξη, να μου τον δείξεις γιά να πάω να κάτσω στα πόδια του και να γίνω μαθητής του.”</span><br />
<span style="font-size: large;">Ίσως και να `φταιγαν οι μπύρες, γιατί δεν νομίζω πως διαφορετικά θα μιλούσα με τρόπο σχεδόν εριστικό σε κάποιον που προσπαθούσε να με βοηθήσει:</span><br />
<span style="font-size: large;">“Τότε τι νόημα έχει; Αν δεν μπορεί κανείς να αγγίξει αυτό που η θεωρία ορίζει ως τέλειο, γιατί να ξοδεύεται προσπαθώντας; Εσένα λόγου χάριν, σε τι σε βοηθάνε οι Στωικοί, αν δεν πρόκειται να γίνεις ποτέ τέλειος, σοφός, κατά την δική τους ορολογία ;”</span><br />
<span style="font-size: large;">Μεσολάβησε μιά εικοσάλεπτη σιγή στην οποία φοβήθηκα ότι ο Ανιχνευτής είχε κλείσει τον υπολογιστή του ενοχλημένος απ` το ύφος μου. Τελικά, η απάντηση ήρθε ενώ άναβα το τελευταίο τσιγάρο του πακέτου μου.</span><br />
<span style="font-size: large;">“Καλή ερώτηση, που δεν απαντιέται με μιά μόνο απάντηση”, έγραφε. “Εν συντομία μπορώ να σου πω ότι πρώτον, η ερώτηση που θέτεις αποτέλεσε τελικά την αιτία να βάλουν λίγο νερό στο κρασί τους, εγκαταλείποντας την θέση ότι το ίδιο πνίγεται κάποιος κάτω από ένα πήχυ νερό όπως και κάτω από δέκα στάδια, αποδεχόμενοι έτσι την κατηγορία των προκοπτόντων (proficientes) μεταξύ των σοφών και των φαύλων. Δεύτερον ότι το παν γιά τον συνεπή Στωικό είναι η πρόθεση και όχι το αποτέλεσμα. Και τρίτον, ότι με βοηθάει ως εγχειρίδιο επιβίωσης.”</span><br />
<span style="font-size: large;">“Φοβάμαι ότι οι εξηγήσεις σου μου δημιουργούν περισσότερες απορίες”, πληκτρολόγησα έπειτα από λίγη σκέψη. “Κι έπειτα, αν και δεν έχω μελετήσει σε βάθος τους Στωικούς όπως φαίνεται να έχεις κάνει εσύ, μου φαίνεται κάπως υπερβολικός ο όρος εγχειρίδιο επιβίωσης.” Το μήνυμα του συνομιλητή μου ήταν το τελευταίο εκείνης της νύχτας, κι άνοιγε μιά πορτούλα γιά μιά πιό ουσιαστική κι ανθρώπινη επικοινωνία.</span><br />
<span style="font-size: large;">“Ο όρος δεν είναι δικός μου. Απλά τον υιοθέτησα”, έγραφε. “Τον χρησιμοποιεί γιά τον Στωικισμό κάποιος Laurence Gonzales, σ` ένα βιβλίο του με τίτλο Deep Survival, Who Lives, Who Dies And Why. Όσον αφορά τις εξηγήσεις που σου έδωσα έχεις δίκιο, αλλά δεν μπορώ να σου πω περισσότερα τέτοια ώρα εδώ. Aν έχεις όρεξη γιά τέτοια κουβεντούλα, μπορούμε να τη συνεχίσουμε την Κυριακή στην παραλία με το καφεδάκι μας. Θα με βρεις στον Ιστιοπλοϊκό όμιλο. Ρώτησε γιά τον Φίλιππο Πολυκαρπίου. Με ξέρουν όλοι εκεί. Πηγαίνω κάθε βδομάδα τον γιό μου που έχει τρέλα με το άθλημα. Ξέρεις, τρέχει με Όπτιμιστ, κι έχουμε γεμίσει ολόκληρο τοίχο με κύπελλα και μετάλλια.”</span><br />
<span style="font-size: large;"><br /></span>
<strong><span style="font-size: large;">Κυριακή 13 Μαρτίου 05</span></strong><br />
<span style="font-size: large;"><br /></span>
<span style="font-size: large;">Είναι αργά το μεσημέρι και μόλις επέστρεψα απ` την παραλία. Πήγα σήμερα το πρωί, κάπως κουμπωμένος ειν` η αλήθεια, να συναντήσω τον Ανιχνευτή που τώρα πιά απέκτησε σάρκα, οστά, και τ` όνομα Φίλιππος. Πιάσαμε να μιλάμε διερευνητικά στην αρχή, πιό άνετα μετά το πρώτο δεκάλεπτο, και πριν καλά καλά το καταλάβω είχαν περάσει τέσσερις ώρες και ακόμη μιλούσαμε...Τον φανταζόμουν φαλακρό μεσήλικα με κοιλίτσα. Τον βρήκα σαραντάρη, αθλητικό, με μακριά μαλλιά πιασμένα αλογοουρά κι ένα βλέμμα που σε τρυπάει, έτσι που θαρρείς πως βλέπει πίσω σου. Όπως είχε πει, δεν δυσκολεύτηκα να τον βρω. Ρώτησα μπαίνοντας στον όμιλο και μου τον έδειξαν. Πλησίασα χαμογελώντας με τεντωμένο το χέρι και ρώτησα αν ήταν ο Φίλιππος Πολυκαρπίου.</span><br />
<span style="font-size: large;">“Ναι”, ανταπέδωσε το χαμόγελο.</span><br />
<span style="font-size: large;">“Κι εσύ ποιός είσαι;”</span><br />
<span style="font-size: large;">“Κώστας Παρμενίδης”, απάντησα. “Μέχρι τώρα με γνώριζες ως Πέτμαν.”</span><br />
<span style="font-size: large;">“Χαίρομαι πολύ που σε γνωρίζω”, είπε τραβώντας με σ`ένα τραπεζάκι.</span><br />
<span style="font-size: large;">“Κι εγώ το ίδιο”, δήλωσα ενώ στρωνόμουν αναπαυτικά σε μιά πολυθρόνα, φάτσα στο ήλιο. Οι καφέδες ήρθαν ενώ είχαμε αρχίσει να μιλάμε γιά την ταυτότητα των υπολοίπων χρηστών με τους οποίους συνήθως ανταλλάσαμε μηνύματα. Δηλαδή εκείνος μίλαγε κι εγώ άκουγα, μιάς και δεν ήξερα το παραμικρό για κανέναν, εκτός βέβαια απ` τα ψευδώνυμα με τα οποία υπέγραφαν. Ο Φίλιππος αντιθέτως φαινόταν να γνωρίζει αρκετούς. Κάποιους μάλιστα από πολλά χρόνια πριν, αν κρίνω απ` την οικειότητα και τα αστεία που παρεμβάλλονταν στις ιστορίες του. Με ρώτησε γιά την δουλειά, το χωριό και τη ζωή μου στην πόλη κι ενώ του απαντούσα κομπιάζοντας και αποφεύγοντας να αποκαλύψω τις δυσκολίες μου, κέρασε ούζα. Νηστικός καθώς ήμουν το πιότο μου `λυσε τη γλώσσα κι άρχισα να μιλάω χωρίς ντροπές και αναστολές. Με άκουγε με προσοχή, χωρίς να με διακόπτει, και δείχνοντας με το χέρι τον γιό του κάθε που ο πιτσιρικάς έκανε κάποιον καλό ελιγμό. Η περηφάνεια του ήταν περισσότερο από φανερή και, απ` ότι μπορούσα να καταλάβω, απόλυτα δικαιολογημένη. Ακόμη κι εγώ ο άσχετος έβλεπα ότι το σκαφάκι του μικρού έπαιρνε πρώτο όλες τις στροφές- τακ και υποστροφές τις έλεγε ο Φίλιππος- ενώ έφευγε σφεντόνα στις ευθείες. Τον ρώτησα κι εγώ γιά την δουλειά και την οικογένειά του και μου είπε γιά το μαγαζί που έχει συνεταιρικά με την αδελφή του και τη γυναίκα του που δουλεύει στη Νομαρχία. Τα ούζα τέλειωσαν ταυτόχρονα με την προπόνηση του μικρού που μας ήρθε αναψοκοκκινισμένος και χαρούμενος. “Με είδες στα τελευταία όρτσα;” ρώτησε τον πατέρα του.</span><br />
<span style="font-size: large;">“Δεν τα πήγα κι άσχημα, ε;”</span><br />
<span style="font-size: large;"> “Περίφημα τα πήγες”, συμφώνησε ο Φίλιππος υψώνοντας την ανοιχτή παλάμη του γιά να την χτυπήσει με την δική του ο μικρός.</span><br />
<span style="font-size: large;">“Κώστα, να σου συστήσω τον γιό μου τον Θοδωρή”, γύρισε σε μένα.</span><br />
<span style="font-size: large;">“Θοδωρή, από `δω ο φίλος μου ο κύριος Κώστας”, με σύστησε στον πιτσιρικά.</span><br />
<span style="font-size: large;">Σφίξαμε τα χέρια και με κοίταξε βαθιά στα μάτια σοβαρός. “</span><br />
<span style="font-size: large;">Ασχολείστε και `σεις με την θάλασσα;” ρώτησε.</span><br />
<span style="font-size: large;">“Όχι, απλά πέρασα να δω τον πατέρα σου”, του απάντησα.</span><br />
<span style="font-size: large;">“Α, ναι, είναι ωραία εδώ γιά παρεούλα και καφεδάκι” σχολίασε με ύφος ογδοντάχρονου, κι έμεινε να με κοιτά χαμογελαστός.</span><br />
<span style="font-size: large;">Τον κοίταξα κι εγώ. Γύρω στα οχτώ, μ`ένα δόντι μπροστά λειψό και σώμα καλοδεμένο. Όμορφο παιδάκι, φτυστός ο Φίλιππος. Μόνο στο βλέμμα του...θαρρείς κι ήταν κρυμμένη μιά μελαγχολία. Ήταν γελοίο, μα μου θύμιζε το βλέμμα ενός γέρου καπετάνιου σε μιά ασπρόμαυρη ταινία που είχα δει παλιά.</span><br />
<span style="font-size: large;">“Ο μπαμπάς σου μου είπε ότι έχεις μαζέψει ένα σωρό διακρίσεις”, του είπα με το ψεύτικο ενδιαφέρον που κάποιες φορές οι ενήλικοι δείχνουν από ευγένεια στα παιδιά.</span><br />
<span style="font-size: large;">“Αλήθεια είναι, αλλά δεν πρόκειται γιά τίποτε σπουδαίο” έλαμψε το μουτράκι του.</span><br />
<span style="font-size: large;">“Απλώς, σκαλάκια γιά πιό πάνω...”</span><br />
<span style="font-size: large;">“Α, μπράβο!” ακούστηκα σαν χαζός. “Ωστε έχεις υψηλούς στόχους ε; Μακάρι, στο εύχομαι...” “Θέλει χρυσό Ολυμπιακό”, ανέλαβε να εξηγήσει ο Φίλιππος με κάποια αμηχανία. “Πολύ ψηλός στόχος βέβαια, αλλά δεν του κάνει τίποτε άλλο.”</span><br />
<span style="font-size: large;">“Κανένα μετάλλιο δεν είναι κακό, αλλά ένα είναι αυτό που αξίζει”, συμφώνησε ο Θοδωρής με αστεία γιά την ηλικία του σοβαρότητα. “Και όχι δεν με πειράζει να περιμένω μέχρι να μεγαλώσω”, συνέχισε γυρνώντας στον πατέρα του που είχε ανοίξει το στόμα να μιλήσει. Μείναμε γιά λίγο ακόμη απολαμβάνοντας την Μαρτιάτικη λιακάδα κι έπειτα ο μικρός πείνασε κι ο Φίλιππος σηκώθηκε ρίχνοντας μιά ματιά στο ρολόϊ του.</span><br />
<span style="font-size: large;">“Δεν σου κάνει εντύπωση πως τρέχουν οι ώρες άμα είσαι αραχτός στη λιακάδα με ουζομεζέδες;” ρώτησε γελώντας.</span><br />
<span style="font-size: large;">“Άντε να συμμαζευόμαστε σπίτια μας και τα λέμε το βράδυ.”</span><br />
<span style="font-size: large;">Τον ευχαρίστησα γιά το κέρασμα και την παρέα, αποχαιρετιστήκαμε, και τον είδα να ξεμακραίνει καβάλα σ` ένα εξακοσαπενηντάρι θηριώδες σκούτερ, με τον γιό του πίσω να τον κρατά σφιχτά απ` την μέση. Τράβηξα και εγώ γιά το μαγαζί τσιμπώντας ένα σάντουιτς στο δρόμο. Ήταν γύρω στις τρεις το μεσημέρι όταν ξεκλείδωσα την πόρτα κι από `κεινη την ώρα, λίγο τα καθαρίσματα, λίγο τα τα'ί'σματα, λίγο μπουγάδα και σίδερο, έφτασε εννιάμισι γιά να καθίσω σε καρέκλα. Κι έτσι, εδώ και δέκα λεπτά κάθομαι στο τραπεζάκι και ξεφυλλίζω ανόρεχτα τις Επιστολές στον Λουκίλιο του Σενέκα . Το δανείστηκα μαζί μ` άλλα δυό δικά του την Παρασκευή, αλλά δεν βρήκα ακόμη την όρεξη να το τελειώσω. Ίσως υποσυνείδητα λειτουργεί μέσα μου κάποιου είδους σοβινισμός, αλλά βρίσκω τον Επίκτητο περισσότερο συγκροτημένο και κυρίως συνεπέστερο. Αυρήλιος και Σενέκας λένε εξαιρετικά πράγματα μεν, αλλά δεν φαίνονται να τα υιοθετούν στην προσωπική τους ζωή. Πως να το πω; Δεν τα στηρίζουν με τις καθημερινές τους επιλογές όπως ο Επίκτητος κι όλοι οι άλλοι Έλληνες Στωικοί, αρχής γενομένης απ` τον ίδιο τον Ζήνωνα. Το μάτι μου πέφτει στο σημείο που έχω σημαδέψει με τον σελιδοδείκτη: “...