Της
μνήμης και της προσευχής
Ο
άντρας έπαψε να μιλάει και κοντοστάθηκε.
«Δεν
πάμε καλά», χαμογέλασε στη γυναίκα δίπλα
του.
«Τι λες τώρα Κώστα ;» συνοφρυώθηκε
η γυναίκα δίπλα του τραβώντας στο πλάι
μια γκρίζα τούφα που της έπεφτε στα
μάτια.
«Δες », επέμενε ο σύντροφός της
δείχνοντας με το δάχτυλο προς τα κάτω
, στην πλαγιά.
Η γυναίκα στράφηκε και
κοίταξε χαμηλά .
«Τι;» ρώτησε και αμέσως
μετά άνοιξε διάπλατα τα μάτια . «Καλέ
,τι κάνει αυτός ο νεαρός εκεί ; Καντήλι
είναι αυτό ; Ανάβει καντήλι στο βουνό ;
Θα βάλει καμιά φωτιά και αλλοίμονο σε
όλους μας.»
«Έλα Λυδία , πάμε να του
μιλήσουμε», ακούστηκε ξαναμμένος ο
άντρας πηδώντας σχεδόν προς την κατεύθυνση
που είχε δείξει.
«Που πας χριστιανέ
μου», γόγγυσε η γυναίκα γνωρίζοντας το
μάταιο της διαμαρτυρίας της . Τριάντα
τρία χρόνια παντρεμένη ήξερε καλά πια
ότι τίποτα δεν μπορούσε να του αλλάξει
γνώμη σαν του `μπαινε κάτι στο μυαλό.
Τον
ακολούθησε καρτερικά μέχρι που τον είδε
να πετρώνει την στιγμή που προσπερνούσε
ένα μεγάλο βράχο.
Έτρεξε κοντά του
τρομαγμένη .
«Τι έπαθες ;» τον έπιασε
απ` τον ώμο.
Ο άντρας έβαλε τον δείκτη
κάθετα στα χείλη του κάνοντάς της νόημα
να σωπάσει.
«Τι κάνει;» του ψιθύρισε.
«Δεν
ξέρω αγάπη μου », σκούπισε μια σταγόνα
ιδρώτα απ` το μέτωπο ο άντρας.
«Νομίζω
ξέρω τι κάνει», μουρμούρισε έπειτα από
λίγο . «Κοίτα , γονάτισε μπροστά στο
καντήλι ».
«Ας τον αφήσουμε τότε μόνο
του», ψιθύρισε η γυναίκα τραβώντας το
χέρι του άντρα της.
Είχαν
γυρίσει να φύγουν όταν ακούστηκε η φωνή
του γονατιστού άντρα.
«Συγχώρα
με βασιλιά που έρχομαι έτσι ακάλεστος
, αλλά την δική σου πόρτα μου είπε να
χτυπήσω η γιαγιά μου στα δύσκολα .»
Ο
άντρας έσμιξε τα φρύδια και κοίταξε την
γυναίκα του με απορία.
Την είδε να
σηκώνει τους ώμους και να ανοίγει τα
χέρια σε μια κίνηση : «που να ξέρω ;» Κι
έπειτα να του κάνει νόημα να
απομακρυνθούν.
Κούνησε το κεφάλι
αρνητικά.
Έσκυψε στ` αυτί της : «Θα
μείνω να σιγουρευτώ ότι δεν θα βάλει
καμιά φωτιά» , ξαναμουρμούρισε ενώ στ`
αυτιά του έφτανε πάλι η φωνή του γονατιστού
άντρα .
«Συγχωρέθηκε
πριν χρόνια αλλά θυμάμαι καλά τις
ιστορίες της . Μου τα `πε και τα ξαναπε
χίλιες φορές για να `ναι σίγουρη πως δεν
θα ξεχάσω τίποτε, σαν έρθει η ώρα να
ξαναπώ τις ιστορίες στα δικά μου εγγόνια».
Η
γυναίκα εγκατέλειψε την προσπάθεια και
άρχισε να απομακρύνεται μόνη της ενώ ο
άντρας ακουμπούσε στην σκιερή πλευρά
του βράχου κρατώντας ασυναίσθητα την
αναπνοή του .