είναι μακρύς ο δρόμος που περνάει από διδάγματα, ενώ σύντομος και αποτελεσματικός εκείνος που περνάει από τα παραδείγματα. Ο Κλεάνθης δεν θα απέδιδε πιστά τη σκέψη του Ζήνωνα, αν τον άκουγε μόνο. Συμμετείχε στη ζωή του, εισέδυε στα βάθη της ψυχής του, τον παρατηρούσε, γιά να δει αν ζούσε σύμφωνα με όσα δίδασκε.” Σοφές κουβέντες. Αλλά όταν τις ακούς απ` τον Σενέκα που έγλυφε εγγράφως ακόμη και πρώην δούλους γιά να γλυτώσει την εξορία, που από την μιά έγραφε τον επικήδειο του Κλαύδιου κι απ` την άλλη τον γελοιοποιούσε με την επαίσχυντη Αποκολοκύνθωση, που δέχθηκε να γίνει τσάτσος του Νέρωνα, που ανακατεύτηκε σε δολοφονίες όπως αυτή του Τιβέριου Κλαύδιου Βρεττανικού, και που μέσα σε τέσσερα χρόνια άρπαξε τέσσερα εκατομμύρια σηστέρσια από τοκογλυφία και καταχρήσεις, ε, όσο νά`ναι χάνουν κομματάκι την αξία τους.... Δεν μπορώ να μη συγκρίνω το ήθος και την συνέπεια των Ελλήνων Στωικών με την ασυμφωνία λόγων και έργων των Ρωμαίων συνεχιστών τους. Του Σενέκα που κορόϊδευε τον εαυτό του γράφοντας “Να αποδεικνύεις τα λόγια με τις πράξεις”, και του Μάρκου Αυρήλιου που μακέλευε λαούς θεωρώντας ταυτόχρονα όλους τους ανθρώπους αδερφούς, ή που θεωρήθηκε ασκητής φιλόσοφος επειδή δεν ξάπλωνε με κίναιδους στο σκληρό “ασκητικό” του κρεβάτι, χωρίς να ληφθεί υπ` όψιν ότι σ` εκείνο το κρεβάτι έκανε δεκατρία- παρακαλώ- παιδιά. Καθόλου μεμπτό βέβαια τούτο το τελευταίο, αλλά και καθόλου ασκητικό επίσης. Τέλος πάντων, οφείλω να αναγνωρίσω πως ο Αυρήλιος φαίνεται να το πάλεψε “από την θέση του ηθοποιού σ` ένα δράμα του οποίου τον ρόλο δεν διάλεξε ο ίδιος”, ή σύμφωνα με άλλη διατύπωση “από την θέση του στρατιώτη που τοποθετήθηκε σε μιά θέση γιά να πολεμήσει”. Ούτε εγώ, ούτε κανείς άλλος φαντάζομαι, του αμφισβητεί την καλή πρόθεση, την “προαίρεσιν” που θα `λεγε κι ο Επίκτητος, την βούληση για το σωστό και το δίκαιο που για κάποιους μεγάλους διανοητές όπως ο Καντ είναι το μόνο που μετράει. Αρκετά! Η μέρα μου σήμερα ήταν ασυνήθιστα ευχάριστη, με ουζάκια στη λιακάδα και εξαιρετική παρέα, οπότε είναι κρίμα να ξινίσει τώρα στο τέλος με κριτική σε πεθαμένους. Ανοίγω τον υπολογιστή λοιπόν γιά λίγη ανάλαφρη κουβεντούλα. Στα Ταξίδια, Ράμπο, Βαγγέλης και Μπαλαρίνα μαλλιοτραβιούνται γιά το αν αξίζει να πληρώσει κανείς ή όχι γιά να υποστεί την βρόμα, τους πορτοφολάδες και τις ταλαιπωρίες ενός ταξιδιού στην Ινδία. Ξεκινάω να γράψω κάτι γιά τον πολιτισμό της Ινδίας αλλά μετανιώνω. Δεν έχει νόημα αφού ξέρω πιά ότι χρήστες σαν τον Βαγγέλη μπαίνουν στις αίθουσες μηνυμάτων γιά να προκαλέσουν, μένοντας κουφοί σε κάθε επιχείρημα που δεν επιβεβαιώνει την μεγαλοφυΐα τους...Πως το `γραφε ο Σενέκας να δεις; Α, ναι! “Να συναναστρέφεσαι εκείνους που θα σε κάνουν καλύτερο. Να δέχεσαι εκείνους που μπορείς να κάνεις εσύ καλύτερους”. Σίγουρα ο Βαγγέλης και το συνάφι του δεν πρόκειται να με κάνουν καλύτερο, κι όσο γιά το ποιόν μπορώ να κάνω εγώ καλύτερο, φασκελοκουκούλωσ`τα...Ας ξεκινήσω με την αφεντιά μου και βλέπουμε. Δίπλα, στο Φιλοσοφία, δεν υπάρχουν νέα μηνύματα. Φαίνεται ότι ο Φίλιππος δεν μπόρεσε να βρει ακόμη τον χρόνο να συνδεθεί. Κι ο Traveler; Που είναι χαμένος τόσες μέρες; Κρίμα κι είχα τόσα να ρωτήσω. Τώρα που το σκέφτομαι είναι αστείο. Πήγα να βρω τον Φίλιππο γιά να συζητήσουμε υποτίθεται θέματα σχετικά με τον Στωικισμό και πιαστήκαμε στα ούζα και την ψιλοκουβέντα δίχως λέξη γιά προκόπτοντες και εγχειρίδια επιβίωσης. Συμπέρασμα: αν είσαι στην λιακάδα με μπερεκέτια και καλή παρέα δεν έχεις ανάγκη να μιλήσεις γιά φιλοσοφία, ίσως γιατί την βιώνεις. Τι είπα τώρα; Σαν Επικούρειο ακούστηκε! Αλλά θα μου πεις και τι έγινε; Αφού και οι ίδιοι οι Στωικοί δανείζονταν συχνά ρήσεις από τους άσπονδους εχθρούς τους. Ti σου λέει πάλι αυτό; Στωικοί και Επικούρειοι να τρώγονται σαν το σκύλο με τη γάτα, βαδίζοντας ουσιαστικά στον ίδιο δρόμο, αλλά κρατώντας διαφορετικά μπαστούνια. Είναι αλήθεια περίεργο που χρειάστηκαν τέσσερις αιώνες γιά να το παραδεχθούν, και πρέπει να του το αναγνωρίσω του Σενέκα ότι είχε το κουράγιο να το ομολογήσει πρώτος γράφοντας : “Σ` αυτό το σημείο η προσωπική μου άποψη - θα στην πω , έστω κι αν οι άνθρωποι της σχολής μας διαμαρτυρηθούν- είναι ότι τα διδάγματα του Επίκουρου είναι σωστά και άγια και, αν τα δεις προσεκτικά, καθόλου ηδονικά.” Ρίχνω μιά τελευταία ματιά στο Λογοτεχνία-βιβλία. Κάποιοι καινούργιοι προτείνουν κατεβατά ολόκληρα με τίτλους βιβλίων που τους εντυπωσίασαν. Ευχαριστώ, προς το παρόν έχω να τελειώσω τις Επιστολές στον Λουκίλιο και μετά με περιμένουν οι συμβουλές του γιά ευτυχισμένη ζωή και πνευματική γαλήνη. Ανοίγω τον δορυφορικό δέκτη και πιάνω το αγαπημένο μου ραδιοφωνικό κανάλι. Αναγνωρίζω τις νότες από μιά σύνθεση του Μέντελσον, αλλά δεν έχω ιδέα γιά τ` όνομά της.</span><br />
<span style="font-size: large;">“Και τι έγινε;” σηκώνω τους ώμους αδιάφορα. Δεν δίνω δα και εξετάσεις, κι ούτε χρειάζομαι πτυχίο ωδείου γιά να ευχαριστηθώ μιά καλή μουσική.</span><br />
<span style="font-size: large;">Ξαναπιάνω το βιβλίο, ανάβω τσιγάρο και ανοίγω την πρώτη μπύρα. Η νύχτα δεν προβλέπεται μεγαλειώδης μα δεν παραπονιέμαι. Η μέρα μ` αποζημίωσε με το παραπάνω.</span><br />
<span style="font-size: large;"><br /></span>
<strong><span style="font-size: large;">Πέμπτη 24 Μαρτίου</span></strong><br />
<span style="font-size: large;"><br /></span>
<span style="font-size: large;">Μόλις επέστρεψα απ` την Βιβλιοθήκη. Εδέησα τελικά να επιστρέψω, με κάποια καθυστέρηση, τα βιβλία του Σενέκα. Α! Πως θα `θελα να τα `χα διαβάσει πριν απ` την συζήτηση με εκείνο τον εξυπνάκια, τον Basketballman. Όχι πως του την χάρισα, μπήκα ξανά σε κείνη την παλιά συζήτηση που είχα θέσει το θέμα της παρεμβολής αγγλικών λέξεων στον ελληνικό λόγο και πρόσθεσα το απόσπασμα που μοιάζει καταπληκτικά με όσα είχα τότε γράψει. Γυμνό και χωρίς κάποιο σχόλιο πλήν της πηγής του, φάνηκε αρκούντως βαρύγδουπο, αν και πιθανόν ο Basketballman να μη το διαβάσει ποτέ, αφού πάει καιρός που δεν εμφανίζεται πλέον. Όπως και να`χει το απόσπασμα είναι εκεί πιά γιά όποιον ενδιαφέρεται, βεβαιώνοντας πως δεν είναι μόνο ο Πέτμαν που βλέπει αρνητικά το ανακάτεμα ξένων λέξεων σε μιά γλώσσα, χωρίς την παραμικρή προσπάθεια προσαρμογής και αφομοίωσης. Ρίχνω μιά ματιά στις αίθουσες μηνυμάτων γιά κάτι που θα αποσπούσε το ενδιαφέρον μου από την χαζοταινία της τηλεόρασης. Νέκρα... Λες και δεν το`ξερα. Παρασκευή βράδυ, ποιός κάθεται μέσα να γράφει μηνύματα; Η ματαιοδοξία μού σπρώχνει τα δάχτυλα και ξαναφέρνω στην οθόνη το μήνυμα που έστειλα χθές. Βγαίνω απ` το Ίντερνετ και το διαβάζω άλλη μιά φορά. Άβυσσος η ψυχή του ανθρώπου. Μπορεί να του έσυρα πολλά του Σενέκα, αλλά τώρα αισθάνομαι περήφανος γιά το ότι η σκέψη μου άγγιξε τη δική του. Πιθανόν κολακεύεται η ματαιοδοξία μου αλλά μ` αρέσει να βλέπω κάτω απ` τις δικές μου ενστάσεις τα λόγια ενός Ρωμαίου διανοούμενου που προσπαθεί να διαφυλάξει τη γλώσσα του:</span><br />
<span style="font-size: large;">“...δεν υπάρχει καμιά ανάγκη να μιμούμαστε και να μεταφέρουμε τις λέξεις στην ελληνική τους μορφή ' το ίδιο το πράγμα, γιά το οποίο γίνεται λόγος, πρέπει να αποδίδεται με κάποιο όνομα που οφείλει να έχει τη δύναμη του ελληνικού όρου, όχι όμως και την μορφή του.”</span><br />
<span style="font-size: large;">Μένω γιά λίγες στιγμές απολαμβάνοντας το συναίσθημα δικαίωσης που χαϊδεύει τον εγωισμό μου κι έπειτα αφήνω τον υπολογιστή, ανάβω τσιγάρο και γυρνάω στην τηλεόραση που μου φαίνεται πιό ανεκτή με τον ήχο τελείως κλειστό. Στο νου μου έχει καρφωθεί η ερχόμενη Κυριακή. Είναι μέρες που σκέφτομαι να πάω να ξαναβρώ τον Φίλιππο στον ιστιοπλοϊκό όμιλο, απ` τη μιά γιατί του χρωστάω ένα κέρασμα γιά τα ούζα της προηγούμενης φοράς κι απ` την άλλη γιατί θα μου είναι ευκολότερο να περάσω με παρέα την μέρα που μπαίνω στα τριάντα μου. Η φωνή στο κεφάλι μου ακούγεται ανήσυχη:</span><br />
<span style="font-size: large;">“Κι αν δεν είναι εκεί;” Κανονικά πρέπει να είναι. Δεν είχε πει ότι πηγαίνει τον γιό του κάθε βδομάδα;</span><br />
<span style="font-size: large;">“Ναι αλλά...δεν του γράφεις ένα προσωπικό μήνυμα να τον ρωτήσεις καλύτερα;”</span><br />
<span style="font-size: large;">Το σκέφτομαι λιγάκι και μου φαίνεται καλή ιδέα. Γυρνάω στον υπολογιστή και του γράφω στα γρήγορα ότι την Κυριακή έχω γενέθλια και θέλω να τον κεράσω στον όμιλο. Τηγανίζω δυό αυγά με μπεϊκον και μέχρι να τα κατεβάσω με μιά μπύρα έχω την απάντησή του:</span><br />
<span style="font-size: large;">“Χρόνια πολλά. Θα σε περιμένω.”</span><br />
<span style="font-size: large;"><br /></span>
<span style="font-size: large;"><br /></span>
<span style="font-size: large;"><a href="http://www.lexima.gr/lxm/forum/posting.php?mode=quote&p=7419"></a><br /></span>
<strong><span style="font-size: large;">ΑΠΡΙΛΙΟΣ</span></strong><br />
<span style="font-size: large;"><br /></span>
<em><span style="font-size: large;">... .....</span></em><br />
<em><span style="font-size: large;">“Αγκάλιασέ με.”</span></em><br />
<em><span style="font-size: large;">Αυτό μόνο ήθελα, εξ αρχής, να γράψω,</span></em><br />
<em><span style="font-size: large;">μα μου`κανε λιγάκι γυμνό </span></em><br />
<em><span style="font-size: large;">πάνω στις σελίδες της ματαιοδοξίας μου. </span></em><br />
<span style="font-size: large;"><em></em><br /></span>
<em><span style="font-size: large;">Αθανάσιος Κούρτης, Α΄, ε΄, Στη χάση και στη λέξη. </span></em><br />
<span style="font-size: large;"><br /></span>
<strong><span style="font-size: large;">Παρασκευή 1 Απριλίου</span></strong><br />
<span style="font-size: large;"><br /></span>
<span style="font-size: large;">Μου φαίνεται σαν πρωταπριλιάτικο ψέμα αλλά συνέβη. Η Λυδία ήρθε να με δεί! Όχι γιά να αγοράσει τροφές ή οτιδήποτε άλλο, αλλά “έτσι, γιά μιά καλησπέρα”, όπως είπε. Είναι μιά ώρα που έφυγε, αφήνοντάς με ταραγμένο και μπερδεμένο σαν έφηβο. Το ρολόϊ κάτω δεξιά στον υπολογιστή δείχνει έντεκα και δεκατρία λεπτά κι εγώ γυρνάω πάνω κάτω απ` τις δέκα που έκλεισα πίσω της την πόρτα, προσπαθώντας να βάλω τις σκέψεις μου σε τάξη. Επιχείρησα να αναλύσω την κατάσταση μα μπερδεύτηκα ακόμη περισσότερο κι έτσι καταφεύγω στην μοναδική αξιόπιστη μέθοδο που από μικρό παιδί με βοηθάει να βλέπω πιό καθαρά τα πράγματα. Το γράψιμο. Όλα άρχισαν την Κυριακή που πήγα στον όμιλο να κεράσω τον Φίλιππο γιά τα γενέθλιά μου. Ο καιρός ήταν βαρύς- καμιά σχέση με την λιακάδα της προηγούμενης φοράς- αλλά περάσαμε μία ευχάριστη ωρίτσα με ουζάκια, μεζεδάκια και κουβεντούλα γιά Στωικούς. Μιλήσαμε αρχικά γιά τις δυνατότητες εφαρμογής της σκέψης τους στην σημερινή πραγματικότητα κι έπειτα ο Φίλιππος μου εξήγησε την έννοια των προκοπτόντων, το γιατί ο Γκονζάλες θεωρεί τα γραφτά των Στωικών εγχειρίδιο επιβίωσης, κι άλλα παρόμοια που καθόλου δεν με απασχολούν αυτή τη στιγμή. Ήταν την ώρα που αλλάξαμε θέμα και αρχίσαμε να μιλάμε γιά την αγορά και τα προβλήματά της όταν άνοιξε ο ουρανός κι άρχισε να κατεβάζει ποτάμια. Η προπόνηση σταμάτησε όπως ήταν φυσικό κι ο Θοδωρής ήρθε μούσκεμα, τρέμοντας απ` το κρύο. Μέχρι ν` αλλάξει με την βοήθεια του πατέρα του έμεινα να κοιτάζω έξω απ` το τζάμι την βροχή και τον κόσμο που έτρεχε να φυλαχτεί. Κι ήταν τότε που την είδα πρώτη φορά. Μικροκαμωμένη αλλά καθόλου εύθραυστη, όμορφη χωρίς επιτήδευση, με μιά ζωντάνια που έμοιαζε να αναβλύζει απ` τους πόρους του κορμιού της, σταμάτησε το μικρό της αυτοκίνητό κοντά στην πόρτα του ομίλου και πήδηξε έξω με μιά ομπρέλα στο χέρι και μιά δεύτερη γυναίκα να την ακολουθεί κολλημένη πάνω της γιά φυλαχτεί απ` χοντρές σταγόνες. Μπήκαν φουριόζικα, άφησαν την ομπρέλα να στάζει δίπλα στη πόρτα, πλησίασαν με χαμόγελα και οικειότητα ένα σερβιτόρο και μίλησαν γιά λίγο μαζί του. Μαγνητισμένος, άφησα τα μάτια μου να ξεκουράζονται πάνω της, παρακολουθώντας τις χαριτωμένες χειρονομίες που συνόδευαν τις κινήσεις των χειλιών της. Η έκπληξή μου ήταν τεράστια όταν αυτός σήκωσε το χέρι και τους έδειξε εμένα κουνώντας τους ώμους απολογητικά. Τις είδα να πλησιάζουν διστακτικά, να στέκονται πάνω απ`το τραπέζι σφίγγοντας τις τσάντες τους κι έπειτα άκουσα την φωνή της ελαφρά βραχνή, μελωδική και κάπως ντροπαλή:</span><br />
<span style="font-size: large;">“Συγνώμη, ψάχνουμε τον Φίλιππο. Μας είπαν ότι καθόσασταν μαζί μέχρι πριν λίγα δευτερόλεπτα.”</span><br />
<span style="font-size: large;">“Αλήθεια είναι”, είπα καθώς σηκωνόμουν όρθιος. “Πήγε με τον γιό του στα αποδυτήρια γιά να αλλάξει ρούχα ο Θοδωρής που βγήκε μουσκεμένος. Θα επιστρέψει όπου να`ναι, καθίστε να τον περιμένετε.”</span><br />
<span style="font-size: large;">“Ευχαριστώ”, χαμογέλασε τείνοντας το χέρι. “Λέγομαι Λυδία κι είμαι η αδερφή του. Από εδώ η Μαρία, η γυναίκα του. Είμασταν σε μιά φίλη εδώ κοντά όταν άρχισε να βρέχει και η Μαρία ανησύχησε γιά το πως θα γυρίσουν σπίτι. Ξέρετε ο αδερφός μου δεν αφήνει εύκολα την μηχανή του, ούτε καν μέρες σαν τη σημερινή.”</span><br />
<span style="font-size: large;">“Ναι το πρόσεξα”, συμφώνησα ρίχνοντας μιά γρήγορη ματιά στο εξακοσαπενηντάρι που μούλιαζε έξω, καθώς έσφιγγα χαλαρά την παλάμη της.</span><br />
<span style="font-size: large;">“Εγώ είμαι ο Κώστας Παρμενίδης.” “Χαιρόμαστε πολύ”, ακούστηκε η Μαρία που έτεινε με τη σειρά της το χέρι. “Μέλος του ομίλου;”</span><br />
<span style="font-size: large;">“Α, μπα, όχι” γέλασα, ανταλλάσοντας γιά δεύτερη φορά χειραψία. “Απλώς, φίλος του Φίλιππου.”</span><br />
<span style="font-size: large;">Είδα να μάτια της να ζαρώνουν με δυσπιστία και μούτζωσα νοητά τον εαυτό μου.</span><br />
<span style="font-size: large;">“Συζητάμε καμμιά φορά στο Ίντερνετ” συμπλήρωσα.</span><br />
<span style="font-size: large;">“Α! Ώστε ανήκετε κι εσείς στη λέσχη των ξενύχτηδων;” ρώτησε η Λυδία με μιά περιπαιχτική λάμψη στα μάτια.</span><br />
<span style="font-size: large;">“Ε, καμιά φορά μπαίνουμε και μέρα”, μουρμούρισα χαζά, με τα μάτια καρφωμένα στα λακάκια που σχηματίζονταν στα μάγουλά της. Έδειχνε να `ναι στην ηλικία μου με κοντά καστανά μαλλιά, πράσινα πελώρια μάτια, και φορούσε μιά εφαρμοστή μπλούζα μ`ένα μάλλον σεμνό άνοιγμα στο στήθος. Ήταν απόλαυση να την κοιτάς αλλά παρ` όλα αυτά βασανιζόμουν έτσι που καθόμουν απέναντί της, γιατί έπρεπε να επιστρατεύσω κάθε μόριο της θέλησής μου ώστε να κρατήσω τα μάτια μου μακριά απ` το χώρισμα του στήθους της. Ακολούθησε μιά μικρή δυσάρεστη σιωπή που πρώτη έσπασε η Μαρία:</span><br />
<span style="font-size: large;">“Πάω να δω γιατί αργούν”, είπε μ` ένα τίναγμα. “Δεν κάνει να μένει βρεγμένο το παιδί, ακόμη καλά καλά δεν συνήλθε απ` το προηγούμενο κρυολόγημα.”</span><br />
<span style="font-size: large;">Μείναμε μόνοι να κοιταζόμαστε αμήχανα. Κατέβασα τα μάτια τάχα γιά να πάρω τον αναπτήρα αλλά στην πραγματικότητα γιά να τα ξεκολλήσω απ` το στήθος της. Τα πόδια της είχαν μιά αστεία τάση να γυρνούν προς τα μέσα κι οι μύτες απ` τα μποτάκια της σχεδόν ακουμπούσαν η μιά την άλλη.</span><br />
<span style="font-size: large;">“Ο Φίλιππος είπε ότι δουλεύετε μαζί στο μαγαζί”, είπα με τον αναπτήρα να κάνει μικρές τούμπες ανάμεσα στα δάχτυλά μου.</span><br />
<span style="font-size: large;">“Ναι, πάνε δώδεκα χρόνια τώρα που τ` ανοίξαμε”, κούνησε το κεφάλι. “Σε καλύτερες μέρες της αγοράς από ότι σήμερα”, συμπλήρωσε χαμογελώντας μελαγχολικά.</span><br />
<span style="font-size: large;">“Καταλαβαίνω τι εννοείς”, είπα θλιμμένα. “Έχω ένα μαγαζί με κατοικίδια ζώα, τροφές και αξεσουάρ λίγο πιό κάτω απ` το δικό σας.”</span><br />
<span style="font-size: large;">“Τι μου λες;” αναπήδησε μ` ενδιαφέρον. “Γιά λέγε, γιά λέγε. Αποφάσισα τελευταία να πάρω μιά γάτα. Τις αγαπάω τις γάτες από μικρή, αλλά οι γονείς μου ούτε να ακούσουν δεν ήθελαν γιά ζώο στο σπίτι. Τάϊζα βέβαια πολλές στην αυλή, αλλά δεν είναι το ίδιο.”</span><br />
<span style="font-size: large;">“Όχι δεν είναι”, συμφώνησα χαρούμενος που μπορούσα να κάνω παιχνίδι σε δικό μου γήπεδο. “Σκέφτεσαι καμιά ράτσα ή δεν σε νοιάζει;” “Όχι καλέ, τι ράτσες και ρατσιστικά”, γέλασε. “Θα μαζέψω κανά κεραμιδόγατο να κάνω και ψυχικό. Που το `χεις το μαγαζί; Μάλλον θα σε χρειαστώ μες τη βδομάδα.”</span><br />
<span style="font-size: large;">Της έδωσα μιά κάρτα με την διεύθυνση και το τηλέφωνο του μαγαζιού και σηκώθηκα να κάνω χώρο στον Φίλιππο που επέστρεφε με την γυναίκα και τον γιό του.</span><br />
<span style="font-size: large;">“Α, γνωριστήκατε βλέπω, ωραία”, είπε ο Φίλιππος καθώς έπεφτε βαρύς στην πολύθρονα. “Μιλούσαμε γιά την γάτα που θα πάρω”, χαμογέλασε η Λυδία κοιτώντας με βαθιά στα μάτια. Ένοιωσα να πνίγομαι από ένα σφίξιμο στο στήθος και το χέρι μου έψαξε γιά σωσίβιο στο πακέτο με τα τσιγάρα.</span><br />
<span style="font-size: large;">“Θέλει κανείς;” θυμήθηκα να ρωτήσω.</span><br />
<span style="font-size: large;">“Ευχαριστούμε, εγώ το έκοψα πριν από καιρό και τα κορίτσια δεν καπνίζουν”, απάντησε ο Φίλιππος.</span><br />
<span style="font-size: large;">“Κι εγώ προσπάθησα πολλές φορές”, ομολόγησα με κάποια ντροπή. “Πως τα κατάφερες;”</span><br />
<span style="font-size: large;">“Με δυσκολία”, χαμογέλασε ο νέος μου φίλος. “Αλλά δεν έχει σημασία. Αυτό που μετράει είναι να το θέλεις στ` αλήθεια και να μη παραιτηθείς. Όσες φορές κι αν νικηθείς, φτάνει μιά νίκη γιά να ακυρώσεις όλες τις ήττες.”</span><br />
<span style="font-size: large;">Έμεινα να τον κοιτάζω με το στόμα ανοιχτό.</span><br />
<span style="font-size: large;">“Κάτι μου θυμίζει αυτό”, είπα στο τέλος. “Επίκτητο”, απάντησε ανασηκώνοντας τους ώμους. “Γιατί σου κάνει εντύπωση; Δεν σου ΄λεγα πριν λίγο ότι σχεδόν το σύνολο της σκέψης του μπορεί να βρει εφαρμογή σε καθημερινά σύγχρονα ζητήματα;”</span><br />
<span style="font-size: large;">“Το`λεγες”, κούνησα το κεφάλι ανάβοντας το τσιγάρο που κρατούσα.</span><br />
<span style="font-size: large;">Η Λυδία ήρθε δυό μέρες μετά να αγοράσει γατοτροφές και πλαστικά σκεύη γιά την γάτα της. Είχε υιοθετήσει ένα γκριζόλευκο γατάκι που φρόντιζε από μέρες. Την κέρασα καφέ κι έμεινε κανά μισάωρο. Μιλήσαμε γιά διάφορα, αστειευτήκαμε, γελάσαμε, κι όταν γύρισε να φύγει ένοιωσα περισσότερο μόνος από ποτέ.</span><br />
<span style="font-size: large;">“Να περνάς...όχι μόνο γιά τροφές”, της φώναξα στην πλάτη την ώρα που ξεμάκραινε προς το μαγαζί της. Γύρισε μιά στιγμή, μου `ριξε ένα βλέμμα γεμάτο υποσχέσεις και συνέχισε βιαστική. Έκλεισα την πόρτα και σωριάστηκα στην καρέκλα πίσω απ` το ταμείο.</span><br />
<span style="font-size: large;">“Τι κάνεις ρε καθίκι;” άκουσα την γνώριμη φωνή να ουρλιάζει μές το κεφάλι μου. “Την αδερφή του Φίλιππου ρε; Του μόνου ανθρώπου που σε πλησίασε σαν φίλος απ` την μέρα που πάτησες το πόδι σου εδώ;”</span><br />
<span style="font-size: large;">“Άντε παράτε με” μουρμούρισα, όχι πολύ πειστικά . “Τι προτείνεις δηλαδή; Την αδερφή κανενός εχθρού μου; Κι έπειτα λίγη κουβέντα κάναμε, που είναι το κακό;”</span><br />
<span style="font-size: large;">“Στο νου σου είναι το κακό ρε ντενεκέ ξεγάνωτε, στο νου σου”, γαύγισε η φωνή. “Δεν σταμάτησες να την ξεντύνεις με τα μάτια όσο σού μιλούσε...”</span><br />
<span style="font-size: large;">“Ε, μάτια είναι, κοιτάζουν, τι να κάνουμε τώρα; Κι έπειτα, το στήθος της κολάζει άγιο. Εγώ φταίω;" σιγογέλασα. "Άντε σκάσε τώρα να δουλέψουμε και λίγο.”</span><br />
<span style="font-size: large;">Δεν έσκασε. Συνέχισε να με τυρρανάει μέχρι που σιγά σιγά άρχισα να πιστεύω ότι το ενδιαφέρον μου γιά την Λυδία, πρόδιδε την εμπιστοσύνη του φίλου μου. Το σκέφτηκα λίγο και αποφάσισα να το αφήσω το πράγμα, κι όπου πάει μόνο του.</span><br />
<span style="font-size: large;">“Βλέπουμε και κάνουμε”, που έλεγε κι ο συγχωρεμένος ο πατέρας μου. Αλάνθαστη προσέγγιση. Και να που ξανάρθε. Όχι γιά τροφές. Γιά μένα!</span><br />
<span style="font-size: large;"><br /></span>
<strong><span style="font-size: large;">Κυριακή 10 Απριλίου 05</span></strong><br />
<span style="font-size: large;"><br /></span>