«Βλέπεις,
οι ρίζες μας δεν είναι από `δω», συνέχισε
η φωνή απ` την άλλη πλευρά του βράχου .
«Απ` τα δικά σου τα μέρη είναι. Φύγαμε
απ`την Νίκαια για την Πόλη όταν αυτή
λευτερώθηκε από εκείνη την οχιά , τον
Μιχαήλ Παλαιολόγο. Η γιαγιά έφτυνε με
σιχασιά όποτε ξεστόμιζε τ` όνομά του .
Έλεγε πάντα πως την Πόλη την πήρες εσύ
- κι ας ήσουν πεθαμένος. Πως με τον στρατό
που έφτιαξες , με τα λεφτά που άφησες
στα ταμεία, με τα κάστρα, τα νοσοκομεία,
τα σχολεία , τους δρόμους, τις βίγλες
που σήκωσες η αυτοκρατορία θα την έπαιρνε
την Πόλη ακόμη και με τον μικρούλη εγγονό
που σου τύφλωσε ο Παλαιολόγος. Κοιμόταν
στο Νυμφαίο ο προδότης όταν μπήκανε οι
στρατιώτες μας στην Πόλη. Κι ούτε τους
είχε στείλει για αυτό το σκοπό έλεγε η
γιαγιά μου. Για πλιάτσικο στην Θράκη
τους είχε στείλει , οχτακόσιους άντρες
όλους κι όλους, όπως για πλιάτσικο στην
Δαφνούσα είχαν φύγει και οι Φράγκοι
αφήνοντάς την Πόλη αφύλαχτη. Κι αν δεν
βρισκόταν εκείνος ο Κουτριτζάκης να
τους το μηνύσει και να τους μπάσει απ`
τον υπόνομο , όχι Πόλη δεν θα `παιρνε ο
Μιχαήλ αλλά ούτε από μακριά δεν θα την
έβλεπε...
Σου φαίνονται περίεργα όλα
αυτά που κάθομαι και σου λέω , ε ; Θα σου
πω για να καταλάβεις ότι απ` την μεριά
της γιαγιάς μου έχω το αίμα του Ιωάννη
του Ακομινάτου. Πυρογιάννη τον έλεγες,
θυμάσαι ; Θυμάσαι πότε του κόλλησες το
παρατσούκλι ; Ήταν τότε που έκαψε τα
καράβια σου στη Λάμψακο . Η γιαγιά έλεγε
πως έκλαιγε σαν μωρό και σε παρακαλούσε
γονατιστός : Νικάμε βασιλιά μου, λίγο
ακόμα και δεν θα μείνει Φράγκος ούτε
για δείγμα εδώ γύρω. Μην με προστάζεις
να τα κάψω , νικάμε ...
Δεν ήξερε ο
Πυρογιάννης – πώς να `ξερε –ότι
ξεσηκώθηκαν φίδια πίσω στην Νίκαια για
να σου φάνε τον Θρόνο. Τι κι αν ο ίδιος
ο Λάσκαρις σε όρισε διάδοχό του ; Τι κι
αν πολεμούσες με το σκυλί τον Φράγκο
`κείνη την ώρα ; Τι κι αν νικούσες - κι
ίσως γι αυτό ακριβώς ! Οι προδότες σηκώσαν
μαχαίρι να σου καρφώσουνε την πλάτη κι
εσύ έπρεπε να τρέξεις να σβήσεις την
φωτιά στο παλάτι σου πριν γίνει πυρκαγιά
και κάψει όλη την αυτοκρατορία.
Τον
πρόσταξες λοιπόν να κάψει τα πλοία σου
για να μη μείνουν στους Φράγκους και
γύρισες αστραπή να προλάβεις το
κακό.
Τρομάξανε πολλοί απ` τον θυμό
σου τότε . Ανήλεο σε είπανε οι εχθροί
σου, οι παλιοί αριστοκράτες της Πόλης.
Δεν είναι μικρό πράμα να κόβεις χέρια
και να βγάζεις μάτια από Ισαάκιους
Νεστόγγους και Μακρηνούς. Η γιαγιά
βέβαια έλεγε πως και λίγα τους έκανες,
αφού προσπάθησαν να σε δολοφονήσουν.