<span style="font-size: large;">Άντε πάλι. Να υπήρχε ένας τρόπος να καταργηθούν οι ρημάδες οι Κυριακές! Έχει πάει εννιά το βράδυ και δεν έχω μιλήσει σε άνθρωπο. Τουλάχιστον τις εργάσιμες κάποιος μπαίνει, κάτι λέμε. Αποσπάται ο νους μου απ` την Λυδία και τα προβλήματα της δουλειάς. Αν κι αυτά τα σκέφτομαι πιά ολοένα και λιγότερο, έτσι που η σκέψη μου δεν μπορεί να ξεκολλήσει απ` τα μάτια της. Καθάρισα, τάϊσα, ταχτοποίησα εμπορεύματα, συμμάζεψα το δωμάτιο μου, έβαλα μπουγάδα, και τώρα κάθομαι άλλη μιά φορά στο μικρό γραφειάκι κουβεντιάζοντας με τον υπολογιστή, ελλείψει άλλου να μ` ακούσει. Δίπλα μου αχνίζει ένας τραχανάς, ακουμπισμένος στα βιβλία του Τζακ Λόντον που πρέπει αύριο να επιστρέψω στη Βιβλιοθήκη. Καλά βιβλία, αλλά το Κάλεσμα της άγριας φύσης μ` άρεσε περισσότερο. Ίσως γιατί δεν ήταν πολιτικοποιημένο. Με κουράζουν πιά, τόσο οι πολιτικολογίες, όσο και τα “δήθεν”. Κι εδώ που τα λέμε το πνεύμα της, καλογραμμένης κατά τ` άλλα, Σιδερένιας φτέρνας δεν μου φάνηκε να ταιριάζει στον πιό καλοπληρωμένο συγγραφέα της εποχής του, με τα κότερα και τις σπιταρώνες του. Θα μου πεις, που να την βρεις την συνέπεια σε τούτο τον ντουνιά; Όσοι την έχουν αγιάζουν, ή γίνονται ήρωες, ή φοράνε την ταμπέλα του γραφικού ή ακόμη... Άσε καλύτερα, είμαι που είμαι χάλια, μην πιάσω και τα σοβαρά τώρα. Ο τραχανάς είναι θαύμα και μου ζεσταίνει τα μέσα μου. Άντε να βγει κι αυτός ο χειμώνας μήπως και δούμε Θεού πρόσωπο. Το κρύο το φετινό θα το θυμάμαι γιά πολύ καιρό. Δυό φορές παγώσανε οι σωλήνες και την έβγαλα -εγώ και τα ζωντανά- με εμφιαλωμένο. Περιέργως ήρθαν χθες και μου πλήρωσαν μερικά βερεσέδια, πράγμα που βοηθάει να ατενίσω με αισιοδοξία την επόμενη βδομάδα. Λοιπόν το έχω προσέξει επανειλημμένα, εκεί που φοβάσαι το χειρότερο αυτό περνάει χωρίς να σ` αγγίξει, κι εκεί που είσαι άνετος κι ωραίος σου έρχεται το ζόρι απ` τη κατεύθυνση που ούτε να φανταστείς μπορούσες. Λες κι υπάρχει κάποιου είδους φάρσα που παίζεται στην πλάτη σου.</span><br />
<span style="font-size: large;">“Ωραία, μπράβο! Αρχίσαμε πάλι τις αμπελοφιλοσοφίες. Εμπρός γιά Διαδυκτιακές συζητήσεις πριν χαθεί ο οίστρος”, ακούω την φωνούλα ξανά μες στο κεφάλι μου – άντε και σχεδόν μου είχε λείψει τελευταία...</span><br />
<span style="font-size: large;">Στα Ταξίδια η Nychta μόλις γύρισε από την Γερμανία και ξεκίνησε ένα σχετικό θέμα. Περιγράφει την φύση και τις πόλεις με ανυπόκριτο θαυμασμό. Από κάτω ο Ράμπο την επιβεβαιώνει και προσθέτει στα θαυμαστά της χώρας το ανεπτυγμένο αίσθημα ζωοφιλίας, σε αντίθεση με το "έλλειμα ζωοφιλίας" στη χώρα μας. Ο Βαγγέλης, που φαίνεται να διακατέχεται από την λογική του Δηλιγιάννη –“Η γνώμη μου; Μα η αντίθετη απ` του Τρικούπη”- του ρίχνεται επιχειρηματολογώντας υπέρ της ελληνικής φιλοζωίας. Η συζήτηση αναπόφευκτα φτάνει στα αδέσποτα και η Nychta επισημαίνει την έλλειψή τους στις προηγμένες ζωοφιλικά χώρες. Περισσότερο γιά να απαλύνω την πλήξη μου και λιγότερο επειδή θέλω να πάρω μέρος στον αέναο καβγά μεταξύ Ράμπο και Βαγγέλη, συνδράμω με την σοφία που αποκόμισα κατά την ενασχόλησή μου με σκυλιά και γατιά:</span><br />
<span style="font-size: large;">“Πως εξηγείτε το ότι δεν υπάρχουν έξω αδέσποτα και υπάρχουν εδώ;”</span><br />
<span style="font-size: large;">Το στέλνω και αποτελειώνω τον τραχανά που έχει κρυώσει κι έχει γίνει μιά αηδία και μισή. Ανάβω το τελευταίο τσιγάρο του δεύτερου πακέτου και σηκώνομαι γιά να γεμίσω ένα νεροπότηρο με κόκκινο χύμα κρασί. Τελειώνοντας το τσιγάρο η απάντηση της Nychta με κάνει να χαμογελάσω. Ήταν ακριβώς αυτή που περίμενα:</span><br />
<span style="font-size: large;">“Υποθέτω πως δεν πετάνε τα σκυλιά τους στο δρόμο, όπως μερικοί -μερικοί εδώ.”</span><br />
<span style="font-size: large;">Πίνω μερικές μικρές γουλιές ενώ στριφογυρνάω στο νου μου το μήνυμα που θα της στείλω.</span><br />
<span style="font-size: large;">Το κρασί είναι αρκετά καλό γιά χύμα, με μιά υποψία αρώματος από μοσχάτο σταφύλι. Το ποτήρι είναι μισοάδειο όταν πιάνω το πληκτρολόγιο να γράψω, και ξαφνιασμένος ανακαλύπτω πως έχει μπει στη συζήτηση και ο Traveler:</span><br />
<span style="font-size: large;">“Και τότε πως γίνεται να γεμίζουν τα εκεί καταφύγια αδεσπότων, σε βαθμό που τα ζώα να εκτελούνται μαζικά ώστε να αδειάσει χώρος γιά να μπούν τα επόμενα; Έχεις υπ` όψιν σου ότι τo καταφύγιο αδεσπότων στο Αμβούργο έχει το παρατσούκλι στρατόπεδο θανάτου κι ότι τα πιό πολλά ζώα που γλυτώνουν από `κεί είναι γιατί τρέχουν να τα υιοθετήσουν Αυστριακοί ευαισθητοποιημένοι από δελτία ειδήσεων;”</span><br />
<span style="font-size: large;">Το μήνυμά του με αφήνει άφωνο. Γράφω στα γρήγορα:</span><br />
<span style="font-size: large;">“Είσαι βέβαιος; Ετοιμαζόμουν να απαντήσω στην Nychta ότι ίσως στην Ελλάδα υπάρχουν αδέσποτα γιατί οι άνθρωποι τα ταϊζουν. Εννοώ, πως λόγω της δουλειάς μου συναναστρέφομαι καθημερινά με ανθρώπους που ξοδεύουν απ` το υστέρημά τους γιά να ταϊσουν αδέσποτα της γειτονιάς τους. Αλλά αν η αιτία είναι ότι απλά στην Ελλάδα γίνονται λιγότερες ευθανασίες, τότε τι να πω...αλλάζει ολόκληρη η εικόνα.”</span><br />
<span style="font-size: large;">Τα τσιγάρα μου έχουν τελειώσει. Μέχρι να πάω και να `ρθω στο περίπτερο ο Traveler έχει απαντήσει. Λακωνικά και χωρίς να αφήνει περιθώρια αμφισβήτησης:</span><br />
<span style="font-size: large;">“Κοίτα στο περιοδικό Κάπα της σημερινής Καθημερινής.”</span><br />
<span style="font-size: large;">Με διαφορά δευτερολέπτων η Νεφέλη συνηγορεί υπέρ του Traveler:</span><br />
<span style="font-size: large;">“Έτσι και χειρότερα είναι Πέτμαν. Οι ευθανασίες είναι στη καθημερινή διάταξη έξω. Και μάλιστα με ελάχιστη αντίδραση. Μη κοιτάς που αν γίνει κάτι τέτοιο εδώ ξεσηκώνονται κι πέτρες. Θέλεις μερικούς αριθμούς; To 56o/o των σκύλων που μπαίνει σε κυνοκομεία των Η.Π.Α. θανατώνεται. Αυτό σημαίνει, ανάλογα με τη χρονιά, 6-15 εκατομμύρια ευθανασίες σκύλων (καλά διάβασες, εκατομμύρια!). Οι αριθμοί αυτοί αφορούν καταφύγια αδεσπότων, χωρίς να υπολογίσουμε ευθανασίες σε άλλους χώρους όπως π.χ. κτηνιατρεία και κλινικές. Αλλά και στην Ευρώπη μη νομίζεις ότι τα νούμερα είναι καλύτερα...”</span><br />
<span style="font-size: large;">Μένω προσπαθώντας να χωνέψω όσα διαβάζω, καπνίζοντας. Ενώ σβήνω το τελειωμένο τσιγάρο ένα νέο μήνυμα έχει προστεθεί μεγαλώνοντας την ταραχή μου. Αυτή τη φορά απ` τον Φίλιππο:</span><br />
<span style="font-size: large;">“Αυτά είναι τα τυχερά. Κοιμούνται και δεν ξυπνάνε. Τα άλλα να λυπάστε...”</span><br />
<span style="font-size: large;">“Ποιά άλλα; Εννοείς αυτά που γυρνάνε στο κρύο πεινασμένα;” ρωτάω. “Όχι. Αυτά που καταλήγουν σε εργαστήρια γιά πειράματα. Διάβασα γιά δέκα περίπου εκατομμύρια ζώα μόνο στην Ευρώπη σε διάστημα ενός έτους. Τα στοιχεία ήταν του 1999, αν θυμάμαι καλά”, απαντά ο Φίλιππος. Χρειάζονται μόνο 7 λεπτά γιά εμφανιστεί, εριστικός ως συνήθως, ο Βαγγέλης: “Γιά μιά στιγμή! Μην τρελαθούμε! Με τι θα πειραματιστούν δηλαδή οι επιστήμονες προκειμένου να σπρώξουν στον 21ο αιώνα την ιατρική;”</span><br />
<span style="font-size: large;">Η αίθουσα μηνυμάτων έχει αδειάσει κι έτσι η ερώτησή του μένει αναπάντητη. Αφήνω τον υπολογιστή ανοιχτό και αυξάνω την ένταση του ήχου στην δεκαεξάρα τηλεόραση. Συνδεδεμένη με τον δορυφορικό δέκτη διαλύει την σιωπή της κάμαράς μου. Οι νότες από τον Μολδάβα του Σμέτανα κυλούν κελαριστές απ` το ελβετικό στούντιο εκεί ψηλά, περνούν απ` τα αυτιά μου και καταλήγουν στην ψυχή μου, αφήνοντας μιά γλυκιά μελαγχολική ζεστασιά. Γέρνω πίσω με τα μάτια κλειστά και ταξιδεύω στην παγωμένη Τσεχία, προσπαθώντας να φανταστώ τα νερά του Μολδάβα να διασχίζουν την καταπράσινη χώρα. Πού είχα διαβάσει ότι καλύπτεται από δάση; O Μολδάβας τελειώνει -δυστυχώς- και ξανακοιτάω στην αίθουσα συζητήσεων. Δεν υπάρχει ψυχή. Ούτε στα Ταξίδια, ούτε πουθενά αλλού. Να πάρει...μ` αφήσανε μόνο και δεν νυστάζω καθόλου. Το Swiss classic αρχίζει να αναμεταδίδει κάποια όπερα. Εδώ τα χαλάμε. Δεν μ` αρέσουν οι όπερες. Κλείνω τηλεόραση και δορυφορικό δέκτη και βάζω μιά χιλιοπαιγμένη κασέτα στο ξεχαρβαλωμένο μου φτηνιάρικο ηχοσύστημα.</span><br />
<span style="font-size: large;">“Δεν τρέχει τίποτα Στελάρα... Στην υγειά σου”, υψώνω το ποτήρι μισοζαλισμένος. “Όσο έχω εσένα δεν φοβάμαι τίποτα. Μαζί θα γουστάρουμε άποψε, έτσι λεβέντη μου;”</span><br />
<span style="font-size: large;">Νοιώθω τα μάτια μου να τσούζουν στις πρώτες στροφές της κασέτας:</span><br />
<span style="font-size: large;"><br /></span>
<span style="font-size: large;">“Δυό πόρτες έχει η ζωή...”</span><br />
<span style="font-size: large;"><br /></span>
<span style="font-size: large;">Ο Στέλιος παραδίδει μαθήματα φιλοσοφίας γιά προχωρημένους. Το χέρι κινείται αυτόματα στο κουμπί της έντασης. Μιά βιαστική ματιά στην ώρα. Φτού! Είναι κι όλας εντεκάμισυ. Καρφώνω βιαστικά το βύσμα στο μηχάνημα, φοράω τα ακουστικά στα αυτιά και γυρνάω τέρμα το κουμπί :</span><br />
<span style="font-size: large;"><br /></span>
<span style="font-size: large;">"...άνοιξα μιά και μπήκα..."</span><br />
<span style="font-size: large;"><br /></span>
<span style="font-size: large;">Αδειάζω το ποτήρι μου και το ξαναγεμίζω ενώ το τραγούδι τελειώνει. Στην μικρή παύση που μεσολαβεί σκουπίζω ήρεμα ένα δάκρυ. Καμιά ντροπή, δεν με βλέπει κανείς κι ένας σκασμός πιοτό γιά άλλοθι. Οι πενιές που διαδέχονται την μικρή σιωπή ηλεκτρίζουν το μισοσκόταδο γύρω μου, αστέρια που φεγγοβολούν στην αποψινή κόλαση. Το μπουζούκι σπαράζει. Ο λυγμός του Στέλιου βάλσαμο στα σπλάχνα που με καίνε:</span><br />
<span style="font-size: large;"><br /></span>
<span style="font-size: large;">"Όταν μεθάει ο άνθρωπος κανείς να μην τον κρίνει... "</span><br />
<span style="font-size: large;"><br /></span>
<span style="font-size: large;">Το τσιγάρο που ανάβω τρέμει στα δάχτυλα. Το κρασί κατεβαίνει σαν νερό. Χρειάζομαι κάτι πιό δυνατό. Ο Στέλιος τελειώνει και αναλαμβάνουν να με συντροφέψουν οι Χαϊνηδες:</span><br />
<span style="font-size: large;"><br /></span>
<span style="font-size: large;">“Σε περιβόλι μοναχός</span><br />
<span style="font-size: large;">πως ζεις καημένε κρίνε</span><br />
<span style="font-size: large;">αμάν αμάν,</span><br />
<span style="font-size: large;">πως ζεις καημένε κρίνε..."</span><br />
<span style="font-size: large;"><br /></span>
<span style="font-size: large;">Κάπου είχα ένα μπουκάλι τσίπουρο που μου είχε φέρει ο Νίκος απ` το χωριό. Γεμίζω ένα σφηνάκι και το κατεβάζω μονορούφι. Με καίει και με χτυπάει στο κεφάλι σαν βαριοπούλα. Οι Χαϊνηδες συνεχίζουν να κεντούν την θλίψη τους στο μυαλό μου:</span><br />
<span style="font-size: large;"><br /></span>
<span style="font-size: large;">"...σαν τον καημό της μοναξιάς</span><br />
<span style="font-size: large;">άλλος καημός δεν είναι...”</span><br />
<span style="font-size: large;"><br /></span>
<span style="font-size: large;">Κατεβάζω την ένταση και βγάζω την κασέτα με μιά νευρική άτσαλη κίνηση. Αρπάζω μιά άλλη απ` το σωρό και την βάζω -όχι την καρφώνω- στο μηχάνημα πατώντας το κουμπί. Χριστέ, βοήθα να βγεί η νύχτα...</span><br />
<span style="font-size: large;"><br /></span>
<span style="font-size: large;">“...Hold on, hold on</span><br />
<span style="font-size: large;">you have gambled with your own life...”</span><br />
<span style="font-size: large;"><br /></span>
<span style="font-size: large;">Από την άλλη άκρη του κόσμου ο Πήτερ Γκάμπριελ μ` αρπάζει απ` το γιακά και με ξαναστήνει όρθιο τη στιγμή που τα γόνατα πάν` να διπλώσουν. Σηκώνομαι μ`ένα βογγητό και βγάζω τα ακουστικά τραβώντας γιά το υπόγειο. Μου`ρχεται να ουρλιάξω κι αν δεν καταφέρω να κρατηθώ, καλύτερα να γίνει κάτω μη ξυπνήσω κανέναν και πλακώσει το εκατό.</span><br />
<span style="font-size: large;"><br /></span>
<strong><span style="font-size: large;">Δευτέρα 11 Απρ. 05</span></strong><br />
<span style="font-size: large;"><br /></span>
<span style="font-size: large;">“Δεν γίνονται όλα τα πειράματα γιά ιατρικούς σκοπούς, κι ούτε γίνονται όπως τα φαντάζεσαι.”</span><br />
<span style="font-size: large;">Το μήνυμα του Traveler που απαντά στον Βαγγέλη, είναι το πρώτο που διαβάζω πίνοντας τον πρωινό καφέ μου. Τις τελευταίες μέρες έχω αρχίσει να μπαίνω στις αίθουσες μηνυμάτων και πρωινά, σε μιά προσπάθεια να γεμίσω τις άδειες ώρες μου. Τελειώνοντας τον καφέ μου καταπιάνομαι με την καθημερινή καθαριότητα. Κλουβιά, πάτωμα και συναφή. Μέχρι να τελειώσω έχει πάει δέκα. Από πελατεία, ούτε ψυχή. Ξανακάθομαι στον υπολογιστή με τον δεύτερο καφέ της μέρας στο χέρι.</span><br />
<span style="font-size: large;">“Τι εννοείς;” ρωτάει ο Ζ81 τον Traveler.</span><br />
<span style="font-size: large;">Έχω που έχω τα χάλια μου από την ώρα που ξύπνησα- με τυρρανάει κεφαλόπονος και ναυτία- η απάντηση του Traveler πέφτει στο στομάχι μου σαν χαριστική βολή. Τρέχω στην τουαλέτα πριν τελειώσω την ανάγνωση.</span><br />
<span style="font-size: large;">Δεκαπέντε λεπτά αργότερα, ξανακάθομαι μπροστά στην οθόνη ταραγμένος και αηδιασμένος. Είχα ακούσει πολλά αλλά αυτό πιά παραείναι. Στο μακροσκελέστατο κείμενο που έχει ανεβάσει, αναφέρονται ονόματα Ευρωπαϊκών χωρών που αγνοώντας κανονισμούς της Ευρωπαϊκής Ένωσης χρησιμοποιούν αδέσποτα σκυλιά γιά πειράματα, χωρίς παυσίπονα και αναισθητικά και χωρίς τον κατάλληλο συντονισμό ώστε να αποφευχθούν άσκοπες επανάληψεις των ίδιων πειραμάτων από διαφορετικούς ερευνητές. Διαβάζω με ανάμικτα συναισθήματα φρίκης, οργής και απορίας. Ο Traveler δείχνει άριστα πληροφορημένος ακόμη κι όταν αναφέρει πράγματα που κανονικά θα έπρεπε να θεωρούνται απόρρητα, όπως δοκιμές όπλων νέας τεχνολογίας πάνω σε σκυλιά.</span><br />
<span style="font-size: large;">“Δεν έχω πρόθεση να σε αμφισβητήσω, αλλά που τα βρήκες όλα αυτά;” γράφω απορημένος και κάνω κλικ στο Αποστολή.</span><br />
<span style="font-size: large;">Περιμένω γιά λίγο την απάντησή του, αλλά αποδεικνύεται μάταιο. Μάλλον ο πρωινός του καφές τελείωσε κι άρχισε τη δουλειά. Γυρνάω κι εγώ στα δικά μου. Σιγά σιγά αρχίζει να μπαίνει κόσμος κι ο θόρυβος της ταμειακής ηχεί στ` αυτιά μου σαν μελωδία του Μότσαρτ. Θα έπρεπε να το περιμένω. Η περισσότερη δουλειά πέφτει πάντα όταν με δυσκολία μπορώ να σταθώ στα πόδια μου. Εξυπηρετώ τους πελάτες με χαμόγελα και αστειάκια, προσέχοντας να στέκομαι σε απόσταση ώστε να μη τους ρίξω κάτω ξερούς με την αλκοολούχα αναπνοή μου. Όταν βρίσκω χρόνο να ξανακοιτάξω το ρολόι μου είναι κιόλας προχωρημένο μεσημέρι Παραγγέλνω δυό σάντουιτς με γύρο και ρίχνω μιά ματιά στον υπολογιστή. Ο Traveler έχει απαντήσει.</span><br />
<span style="font-size: large;">“Τα γράφουν οι εφημερίδες. Αν κάποιος ενδιαφέρεται και κρατάει αποκόμματα, δεν αργεί να αντιληφθεί τι συμβαίνει. Αρκεί να τα συνδυάσει.” Καλός και χρυσός ο τύπος, αλλά με το τσιγκέλι του τα βγάζεις τα λόγια.</span><br />
<span style="font-size: large;">“Απ` ότι φαίνεται εσύ τα συνδύασες και κατέληξες σε συμπεράσματα”, γράφω. “Δεν θέλεις να τα μοιραστείς μαζί μας;”</span><br />
<span style="font-size: large;">Η απάντηση έρχεται σχεδόν αμέσως : “Εχθές σου πρότεινα να ρίξεις μιά ματιά στο ένθετο της <em>Καθημερινής</em>. Νομίζω αν το κάνεις θα σου λυθούν αρκετές απορίες. Εν πάσει περιπτώσει υπάρχει εκεί ένα άρθρο, σε κάποιο σημείο του οποίου ο αρθρογράφος αναρωτιέται γιατί κάποιοι ξένοι φιλόζωοι αφήνουν τα δικά τους αδέσποτα να θανατώνονται σε κυνοκομεία, λόγου χάριν σαν του Αμβούργου, κι έρχονται στην Ελλάδα να μαζέψουν τα δικά μας γιά να τα μεταφέρουν στη χώρα τους. Τον Φλεβάρη που μας πέρασε κατασχέθηκε στο λιμεναρχείο Πειραιά ένα φορτίο πενηνταοχτώ σκυλιών που ταξίδευε γιά Γερμανία. Δεν ήταν το μόνο. Μιά εφημερίδα της Κρήτης ονόματι Πατρίς έγραψε πέρσι τον Σεπτέμβρη ότι μόνο από το Ηράκλειο στέλνονται στο εξωτερικό εξήντα έως ογδόντα ζώα κάθε μήνα. Επειδή κατασχέσεις σαν αυτή του λιμεναρχείου Πειραιά που προανέφερα δεν γίνονται συχνά, πρέπει να υποθέσουμε ότι φτάνουν τελικά στον προορισμό τους. Όμως αναρωτιέμαι...ποιός είναι αυτός ο προορισμός;” Διαβάζω το μικρό κείμενο τρομαγμένος. Στο νου μου έρχεται το χαρτί που είχα κολλημένο στο τζάμι το περασμένο καλοκαίρι:</span><br />
<span style="font-size: large;">“Χαρίζονται ημίαιμα κανίς, πληροφορίες εντός.” Τα είχε γεννήσει η σκύλα ενός πελάτη και ο άνθρωπος βιαζόταν να τα ξεφορτωθεί πριν του καταστρέψουν το σπίτι. Ο μακρυμάλλης τουρίστας με τα καλούτσικα ελληνικά που μπήκε γιά να ρωτήσει σχετικά, μου είχε φανεί μιά χαρά παλικάρι. Ήθελε, είχε πει, και τα τρία.</span><br />
<span style="font-size: large;">“Και τα τρία;” τον είχα ρωτήσει έκπληκτος. “Γιά να έχουν παρέα. Λείπω πολλές ώρες στη δουλειά”, είχε χαμογελάσει αφοπλιστικά.</span><br />
<span style="font-size: large;"><br /></span>
<strong><span style="font-size: large;">Τετάρτη 13 Απριλίου 05</span></strong><br />
<span style="font-size: large;"><br /></span>
<span style="font-size: large;">Η Λυδία ξανάρθε σήμερα το απόγευμα. Το μαγαζί της δεν δουλεύει Τετάρτη απόγευμα κι έτσι πέρασε να δει “αν κερνάω καφέ”, όπως είπε. Αν κερνούσα λέει; Μόνο καφέ; Ότι είχα και δεν είχα κερνούσα. Δεν έπαψα να την σκέφτομαι στιγμή απ` την περασμένη Παρασκευή κι αν δεν φοβόμουν μη σηκώσει ο Φίλιππος το τηλέφωνο θα της είχα τηλεφωνήσει χίλιες φορές στο μαγαζί της.</span><br />
<span style="font-size: large;">“Αν δεν φοβόμουν...” Εντάξει, δεν είναι ότι φοβάμαι στ` αλήθεια, αλλά τι να του πω του ανθρώπου; “Καλημέρα Φίλιππε, δως μου την αδερφή σου να της μιλήσω...δεν λέγεται...πολύ ξεφτίλα...”</span><br />
<span style="font-size: large;">Πιάσαμε να μιλάμε με τις ζεστές κούπες στα χέρια καθισμένοι δίπλα δίπλα στον μικρό καναπέ και σαν τέλειωσε ο καφές το γυρίσαμε σε ουίσκι. Γέμισε το δικό της μέχρι πάνω με νερό και τσούγκρισε το ποτήρι της πάνω στο δικό μου με τα μάτια της να λάμπουν.</span><br />
<span style="font-size: large;">“Στην υγειά μας”, φώναξε εύθυμα. “Στην υγειά μας” αντιγύρισα, ψάχνοντας κάποιο βαθύτερο νόημα σε εκείνο το “...μας” που ακούστηκε απ` το στόμα της.</span><br />
<span style="font-size: large;">“Βλακείες αγόρι μου. Φαντάζεσαι πράγματα απ` το τίποτε και πρέπει να σε δει γιατρός”, κορόϊδεψε η φωνούλα μέσα μου.</span><br />
<span style="font-size: large;">“Πρέπει οπωσδήποτε να με δει, γιά να μ` απαλλάξει από σένα”, απάντησα νοερά, ενώ προσπαθούσα να μη χάσω λέξη απ` όσα έλεγε η Λυδία. Φαίνεται πως είναι οικογενειακό τους να σκαλίζουν τ` απίθανα και να τα κάνουν να φαίνονται ενδιαφέροντα. Μετά τον Φίλιππο και τους Στωικούς του, ήταν η σειρά της αδερφής του να με αρχίσει στις φιλοσοφίες και τα συναφή. Μόνο που αυτή φαίνονταν να κλίνει κατά Ινδία μεριά. Μιλούσε γιά κάτι τσάκρα, μετεμψυχώσεις και άλλα περίεργα, κι εγώ την άκουγα γερμένος μπροστά, αδιαφορώντας γιά τα πάντα εκτός απ` τον ήχο της φωνής της.</span><br />
<span style="font-size: large;">“Σαν μουσική που μπορώ να ακούω γιά πάντα”, σκέφτηκα.</span><br />
<span style="font-size: large;">“Γιά πάντα; Τι λες ρε βλαμμένε; Ώρες είναι να μας πεις ότι την ερωτεύτηκες κιόλας;” ακούστηκε πάλι η φωνή. Ταράχτηκα. Ερωτευμένος; Με την Λυδία;</span><br />
<span style="font-size: large;">“Έι, πλανήτης Γή καλεί Κώστα” άκουσα την Λυδία να γελάει. “Σε ζάλισα μου φαίνεται.” “Οχι, καθόλου” διαμαρτυρήθηκα. “Απλά, σκεφτόμουν πόσο διαφορετικά βλέπεις τα πράγματα από τον αδερφό σου.”</span><br />
<span style="font-size: large;">“Και ναι και όχι” ξαναγέλασε. “Υπάρχουν σίγουρα διαφορές με τον Στωικισμό που έχει επηρεάσει τον αδελφό μου αλλά υπάρχουν επίσης και ομοιότητες.”</span><br />
<span style="font-size: large;">“Μου φαίνεται πολύ περίεργο”, ομολόγησα ξαφνιασμένος. “Πίστευα πάντα πως ο ινδικός τρόπος σκέψης είναι πολύ μακριά απ` τον ελληνικό.”</span><br />
<span style="font-size: large;">“Κι όμως”, σοβάρεψε η Λυδία “υπήρξαν κοινά σημεία. Γιά παράδειγμα, η αντίληψη ότι υπάρχει μιά σειρά κόσμων που καταστρέφονται και ξαναδημιουργούνται είναι κοινή στους Στωικούς και στην Μπχαγκαβάτα-Πουράνα.”</span><br />
<span style="font-size: large;">Δεν είχα ιδέα τι ήταν η Μπχαγκαβάτα-Πουράνα, αλλά μόρφασα εντυπωσιασμένος. “Ενδιαφέρον! Πολύ περισσότερο αν σκεφτεί κανείς ότι αυτή η αντίληψη μοιάζει και με την θεωρία της Μεγάλης Έκρηξης”, σχολίασα.</span><br />
<span style="font-size: large;">“Της ποιάς;” ρώτησε.</span><br />
<span style="font-size: large;">“Του Big Bang” εξήγησα χαμογελώντας. “Της θεωρίας που λέει ότι το Σύμπαν εξερράγη κάποια στιγμή από ένα αρχικό σημείο, κι αυτή τη στιγμή τελεί υπό έκρηξη. Κάποιοι επιστήμονες πιστεύουν ότι όταν τα κομμάτια του απομακρυνθούν κάποτε αρκετά, θα αρχίσουν να επιστρέφουν πάλι στο αρχικό σημείο. Κι όταν επιστρέψουν θα ξαναγίνει έκρηξη. Κι αυτό συνέβαινε πάντα στο παρελθόν και θα συμβαίνει πάντα στο μέλλον.”</span><br />