Και έλεγε ακόμη πως τους πρωταίτιους ,
τα αδέλφια του πεθερού σου του Λάσκαρι
, τους έριξες στη φυλακή και “ξέχασες”
να τους τιμωρήσεις με βαρύτερες
ποινές.
Ανήλεος εσύ … Που σαν πέθανες
ο λαός σου έχτισε εκκλησιά στο όνομά
σου …στο όνομα του Αγίου Ιωάννη του
Ελεήμονα .
Το `ξερε ο Πυρογιάννης.
Χαμογελούσε θλιμμένα κι έλεγε στην
γυναίκα που θα γεννούσε τους προγόνους
μου : δεν είναι ανήλεος ο βασιλιάς μου
, όχι δεν είναι. Και θα `έρθει μια μέρα
που θα το δουν οι άνθρωποι. Θα `ναι
καταστροφή για την πατρίδα να τους
αφήσει έτσι τους προδότες, αλλά πονάει
η καρδιά του για την τιμωρία τους.
Την
μέρα που δήθεν το έσκασε απ` την φυλακή
ανέγγιχτος ο Ανδρόνικος Νεστόγγος ήρθε
στο σπίτι τρέχοντας ο Πυρογιάννης να
της φωνάξει : Είναι άγιος άνθρωπος ο
βασιλιάς μας γυναίκα ... Βρήκε τον τρόπο
και αδερφικό αίμα να πάψει να χύνει και
μαλακός να μην φανεί … Τον άφησε τον
προδότη να δραπετεύσει.
Θα μου πεις,
τι στα λέω τώρα αυτά ε; Λες και δεν τα
ξέρεις… Αλλά να , έπρεπε να σου συστηθώ
και η μια κουβέντα έφερε την άλλη.
Έπρεπε
λέω , γιατί σε ξύπνησα να σου θυμίσω τον
όρκο που έδωσες στον Πυρογιάννη . Τότε
που σου τον φέρανε σακατεμένο από τους
Μογγόλους, θυμάσαι ; Είχε ήδη χάσει το
δεξί μάτι στην Ρόδο , τότε που επιτέθηκες
στον Λέοντα Γαβαλά. Απ` τους Μογγόλους
γύρισε εντελώς τυφλός . Τον φέρανε
ξαπλωμένο σε ένα κάρο με το κορμί
τσακισμένο. Μήνες τον παιδεύανε για να
τους μαρτυρήσει τ` όνομα του κατασκόπου
σου στην αυλή του Χάνου. Κι αυτός άνοιγε
το στόμα μόνο για να ουρλιάξει ... Του
σάλεψε στο τέλος οπότε οι Μογγόλοι το
πήραν απόφαση ότι δεν θα μάθαιναν τίποτε
απ` αυτόν . Παρακάλεσε τον Χάνο κι ο
Γουλιέλμος ντε Ρουμπρούκ , συνταξιδιώτης
του Πυρογιάννη τους δέκα τελευταίους
μήνες του 1.253 στο ταξίδι προς την Μογγολία,
και τελικά , στον έστειλαν πίσω με
αντάλλαγμα δυό φορές το βάρος του σε
χρυσάφι.
Αγκάλιασες έλεγε η γιαγιά
μου το παραμορφωμένο κορμί και τον
φιλούσες στα μάγουλα.
«Ο άνθρωπός μας
στην αυλή του Μονγκά αξίζει χίλιους
στρατούς», του είχες πει όταν τον
έστειλες. «Μόνον αυτός κρατάει τους
Μογγόλους μακριά μας . Άκου τι έχει να
σου πει και γύρνα πίσω αμέσως» .
Δεν
μπόρεσε ποτέ να σου μεταφέρει αυτά που
έμαθε απ` τον κατάσκοπο . Τα βασανιστήρια
του είχαν σακατέψει για πάντα σώμα και
νου. Αλλά ο άνθρωπός σου, αυτός που σου
είχε ήδη αποκαλύψει ότι ο δήθεν Θεόδουλος
λεγόταν Ραϋμόνδος , έμεινε ασύλληπτος
στην Μογγολία και συνέχισε να εργάζεται
για την Νίκαια. Οι Μογγόλοι κάψαν ,
ρημάξαν και ορθώσαν πυραμίδες από
κομμένα κεφάλια μέχρι Αυστρία και
Αλβανία, αλλά την Νίκαια δεν την
ακούμπησαν.