<span style="font-size: large;">“Μα βέβαια!” γέλασε. “Την έχω υπ` όψη μου, μόνο που συνήθως δεν την ακούω ως Μεγάλη Έκρηξη, και ξαφνιάστηκα. Δεν είναι εκπληκτικό το ότι αρχαίες επιστημονικές αντιλήψεις ταυτίζονται με τις σημερινές; Και το Big Bang δεν είναι παρά μόνο μιά απ` αυτές. Σου μίλησε ο Φίλιππος γιά τον Μάρκο Αυρήλιο και τα ιόντα;”</span><br />
<span style="font-size: large;">“Tι; Όχι...” ψέλισσα κατάπληκτος. “Πως έτσι; Είναι ένα απ` τα αγαπημένα του θέματα” είπε η Λυδία. “Υπάρχει ένα σημείο του κειμένου του Αυρηλίου που ο Φίλιππος είναι βέβαιος ότι αναφέρεται σε ιόντα. Πολύ προχωρημένη αντίληψη για `κεινη την εποχή, δεν βρίσκεις;” “Αδύνατον...θέλω να πω, το διάβασα το βιβλίο αλλά δεν θυμάμαι κάτι τέτοιο”, μουρμούρισα σκεφτικός.</span><br />
<span style="font-size: large;">“Ε, δεν αναφέρονται στο αρχαίο κείμενο τα ιόντα μ` αυτό το όνομα, αλλά περιγράφονται με τρόπο που δεν αφήνει περιθώρια γιά αμφιβολίες” εξήγησε η Λυδία.</span><br />
<span style="font-size: large;">“Ξανακοίτα όταν μπορέσεις. Θα το βρεις στο έβδομο βιβλίο, παράγραφος πενήντα. Απ` το να το ακούω ξανά και ξανά, το `μαθα πιά απ` έξω.”</span><br />
<span style="font-size: large;">Το σημείωσα πρόχειρα στο τετράδιο με τις παραγγελίες και ανασήκωσα το φρύδι σε μιά αστεία γκριμάτσα: “Έχεις κι άλλα τέτοια περίεργα να μου πεις;”</span><br />
<span style="font-size: large;">“Όσα θέλεις” είπε ναζιάρικα καθώς σηκώνονταν με τα μάτια στο ρολόϊ της. “Κι όχι μόνο απ` την Ινδία”.</span><br />
<span style="font-size: large;">“Τι εννοείς;” απόρησα. “Άλλη φορά, δεν έχω τώρα χρόνο, άργησα”, είπε κάπως ανήσυχη. "Υποσχέθηκα να περάσω να πάρω τον Θοδωρή απ` τα αγγλικά".</span><br />
<span style="font-size: large;">“Δηλαδή μιλάς σοβαρά;” επέμεινα. Κοντοστάθηκε.</span><br />
<span style="font-size: large;">“Όπου σε έταξε η Μοίρα / βασιλιάς ή χαμάλης / παίξε το ρόλο σου ως το τέλος”, απήγγειλε. “Ξέρεις ποιός το `γραψε;” “Ο Επίκτητος, ή ίσως ο Κλεάνθης” απάντησα αβέβαιος. “Κάποιος Στωικός πάντως σίγουρα”.</span><br />
<span style="font-size: large;">“Δεν έπεσες και πολύ κοντά”, γέλασε. “Ο αυτοκράτορας της Ιαπωνίας Μεϊζί.” Άνοιξα το στόμα σαν χαζός και την συνόδευσα μέχρι την πόρτα, όπου έμεινε λίγο περισσότερο απ` ότι χρειάζονταν γιά να με αποχαιρετίσει. Με κοίταξε έντονα, μισάνοιξε τα χείλη σαν να `θελε κάτι να πει κι έπειτα έστρεψε να φύγει.</span><br />
<span style="font-size: large;">“Σ` ευχαριστώ που πέρασες. Να ξανάρθεις”, της πέταξα στην πλάτη. Γύρισε και με κοίταξε σοβαρά.</span><br />
<span style="font-size: large;">“Σειρά σου”, είπε κι απομακρύνθηκε.</span><br />
<span style="font-size: large;"><br /></span>
<strong><span style="font-size: large;">Πέμπτη 14 Απριλίου 05</span></strong><br />
<span style="font-size: large;"><br /></span>
<span style="font-size: large;">Την περίμενα. Δεν ήρθε. Η μέρα φάνηκε ατέλειωτη. Κάθομαι στο κρεβάτι με τα μάτια στο τηλέφωνο και περιμένω να χτυπήσει. Είναι ήδη έντεκα και είκοσι. Φοβάμαι ότι θα ξημερώσω περιμένοντας.</span><br />
<span style="font-size: large;"><br /></span>
<strong><span style="font-size: large;">Παρασκευή 15 Απριλίου 05</span></strong><br />
<span style="font-size: large;"><br /></span>
<span style="font-size: large;">Δεν ήρθε ούτε και σήμερα. Αναρωτιέμαι μήπως πρέπει να πάω να πιάσω τον Φίλιππο. Να του μιλήσω καθαρά:</span><br />
<span style="font-size: large;">“Ξέρεις φίλε, είμαι ερωτευμένος με την αδερφή σου...”</span><br />
<span style="font-size: large;">Κι αν με αρχίσει στα μπινελίκια; Το τελευταίο που χρειάζομαι τώρα είναι να μαλώσω μαζί του. Αλλά πάλι, σιχαίνομαι το εαυτό μου έτσι που κάθομαι να κλωσάω το τηλέφωνο. Οι ώρες περνάνε βασανιστικά αργά κι ούτε το Ίντερνετ μου προσφέρει κάποια παρηγοριά πλέον.</span><br />
<span style="font-size: large;"><br /></span>
<strong><span style="font-size: large;">Σαββάτο 16 Απριλίου 05</span></strong><br />
<span style="font-size: large;"><br /></span>
<span style="font-size: large;">Δεν ήρθε κι ούτε θα `ρθει. Κι είμαι ηλίθιος που την περιμένω.</span><br />
<span style="font-size: large;">“Σειρά σου.”</span><br />
<span style="font-size: large;">Το είπε όσο πιό καθαρά γινόταν. Μα τότε γιατί παριστάνω το θυρωρό, ακίνητος δίπλα στην πόρτα τόσες μέρες; Είμαι ηλίθιος, είμαι μπερδεμένος, νοιώθω άρρωστος...είμαι ερωτευμένος.</span><br />
<span style="font-size: large;"><br /></span>
<strong><span style="font-size: large;">Κυριακή 17 Απριλίου 05</span></strong><br />
<span style="font-size: large;"><br /></span>
<span style="font-size: large;">Νοιώθω σαν να μου χάρισαν τον κόσμο. Πήγα σήμερα στο Ιστιοπλοϊκό όμιλο. Νωρίς, πριν ανοίξει ακόμα. Ήταν αδύνατο να κοιμηθώ κι απ` το χάραμα γύρναγα πάνω κάτω στη παραλία. Ο Φίλιππος ταράχτηκε σαν με είδε. Θα πρέπει να φαινόμουν χάλια τώρα που το σκέφτομαι. Αξύριστος, ξάγρυπνος και νηστικός, πάλι καλά που δεν τρόμαξα το παιδί. Ξαπόστειλε όπως όπως τον Θοδωρή γιά προπόνηση κι έκατσε δίπλα μου σκεφτικός. “Λέγε”, είπε ανήσυχος. Κι εγώ του τα είπα. Χωρίς σάλτσες και μπλα μπλα. Καθαρά κι αντρίκια όπως είχα αποφασίσει στην διάρκεια της νύχτας.</span><br />
<span style="font-size: large;">“Και τι θέλεις τώρα;” ακούστηκε κάπως ψυχρά στο τέλος.</span><br />
<span style="font-size: large;">“Από σένα τίποτα”, είπα κοιτώντας τον ίσια στα μάτια. “Αλλά μου ξηγήθηκες σπαθί και δεν ήθελα να προχωρήσει το πράγμα με την Λυδία πίσω απ` την πλάτη σου.”</span><br />
<span style="font-size: large;">“Τι εννοείς να προχωρήσει; Που βρίσκεται τώρα το πράγμα δηλαδή;” ρώτησε αμήχανος. “Πουθενά δεν βρίσκεται”, τον έκοψα. “Ήθελα να μιλήσω μαζί σου πριν μιλήσω στην Λυδία.” Με κοίταξε σαν να`βλεπε Ούφο.</span><br />
<span style="font-size: large;">“Κι η Λυδία...” άρχισε. “Η Λυδία ενδιαφέρεται όπως κι εγώ, εκτός κι αν είμαι τόσο ανόητος που κατάλαβα άλλα αντ` άλλων”, μουρμούρισα.</span><br />
<span style="font-size: large;">“Μάλιστα”, ακούστηκε σκεφτικός. “Ε, λοιπόν υποθέτω πως αν τα βρίσκετε εσείς μεταξύ σας εμένα δεν μου πολυπέφτει λόγος”. Τον άκουσα να παίρνει βαθιά ανάσα κι έπειτα συμπλήρωσε: “Τέλος πάντων...ίσως κάποιος λόγος να μου πέφτει και μένα...αν της φερθείς σκάρτα...”</span><br />
<span style="font-size: large;">Άνοιξα το στόμα να διαμαρτυρηθώ μα το ξανάκλεισα. Τι νόημα έχει να δίνει κανείς εγγυήσεις σε τέτοιες καταστάσεις; Ο Φίλιππος το πρόσεξε, χαμογέλασε κι έμεινε γιά λίγο σκεφτικός με τα μάτια καρφωμένα στο σκαφάκι του Θοδωρή που γλυστρούσε ανάλαφρα στο γαλανό νερό. “Έφαγες πρωινό;” ρώτησε ξαφνικά.</span><br />
<span style="font-size: large;">“Όχι”, απάντησα ξαφνιασμένος. Με περιεργάστηκε κι έβαλε τα γέλια.</span><br />
<span style="font-size: large;">“Το φαντάστηκα”, είπε όταν μπόρεσε να βρει την αναπνοή του. “Μου θυμίζεις εμένα όταν τριγυρνούσα την Μαρία. Άντε κακομοίρη μου, φάε κάτι, συμμαζέψου λιγάκι και τράβα να τής τηλεφωνήσεις.”</span><br />
<span style="font-size: large;">“Που να της τηλεφωνήσω;” τραύλισα. “Δεν έχω το τηλέφωνό της.”</span><br />
<span style="font-size: large;">Τράβηξε μιά κάρτα του μαγαζιού τους απ` την τσέπη του μπουφάν, έγραψε έναν άριθμό από πίσω, και την πέταξε στο τραπεζάκι.</span><br />
<span style="font-size: large;">“Τέτοια ώρα πρέπει να είναι στο σπίτι”, χαμογέλασε. Τον ευχαρίστησα, άρπαξα την κάρτα και εξαφανίστηκα.</span><br />
<span style="font-size: large;">Λίγες ώρες αργότερα έπινα καφέ με την Λυδία μπροστά στη θάλασσα. Δεν μπορώ να βρω τις κατάλληλες λέξεις γιά να περιγράψω αυτή την “αναγνωριστική” πρώτη έξοδο, κι ούτε θέλω να μπω σε λεπτομέρειες. Ορκίζομαι όμως ότι ήταν η πρώτη φορά στην ζωή μου που μεθούσα με καφέ. Κι αν δεν έλαμπε έτσι ολόλαμπρος ο ήλιος την ώρα που χωρίζαμε μπροστά στο σπίτι της ίσως δοκίμαζα να την φιλήσω. Σφίξαμε το χέρι σαν χαζοί, αμήχανοι και απρόθυμοι να διακόψουμε την επαφή των χεριών μας. Κι έπειτα γύρισε κι ανέβηκε τα σκαλιά στης πολυκατοικίας της, αφήνοντάς με μόνο, να ευλογώ την μοίρα που την έριξε στο δρόμο μου και να καταριέμαι την γκαντεμιά μου που θα περνούσαν μέρες μέχρι να την ξαναδώ.</span><br />
<span style="font-size: large;">“Πετάω το απόγευμα γιά Μιλάνο”, είχε πει λίγο πριν χωριστούμε. “Πρέπει να πάω σε μιά έκθεση γιά την δουλειά. Θα μείνω τέσσερις μέρες κι έπειτα θα περάσω απ` τη Ρώμη να δω μιά φίλη. Γιά δουλειά πάω κι εκεί βασικά, αν κι ο Φίλιππος ισχυρίζεται πως πρόκειται γιά πρόωρες Πασχαλινές διακοπές. Τι θέλεις να σου φέρω;”</span><br />
<span style="font-size: large;"><br /></span>
<strong><span style="font-size: large;">Τετάρτη 20 Απριλίου 05</span></strong><br />
<span style="font-size: large;"><br /></span>
<span style="font-size: large;">Μου τηλεφώνησε σήμερα από Μιλάνο. Με σκέφτεται λέει και μου στέλνει φιλιά. Καλά τα εξ` αποστάσεως αλλά θα προτιμούσα τα εξ` επαφής. Της είπα κι εγώ τα δέοντα και το κλείσαμε. Ίσως θα έπρεπε να είμαι κάπως πιό εκδηλωτικός αλλά δεν μου βγαίνει. Δεν είναι ότι παριστάνω το σκληρό αρσενικό, αλλά ανέκαθεν είχα πρόβλημα να λέω στα κορίτσια αυτό που θέλανε ν` ακούσουν. Μου `βγαινε ψεύτικο, κρύο, άχρωμο, σαν κάτι που δεν πίστευα. Είναι πολύ πιό κοντά στο χαρακτήρα μου να δείχνω με συμπεριφορές και πράξεις αυτό που νοιώθω. Θα επιστρέψει είπε μάλλον Μεγάλη Παρασκευή. Αυτό μας κάνει άλλες δέκα μέρες. Ετοιμάζει απ` ότι κατάλαβα κάποιο άνοιγμα στη δουλειά με μιά ιταλική φίρμα... Μισόλογα και βιαστικές κουβέντες ανάμεσα στα “είσαι καλά;” και στα “με σκέφτεσαι καθόλου;”</span><br />
<span style="font-size: large;"><br /></span>
<strong><span style="font-size: large;">Πέμπτη 28 Απριλίου 05</span></strong><br />
<span style="font-size: large;"><br /></span>
<span style="font-size: large;">Αύριο βράδυ θα `ναι εδώ. Πιθανότατα δεν θα βρεθούμε γιατί φτάνει αργά και θα την περιμένουν οι γονείς της στο αεροδρόμιο, αλλά τουλάχιστον αύριο τέτοια ώρα θα την νοιώθω κοντά κι όχι στην Ιταλία. Η ένταση που με πλημμυρίζει κάνει απόψε τον ύπνο να φαίνεται δύσκολος, με αποτέλεσμα να ξαναμπώ μετά από πολλές μέρες στην αίθουσα μηνυμάτων. Στα Ταξίδια ο Βαγγέλης βρήκε καινούργιο χρήστη να μαλώνει. Στην Λογοτεχνία-βιβλία τίποτε αξιόλογο. Στην Φιλοσοφία ο Φίλιππος συζητάει ακόμα γιά τους Στωικούς με κάποιον Sportman. Καμιά όρεξη δεν έχω αυτή τη στιγμή γιά φιλοσοφία. Ανοίγω την τηλεόραση και παρακολουθώ γιά λίγο το νέο σήριαλ με την πολυσυζητημένη υψηλή τηλεθέαση. Αντέχω μόνο δέκα λεπτά. Την ξανακλείνω αηδιασμένος. Στο νου μου ακούω την φωνή της Γώγου: “...την ώρα που σας έχουν χώσει στο μυαλό / πως τρώτε αυγολέμονο / και τρώτε σκατά...” Ανοίγω τον δορυφορικό δέκτη ίσα ίσα γιά να ακούσω την εισαγωγή της Ένάτης του Μπετόβεν και τον ξανακλείνω εκνευρισμένος. Πολύ χαρούμενο γιά την ψυχική μου διάθεση. Αποφασίζω αναστενάζοντας να ξανακαθίσω στον υπολογιστή. Ίσως η συμμετοχή μου σε μιά συζήτηση με τον Φίλιππο ξεκολλήσει το μυαλό μου απ` την αδερφή του. Ανακαλύπτω με έκπληξη ότι ο Sportman φαίνεται να τον έχει στριμώξει γιά τα καλά στα μηνύματα των προηγούμενων ημερών. Με μιά σειρά σκέψεων τον σπρώχνει να παραδεχθεί πως αν οι Στωικοί έχουν δίκιο και το Σύμπαν ολάκερο είναι Θεός, τότε κι ότι κακό υπάρχει ή συμβαίνει μέσα του είναι κομμάτι αυτού του Θεού επίσης.</span><br />
<span style="font-size: large;">“...Πρέπει να παραδεχθείς ότι είναι μάλλον επικίνδυνη μιά τέτοια σκέψη”, του γράφει στο τέλος.</span><br />
<span style="font-size: large;">“Γιατί;” απαντά ο Φίλιππος. "Εγώ φαντάζομαι το Σύμπαν σαν ένα ζωντανό ανθρώπινο σώμα που αποτελείται από αναρίθμητα κύτταρα. Όταν όλα τα κύτταρα του σώματος συνεργάζονται αρμονικά γιά την κοινή ωφέλεια υπό την καθοδήγηση του νου υπάρχει αρμονία και ευεξία, που την παρομοιάζω με το Καλό. Αν όμως υποθέσουμε ότι κάποιο κύτταρο αρνείται τις άνωθεν εντολές; Αυτό δεν θα σημαίνει βέβαια ότι ο νους αδιαφορεί, ή ότι δεν δίνει πλέον εντολές που αποσκοπούν σε αρμονία και ευεξία ή, γιά να το πούμε αλλιώς, ότι ο νους παύει να προσπαθεί γιά το καλό, αλλά ότι το κύτταρο επέλεξε να ανεξαρτητοποιηθεί τραβώντας τον δικό του, κακό αναγκαστικά, δρόμο".</span><br />
<span style="font-size: large;">“Γιατί αναγκαστικά κακό;” ρωτάει ο Sportman.</span><br />
<span style="font-size: large;">“Γιατί ότι δεν συμφωνεί με τον Νου, δηλαδή τον απόλυτα καλό Θεό, δεν μπορεί παρά να είναι κακό.”</span><br />
<span style="font-size: large;">“Σαν μπερδεμένα μου τα λες” σχολιάζει ο Sportman. “Αν είναι όλα Θεός, όπως λένε οι Στωικοί, τότε η προηγούμενη πρότασή σου δεν έχει νόημα. Όπως το καταλαβαίνω εγώ, αν όλα είναι κομμάτια του Θεού , τότε καλό και κακό είναι κομμάτια του επίσης. Αν πάλι το κακό δεν είναι κομμάτι του τότε δεν μιλάμε πιά όπως οι Στωικοί γιά μονισμό, αλλά γιά δυισμό. Ή έστω γιά σχετικό δυισμό.</span><br />
<span style="font-size: large;">“Μπορείς να γίνεις σαφέστερος;” διαβάζω το αίτημα του Φίλιππου ενώ τον φαντάζομαι να γράφει αργά, ταρακουνημένος απ` τις ιδέες του συνομιλητή του.</span><br />
<span style="font-size: large;">“Θα προσπαθήσω, αλλά μη ζητάς πολλά. Ούτε κι εγώ τα `χω ξεκαθαρίσει μέσα μου”, γράφει ο Sportman. “Διάβασα λοιπόν κάπου ότι υπάρχουν τρεις σχολές σκέψης που ασχολούνται με το πρόβλημα. Η σχολή του απόλυτου Δυισμού, η σχολή του σχετικού Δυισμού και η σχολή του απόλυτου Μη-Δυισμού, ή αλλιώς Μονισμού. Τούτη την τελευταία, αν κατάλαβα καλά όσα γράφεις, εκπροσωπούν και οι Στωικοί. Φαντάζομαι ότι ο καθένας διαλέγει αυτήν που του φαίνεται σωστότερη.”</span><br />
<span style="font-size: large;">“Τι είδους σχολές είναι αυτές;” διαβάζω την απορία του Φίλιππου.</span><br />
<span style="font-size: large;">“Ινδικής φιλοσοφίας. Θα τις βρεις στα βιβλία με τα ονόματα Dvaita, Vishishtadvaita και Advaita αντίστοιχα. Φοβάμαι ότι δεν ξέρω κάτι περισσότερο να σου πω.”</span><br />
<span style="font-size: large;">Σκέφτομαι λίγο όσα διάβασα. Πιστεύω στον Δημιουργό Καλό Θεό κι οι σκέψεις των Στωικών μού φαίνονται οικείες και λογικές, αλλά τώρα είναι σαν ο Sportman να` δωσε μιά κλωτσιά και όλα μέσα μου να αρχίσανε να πηγαίνουν πέρα δώθε. Ανάβω τσιγάρο και περιμένω να καταλαγιάσει η ταραχή μέσα μου. Λίγα λεπτά αργότερα ένα χαμόγελο αρχίζει να στραβώνει το στόμα μου καθώς στο νου μου έρχεται ένα εκλαϊκευμένο βιβλίο Αστροφυσικής που διάβασα πρόπερσι. Έγραφε γιά πράγματα που είναι αδύνατον να κατανοηθούν με την ανθρώπινη λογική, και που σε κάποιες λίγες μόνο περιπτώσεις μπορούμε να τα προσεγγίσουμε με τα μαθηματικά, στεγνά και αποστασιοποιημένα, χωρίς συναίσθηση και εμπειρία, χωρίς να ξέρουμε γιά τι ακριβώς μιλάμε. Θυμάμαι ότι κλείνοντας το βιβλίο μού είχε έρθει στο νου μιά πρόταση από τα Ερμητικά κείμενα, που έλεγε πως τον Θεό τον προσεγγίζει κανείς με την λογική μόνον μέχρι ενός σημείου. Από εκεί και μετά όποιος θέλει να συνεχίσει προχωρά μόνο με την Πίστη. Γράφω στα γρήγορα ένα κειμενάκι όπου εξηγώ όσο καλύτερα μπορώ τα παραπάνω και την στιγμή που κάνω κλικ στο Αποστολή , θυμάμαι πως κάτι παρόμοιο είχε πει οTraveler τον Φλεβάρη. Τότε είχα απορρίψει την ιδέα ως απαράδεκτη δεδομένου ότι δεν συμβάδιζε με την λογική. Τώρα, δεν είμαι πιά βέβαιος. Ίσως η αληθινή σοφία αρχίζει στο σημείο εκείνο που η λογική εξαντλεί τα όριά της. Ανοίγω μιά μπύρα και ρίχνω μιά ματιά να δω αν τέλειωσε εκείνη η αηδία στην τηλεόραση. Δεν έχει τελειώσει. Ψάχνω γιά κάτι ενδιαφέρον στα άλλα κανάλια και την ξανακλείνω. Δεκαπέντε λεπτά αργότερα δυό νέα μηνύματα έχουν προστεθεί στο δικό μου. Στο πρώτο ο Φίλιππος επικροτεί όσα έγραψα προσθέτοντας και μερικά δικά του. Στο δεύτερο ο Sportman γεμίζει ολόκληρη σελίδα ξαναγράφοντας ουσιαστικά μιά απ` τα ίδια. Στο νου τριγυρνάει η σκέψη ότι είναι μάλλον απίθανο να καταλήξει σε συμφωνία μιά τέτοια συζήτηση γιά το Θεό. Θα μπορούσαμε εγώ, ο Φίλιππος κι ο Sportman να μιλάμε σ` όλη μας τη ζωή πιστεύοντας ο καθένας τα δικά του χωρίς να μπορούμε να αποδείξουμε το παραμικρό. Και τι σημασία έχει στο κάτω κάτω; Τα δάχτυλα μου πληκτρολογούν, θαρρείς από μόνα τους: Ίσως τελικά έχουμε όλοι δίκιο. Ίσως τελικά είναι απλά θέμα οπτικής. Μιάς οπτικής διαφορετικής γιά τον καθένα, αλλά περιορισμένης γιά όλους από την ανθρώπινη φύση μας. Ίσως ακόμα να μπορούμε να πούμε, παραφράζοντας τον Καζαντζάκη, πως αν πιστεύεις πως βρήκες τον Θεό, τότε τον έχεις βρεί. Το στέλνω και βγαίνω απ` το Δίκτυο, βέβαιος πως αν υπάρξει απάντηση απ` τον Spotrman θα είναι μιά επανάληψη των προηγούμενων. Το ρολόϊ δείχνει μία και σαρανταέξι. Σε λιγότερο από είκοσι ώρες θα είναι εδώ. Άραγε θα θυμηθεί να μου τηλεφωνήσει;</span><br />
<span style="font-size: large;"><br /></span>
<span style="font-size: large;"><a href="https://www.blogger.com/null" name="7420"></a><br /></span>
<span style="font-size: large;"><a href="http://www.lexima.gr/lxm/forum/posting.php?mode=quote&p=7420"></a><br /></span>
<strong><span style="font-size: large;">ΜΑΪΟΣ</span></strong><br />
<span style="font-size: large;"><br /></span>
<em><span style="font-size: large;">... .....</span></em><br />
<em><span style="font-size: large;">Ένας διαβήτης καρφωμένος στον αφαλό σου,</span></em><br />
<em><span style="font-size: large;">σχεδιάζει στρόγγυλο (και πάλι) τον κόσμο</span></em><br />
<em><span style="font-size: large;">πάνω στο κορμί σου,</span></em><br />
<em><span style="font-size: large;">γύρω απ` το κορμί σου, </span></em><br />
<em><span style="font-size: large;">με κέντρο το κορμί σου.</span></em><br />
<span style="font-size: large;"><em></em><br /></span>
<em><span style="font-size: large;">- Ο κόσμος μου. Αθανάσιος Κούρτης, Α-V, Χειμερινά χελιδόνια. </span></em><br />
<span style="font-size: large;"><em></em><br /></span>
<strong><span style="font-size: large;">Δευτέρα 2 Μαϊου 05</span></strong><br />
<span style="font-size: large;"><br /></span>
<span style="font-size: large;">Τούτες οι γραμμές είναι μάλλον οι τελευταίες που γράφω. Σκέφτηκα να πετάξω όλα όσα κατέγραψα τους τελευταίους μήνες αλλά το μετάνιωσα. Θα τα φυλάξω στο υπόγειο διπλομανταλωμένα και κάποτε, όταν θα έχω καταφέρει κάποια πράγματα στη ζωή μου, ίσως τους ξαναρίξω μιά ματιά. Έτσι, όπως κοιτάζει κάποιος ορειβάτης χαμηλά γιά να δει την απόσταση που κάλυψε. Νοιώθω την απόλυτη ευτυχία μέσα στην μισοσκότεινη σιωπή που κάνει ακόμη πιό έντονο τον ήχο της ανάσας της δίπλα μου. Κοιμάται στο πλευρό με τα τα γόνατα μαζεμένα και το χέρι της στον ώμο μου. Στο πρόσωπό της είναι ζωγραφισμένη μιά γαλήνη που μου φέρνει δάκρυα. Τα μαλλιά της ανακατεμένα απ` τα παιχνίδια μας μυρίζουν σαν ανοιξιάτικος κήπος. Ξύπνια είναι όμορφη, κοιμισμένη μοιάζει να ξεπήδησε από παιδικό παραμύθι. Είναι περίεργο, μα νοιώθω τρομαγμένος. Ζω κάτι τόσο απερίγραπτα όμορφο που με τρομάζει. Θα ήθελα να μπορούσα να σταματήσω το χρόνο σ` αυτές τις στιγμές. Να περάσω όλη μου τη ζωή δίπλα στο κοιμισμένο της πρόσωπο με την ανάσα της να μου χαϊδεύει ρυθμικά το μάγουλο και την ζεστασιά απ` το κορμί της να μου ανεβάζει τους χτύπους της καρδιάς. Την αγαπώ. Κι είναι τόσος καιρός απ` την τελευταία φορά που μου `τυχε, που δεν ξέρω πιά τι πρέπει να κάνω. Πάνε πέντε ώρες που γυρίσαμε απ` την Χαλκιδική. Οι πιό γεμάτες, οι πιό αληθινές, οι πιό ευτυχισμένες ώρες της ζωής μου. Μου τηλεφώνησε μόλις προσγειώθηκε το αεροπλάνο της. Δεν θα μπορούσε, είπε, να περάσει να με δει με τους γονείς της από δίπλα, αλλά θα ερχόταν Σαββάτο πρωί, πριν ανοίξει το μαγαζί. Κοιμήθηκα δύσκολα, περασμένες τέσσερις, και με ξύπνησε το τηλέφωνο.</span><br />
<span style="font-size: large;">“Αντε θα ανοίξεις καμιά φορά; Ακόμα δεν ήπια καφέ...είπα να τον πίναμε παρέα”, άκουσα χαρούμενη την φωνή της.</span><br />
<span style="font-size: large;">“Τι, ναι...βέβαια” μουρμούρισα τρίβοντας τα μάτια μου.</span><br />
<span style="font-size: large;">“Από που τηλεφωνείς;”</span><br />
<span style="font-size: large;">“Έξω απ` την πόρτα του μαγαζιού σου”, γέλασε κλείνοντας το τηλέφωνο. Πήδηξα απ` το κρεβάτι κι έτρεξα να της ανοίξω. Περίμενε χαμογελαστή και απαστράπτουσα με μιά μικρή σακούλα στο χέρι.</span><br />
<span style="font-size: large;">“Σε ξύπνησα καημένε μου ε;” είπε μισοσοβαρά μισοαστεία.</span><br />
<span style="font-size: large;">“Με συγχωρείς...Ορίστε και το δωράκι σου”, μου έβαλε τη σακούλα στο χέρι.</span><br />