«Μην ανησυχείς για τίποτα
Πυρογιάννη », του είχες πει κρατώντας
τον στην αγκαλιά σου. «Σου ορκίζομαι να
φροντίσω εγώ για σένα , τα παιδιά σου
και τα παιδιά των παιδιών σου».
Αυτός
είναι ο λόγος που σου μιλάω τώρα. Το
παιδί των παιδιών του Πυρογιάννη σε
χρειάζεται . Τα παιδιά των παιδιών του
Πυρογιάννη έχουν ανάγκη από τον άνθρωπο
που έχτισε ένα κράτος δικαίου και
ευημερίας ενώ ταυτόχρονα πολεμούσε ,
με τους Φράγκους τους Βουλγάρους και
τους Ηπειρώτες Έλληνες να καραδοκούν
για το λάθος που θα επέτρεπε να τον
συντρίψουν . Αλλά εσύ βασιλιά δεν το
`κανες αυτό το λάθος! Ήσουν πάντα σωστός
, έτσι ; Και τις ελάχιστες φορές που σου
βρήκαν ψεγάδι ο λαός πρόθυμα στο συγχώρεσε
γιατί ήξερε πως το δικό του καλό είχες
στο νου σου. Όπως τότε που παντρεύτηκες
την δωδεκάχρονη κόρη του Γερμανού , μετά
που τσακίστηκε η κόρη του Λάσκαρι
πέφτοντας απ` τ` άλογο . Στράβωσα κομματάκι
σαν μου το` πε η γιαγιά μου.
«Παντρεύτηκε
δωδεκάχρονη; δηλαδή …» ρώτησα
κατάπληκτος.
«Ε, ναι και όχι …»
μουρμούρισε πονηρά η γιαγιά. «Βλέπεις
αυτή η μικρή Γερμανίδα πριγκίπισσα είχε
συνοδό μια πανέμορφη μαρκησία , την
Μαρκεζίνα όπως την αποκαλούσαν στο
παλάτι . Ε, κι ο Βατάτζης, ώριμος άντρας,
ένοιωθε πιο καλά μαζί της παρά με την
μικρή, παρόλο που του τραβούσε το αυτάκι
γι αυτή την σχέση ο Βλεμμύδης.»
Τώρα
θα μου πεις τι στον θυμίζω τον Βλεμμύδη;
Άγιος Πατέρας , τον εκτιμούσες , αλλά
υποθέτω θα θέλεις να ξεχάσεις την κριτική
του . Τέλος πάντων.
Ξέφυγα
πάλι…Στο θέμα μας … Ήρθε η ώρα να
ξεμαρμαρώσεις –ναι , κι αυτό το ξέρω .
Εσύ είσαι ο μαρμαρωμένος βασιλιάς ! Όλα
μου τα `πε η γιαγιά για σένα. Όλα! Μεγάλωσα
ακούγοντας για τον βασιλιά που αγόρασε
το ΄΄ωάτον΄΄ στέμμα της γυναίκας του
όχι από φόρους , αλλά με χρήματα από δική
του επιχείρηση . Για τον ηγέτη που τσάκισε
την διαφθορά. Για τον πατέρα που κατσάδιασε
δημόσια τον γιό του όταν τον είδε να
φορά πολυτελή ενδύματα πληρωμένα με
λεφτά του λαού. Για τον ηγέτη που διέταξε
τους υπηκόους του να αγοράζουν μόνο
προϊόντα της χώρας τους, αφήνοντας
εμβρόντητους τους Φράγκους με μια
άχρηστη εμπορική συμφωνία στο χέρι .
“Δεν απαγορεύεται η εισαγωγή φράγκικων
προϊόντων , αλλά ο βασιλιάς απαγορεύει
στο λαό του την αγορά τους”, ξεκαρδίζονταν
αγρότες και βιοτέχνες , με τους εμπόρους
να χαμογελούν κάτω απ` τα μουστάκια τους
κάθε φορά που εξυπηρετούσαν Δυτικοφερμένους
: “έχουμε και δικά σας αν θέλετε, λίγο
ακριβότερα βέβαια…”
Μας
την ξανάπεσαν οι Φράγκοι βασιλιά . Και
μας βρήκαν πάλι με Αγγέλους στον θρόνο.
Μην σου πω ότι, όπως και την άλλη φορά,
οι Άγγελοι τους κάλεσαν. Σήκω λοιπόν
Ιωάννη Δούκα Βατάτζη και σου ορκίζ …»
Το
βουητό που ακούστηκε απ` το πουθενά
τρόμαξε το σπουργίτι που πέταξε απ` το
πεύκο λίγα βήματα δίπλα απ` τον άντρα.
Ο άντρας αρπάχτηκε απ` τον βράχο για να
μην πέσει. Η γη τραντάχτηκε άλλη μια
φορά κάτω απ` τα πόδια του κι έπειτα μια
αφύσικη ησυχία σκέπασε την πλαγιά.
Η
φωνή απ` την άλλη μεριά του βράχου είχε
πάψει.
Ο άντρας άρχισε να τρέχει σαν
τρελός προς τον χωματόδρομο. Είδε το
μικρό ασημένιο αυτοκίνητο να προβάλλει
στην στροφή και πίεσε
τον εαυτό του να τρέξει γρηγορότερα. Το
έφτασε και πήδηξε μέσα λαχανιασμένος
.
«Τηλεφώνησες σπίτι ;» ρώτησε την
γυναίκα την στιγμή που αυτή κάρφωνε
βιαστικά την πρώτη ταχύτητα.
«Δεν το
σηκώνει», απάντησε η σύντροφός του με
την φωνή παραμορφωμένη από αγωνία.
Εφτά
λεπτά αργότερα και ενώ το αυτοκίνητο
άφηνε τον χωματόδρομο μέσα σ`ένα σύννεφο
σκόνης , άκουσε ανακουφισμένη τον άντρα
δίπλα της να φωνάζει : « έλα παιδί μου ,
που είσαι; Είσαι καλά…Τι γιατί ;»
Γύρισε
και τον είδε απορημένο με το κινητό
κολλημένο στο αυτί του να της γνέφει
καθησυχαστικά.
«Καλά , ερχόμαστε» ,
έκλεισε το κινητό με μια έκφραση
ανακούφισης να απλώνεται στο πρόσωπο
του .
«Τι είπε το παιδί ;» τον σκούντηξε
απαλά στο ώμο η γυναίκα.
«Όλα καλά, δεν
ένοιωσε τίποτε , ρωτούσε γιατί ανησυχήσαμε»,
απάντησε ο άντρας.
Η γυναίκα πίσω απ`
το τιμόνι τράβηξε στο πλάι μια γκρίζα
τούφα που της έπεφτε στα μάτια, σήκωσε
ελαφρά το πόδι της από το γκάζι και
απόρησε : «Πως είναι δυνατόν; Μου φάνηκε
πενταράκι! »
«Θα το κοιτάξουμε στο
ίντερνετ μόλις γυρίσουμε , αλλά το παιδί
λέει στο σπίτι όλα καλά», την καθησύχασε
ο άντρας.
«Πως θα το κοιτάξουμε δηλαδή
;»
«Αρχίζεις να ξεχνάς γυναίκα», την
πείραξε ο άντρας, «δεν σου είπα ότι
υπάρχει σελίδα που μπαίνεις , δίνεις
ημερομηνία και σου βγάζει χάρτη της
Ελλάδας με όλους τους σεισμούς της
συγκεκριμένης ημέρας ; Αλήθεια πόσο του
μήνα έχουμε σήμερα ;»
«Τέσσερις
Νοεμβρίου (*) … κατά τ` άλλα εγώ ξεχνάω
», του χαμογέλασε η γυναίκα καθώς έστριβε
στο δρομάκι που κατέληγε στο σπίτι τους.
Την
στιγμή που έσβηνε την μηχανή γύρισε και
τον κοίταξε σαν να της πέρασε ξαφνικά
κάτι απ` το νου :
«Τι έκανε τελικά αυτός
εκεί πάνω ;»
« Νομίζω προσεύχονταν»
, ακούστηκε ο άντρας χαμένος σε σκέψεις
.
ΤΕΛΟΣ
(*)
Τιμάται η μνήμη του Αγίου Ιωάννη του
Ελεήμονα , του Αγίου που ο
λαός αγιοποίησε δίχως να ρωτήσει την
ηγεσία της Εκκλησίας .