<span style="font-size: large;">“Μα τι λες τώρα”, αντέδρασα. “Μπορείς να με ξυπνάς κάθε μέρα έτσι αν θέλεις. Για την ακρίβεια πολύ θα το ήθελα κάτι τέτοιο.”</span><br />
<span style="font-size: large;">Γέλασε ανακουφισμένη.</span><br />
<span style="font-size: large;">“Ανοιξέ το λοιπόν”, πρότεινε. Το άνοιξα κι ήταν ένα πουκάμισο. Το πρώτο δώρο που έπαιρνα μετά από πολύ πολύ καιρό.</span><br />
<span style="font-size: large;">“Ευχαριστώ, με συγκινείς”, είπα κομπιάζοντας.</span><br />
<span style="font-size: large;">“Ωραία τότε. Δείξε μου που έχεις καφέδες και σχετικά και τους ετοιμάζω εγώ, όσο θα ρίχνεις λίγο νερό στα μούτρα σου. Μοιάζεις να γύρισες μόλις τώρα απ` τα ξενυχτάδικα.”</span><br />
<span style="font-size: large;">Έτρεξα στο μπάνιο και ξυρίστηκα στα γρήγορα. Είχε δίκιο φυσικά. Χρώμα λεμονί και μάτια σε μαύρα χάλια. Τέλειωσα όσο πιό γρήγορα μπορούσα, μάζεψα κάπως βρακιά και φανέλες που ξέφευγαν κάτω απ` την φόρμα μου, πέρασα δυό τρεις βουρτσιές στα μαλλιά μου και βγήκα προσπαθώντας να κρύψω την ταραχή μου πίσω από ένα μεγάλο χαμόγελο.</span><br />
<span style="font-size: large;">“Λοιπόν καλώς ήρθες”, είπα σκύβοντας γιά ένα πεταχτό φιλί στο μάγουλο. “Πως τα πέρασες;” “Όχι κι άσχημα”, παραδέχτηκε, “αλλά έχουμε χρόνο γι αυτά. Πέρασα να σου πως πως είμαστε καλεσμένοι γιά το Πάσχα σε μιά φίλη στην Χαλκιδική. Αν δεν έχεις κανονίσει τίποτε άλλο φεύγουμε αύριο πρωί πρωί και γυρνάμε Δευτέρα βράδυ. Η πρόσκληση βέβαια ισχύει από σήμερα, αλλά είναι νόμος στην οικογένεια να κάνουμε κάθε χρόνο Ανάσταση όλοι μαζί.”</span><br />
<span style="font-size: large;">Τα έχασα. “Γιά σιγά”, είπα όσο μπορούσα πιό μαλακά. “Ποιός με κάλεσε εμένα;”</span><br />
<span style="font-size: large;">“Εγώ σε καλώ”, γέλασε. “Κοίτα να δεις. Το σπίτι είναι μιάς κολλητής μου. Φίλης απ` το δημοτικό ακόμη. Είμασταν τότε μιά παρέα από τρελόπαιδα που μέναμε στην ίδια γειτονιά και αλωνίζαμε στα κάστρα. Μεγαλώνοντας πήρε ο καθένας τον δρόμο του, αλλά δεν χαθήκαμε. Μερικοί μείναμε εδώ, καναδυό έφυγαν στην Αθήνα, ένας στο Τορόντο, μία στη Ρώμη, κι ένας διορίστηκε στην Αλεξανδρούπολη. Τηλεφωνιόμαστε και βρισκόμαστε σε γάμους, βαφτίσια και γιορτές. Όχι όλοι βέβαια, όσοι μπορούν. Φέτος το Πάσχα ταίριαξε να βρεθούν εδώ ο Τάκης απ` τον Καναδά κι η Άλκηστις απ` την Ρώμη. Οπότε η Καίτη που έχει το σπίτι πρότεινε να ψήσουμε το αρνί στο εξοχικό της στην Κασσάνδρα.”</span><br />
<span style="font-size: large;">“Ναι, αλλά εγώ που κολλάω...Θέλω να πω... πώς θα πάω σε ξένο σπίτι να φάω; Ούτε τους ξέρω, ούτε με ξέρουν οι άνθρωποι. Κι έπειτα...”</span><br />
<span style="font-size: large;">“Μη στεναχωριέσαι και κολλάς μιά χαρούλα", γέλασε. “Δεν είμαστε πιά παιδιά του δημοτικού. Οι περισσότεροι από `μας είναι πιά παντρεμένοι ή έχουν κάποια σχέση. Όταν λοιπόν κάποιος απ` την παρέα καλεί τους άλλους, αυτονόητο είναι πως καλεί και τους συντρόφους τους.”</span><br />
<span style="font-size: large;">Έμεινα να απολαμβάνω τον ήχο των λέξεων. “Σύντροφος!” Με θεωρούσε τον σύντροφό της. Κάπως πρόωρο ίσως, μα τόσο ωραίο να το ακούω.</span><br />
<span style="font-size: large;">“Δεν ρίχνεις και μιά ματιά στην τσέπη σου ρε φίλε;” ακούστηκε η γνώριμη φωνή μες το κεφάλι μου. “Με άδεια χέρια θα πας στο ξένο σπίτι;” Έτριψα δυνατά τους κροτάφους μου να διώξω τις μαύρες σκέψεις.</span><br />
<span style="font-size: large;">“Δεν ξέρω”, είπα. “Είναι και τα ζωντανά. Πρέπει να ταϊστούν, να καθαριστούν, δεν μπορώ να τα αφήσω όλη μέρα.”</span><br />
<span style="font-size: large;">“Μπορείς και παραμπορείς άμα θέλεις”, την άκουσα να λέει ικευτικά. “Και δεν θα` ναι μόνο γιά μιά μέρα αλλά και γιά μιά νύχτα. Θα κοιμηθούμε εκεί και θα γυρίσουμε δεύτερη μέρα του Πάσχα.”</span><br />
<span style="font-size: large;">“Που εκεί;” αναπήδησα με την σκέψη γιά επιπλέον έξοδα ξενοδοχείου να μου σφίγγει το στήθος. Την Τρίτη έπρεπε να πληρώσω το νοίκι του Μάη κι ακόμη δεν είχα συμπληρώσει το ποσό.</span><br />
<span style="font-size: large;">“Στο σπίτι της Καίτης. Τα κορίτσια θα κοιμηθούμε στο υπνοδωμάτιο και τα αγόρια θα βολευτείτε στο καθιστικό. Είναι επικίνδυνο να οδηγήσει κανείς έπειτα από τόσο φαγητό και κρασί”, απάντησε.</span><br />
<span style="font-size: large;">“Ακούγεται πολύ ωραία, αλλά το μαγαζί...” έκανα μιά τελευταία προσπάθεια.</span><br />
<span style="font-size: large;">“Έλα, μωρέ Κώστα, Πάσχα είναι και στο ζητάω εγώ”, είπε μουτρωμένη. “Άσε και μιά μέρα το μαγαζί. Από ποτέ έχεις να πάρεις ρεπό;”</span><br />
<span style="font-size: large;">Έμεινα να την κοιτάζω αιφνιδιασμένος. “Χίλιες μέρες”, απάντησα μουδιασμένα.</span><br />
<span style="font-size: large;">“Πλάκα κάνεις”, αναπήδησε . “Μη μου πεις ότι τις μετράς!”</span><br />
<span style="font-size: large;">“Μετράω τις μέρες που έχω το μαγαζί”, ομολόγησα. “Κι απ` την μέρα που τ` άνοιξα, δεν έλειψα ποτέ από `δω, ούτε μιά μέρα.”</span><br />
<span style="font-size: large;">“Ωστε χίλιες μέρες”, μουρμούρισε με τα μάτια μισόκλειστα. “Χίλιες μέρες χωρίς ρεπό! Ε, κάτι πρέπει να κάνουμε γι αυτό. Δεν είναι κρίμα να γίνουν περισσότερες;” Σηκώθηκε με φίλησε ανάλαφρα κι άφησε την κούπα.</span><br />
<span style="font-size: large;">“Πρέπει να πάω στο μαγαζί”, χαμογέλασε. “Θα περάσω να σε πάρω Κυριακή πρωί. Δεν θα μου χαλάσεις την καρδιά Πασχαλιάτικα, έτσι δεν είναι;”</span><br />
<span style="font-size: large;">“Εντάξει”, παραδόθηκα με το μισό μου μυαλό να πανηγυρίζει και τ` άλλο μισό να σκέφτεται πυρετωδώς ποιούς λογαριασμούς μπορούσα να αναβάλω γιά την μεθεπόμενη βδόμαδα.</span><br />
<span style="font-size: large;">Ήρθε Κυριακή στις οχτώ. Στρίμωξα στο λιλιπούτειο πορτ μπαγκάζ του αυτοκινήτου της το μικρό μου σακ βουαγιάζ και το κλουβί με τα πουλιά της αγάπης.</span><br />
<span style="font-size: large;">“Τι είναι αυτά;” γούρλωσε τα μάτια της.</span><br />
<span style="font-size: large;">“Το δώρο μου στην Καίτη” απάντησα. “Δεν μπορώ να πάω τέτοια μέρα σε ξένο σπίτι με τα χέρια αδειανά.”</span><br />
<span style="font-size: large;">Χαμογέλασε, μουρμούρισε ένα “είσαι από άλλο πλανήτη εσύ παιδάκι μου”, με φίλησε με εκείνο τον δικό της τρόπο που αντί να σε χορτάσει σ` αφήνει με την πείνα θεριεμένη, και κάθισε πίσω απ` το τιμόνι.</span><br />
<span style="font-size: large;">“Καλό μας ταξίδι”, γέλασε χαρούμενη γυρνώντας το κλειδί στη μηχανή. Το ταξίδι ήταν ονειρεμένο, με κουβεντούλα και αστεία που εξαφάνισαν και τα τελευταία χιλιοστά απόστασης μεταξύ μας. Φτάνοντας γνώριζε πιά αρκετά ο καθένας μας γιά τη ζωή του άλλου. Η παρέα της αποδείχθηκε πως ήταν εξαιρετικά παιδιά. Με δέχτηκαν σαν έναν απ` αυτούς και περάσαμε θαυμάσια με πλάκες, γέλια, και τρελό φαγοπότι. Κατάλαβα απ` την πρώτη στιγμή πως δεν υπήρχε περίπτωση να ξεμοναχιάσω την Λυδία σ` ένα σπίτι πενήντα τετραγωνικών με εφτά ανθρώπους τριγύρω μου και το `ριξα και εγώ στο χαβαλέ συμμετέχοντας στη γενική ευθυμία. Η Καίτη ξετρελάθηκε με τα πουλιά.</span><br />
<span style="font-size: large;">“Love-birds” φώναξε εκστατική. “Τι μου θυμίζεις! Είχα ένα ζευγάρι μικρή και τα λάτρευα. Σ` ευχαριστώ Κώστα. Θα τα προσέχω σαν τα μάτια μου.”</span><br />
<span style="font-size: large;">Η Κυριακή του Πάσχα πέρασε σαν ευχάριστο όνειρο. Ούτε που θυμάμαι από πότε είχα να διασκεδάσω τόσο πολύ. Δευτέρα πρωί πιάσαμε να συμμαζεύουμε το σπίτι που έμοιαζε βομβαρδισμένο και νωρίς το απόγευμα αποχαιρετίσαμε τα παιδιά, ευχαριστήσαμε την Καίτη γιά την φιλοξενία και πήραμε τον δρόμο της επιστροφής. Γυρίσαμε όπως είπα πριν πέντε ώρες, γύρω στις οχτώμισι. Πρότεινα στη Λυδία να έρθει στο δωμάτιό μου γιά ένα καφέ και μου απάντησε πως θα `το ήθελε πολύ.</span><br />
<span style="font-size: large;">“Αν σου αρέσει να ζεις επικίνδυνα μπορούμε και να μαγειρέψουμε κάτι γιά βράδυ”, πρόσθεσε χαμογελώντας. “Όλη η νύχτα είναι μπροστά μας. Είπα στους δικούς μου πως θα επιστρέψω Τρίτη πρωί.”</span><br />
<span style="font-size: large;">Δεν μαγειρέψαμε. Δευτερόλεπτα μετά που κλείδωσα την πόρτα πίσω μας, την αγκάλιασα. Φιληθήκαμε. Όχι ανάλαφρα τούτη την φορά. Και συνεχίσαμε να φιλιόμαστε, εν μέσω άλλων, μέχρι πριν λίγο. Τώρα κοιμάται. Αλλά εμένα μου είναι αδύνατον να κοιμηθώ. Το χέρι μου τρέχει πάνω στο τετράδιο και το βλέμμα μου πηγαινοέρχεται ανάμεσα στις αράδες, στα σφαλισμένα της βλέφαρα και το στήθος της που ακουμπάει γυμνό στα πλευρά μου. Την ακούω να αναστενάζει κι ένας κόμπος σχηματίζεται στο λαιμό μου καθώς τρίβει το πόδι της πάνω στο δικό μου.</span><br />
<span style="font-size: large;">“Τι συμβαίνει, αγόρι μου;” μουρμουρίζει με τα μάτια ακόμη κλειστά.</span><br />
<span style="font-size: large;">Σκύβω και την φιλάω απαλά στα μαλλιά. “Τίποτα, απλά δεν μου κολλάει ύπνος και σκέφτομαι μερικά πράγματα”, της ψιθυρίζω στο αυτί. Σφίγγεται πάνω μου με το στόμα της να ψάχνει το δικό μου. Κλείνω το τετράδιο κι ανοίγω την αγκαλιά μου. Αρκετά έγραψα...Φτάνει...</span><br />
<span style="font-size: large;"><br /></span>
<strong><span style="font-size: large;">ΤΕΛΟΣ</span></strong></div>
Θεόφιλος Ελευθεριάδηςhttp://www.blogger.com/profile/03682968384594493584noreply@blogger.com4tag:blogger.com,1999:blog-7855856629452711561.post-10713891393788647492009-01-20T02:47:00.001-08:002009-02-01T08:33:05.647-08:00Των Κοχυλιών και του Αίματος<a href="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEgefJwT8QZDs4tXpQcy4Zw-keeJzEdkZVvyli-KoNjxpX-Uh3x-XW0PDDkU-KtwOLudvQ-ghamaCK7FWZYZPh07vv7gKlisnIAH4IrHOIxBeb4bhafF1PoEfkiomEp5QCg30IKCW1_IhZE/s1600-h/1-05-153%5B1%5D.gif"><img id="BLOGGER_PHOTO_ID_5297867724285933170" style="FLOAT: left; MARGIN: 0px 10px 10px 0px; WIDTH: 205px; CURSOR: hand; HEIGHT: 320px" alt="" src="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEgefJwT8QZDs4tXpQcy4Zw-keeJzEdkZVvyli-KoNjxpX-Uh3x-XW0PDDkU-KtwOLudvQ-ghamaCK7FWZYZPh07vv7gKlisnIAH4IrHOIxBeb4bhafF1PoEfkiomEp5QCg30IKCW1_IhZE/s320/1-05-153%5B1%5D.gif" border="0" /></a><br /><div></div>Θεόφιλος Ελευθεριάδηςhttp://www.blogger.com/profile/03682968384594493584noreply@blogger.com4