Παρασκευή 24 Απριλίου 2009

Ιστορίες γιά πολέμους

Λέει ο παππούς μας ο Ηρόδοτος - και μεταφέρω ελεύθερα :
Ήταν πολύ- πολύ παλιά τότε που το μεγάλο έθνος των Σκυθών αποφάσισε να εκστρατεύσει εναντίον την Μήδων. Κίνησαν το λοιπόν σύμπαντες οι άντρες να περάσουν τον Ελλήσποντο και να βαδίσουν σε τόπους μακρινούς .
Σαν έφτασαν -και νίκησαν- τους καλάρεσε τους Σκύθες, μιά κι ο τόπος ήταν πολύ πιό ανεπτυγμένος, έβρισκαν πολυτελειες που ούτε να φανταστούν μπορούσαν κι οι γυναίκες εκεί ήταν πιό κοκκέτες και περισσότερο εκλεπτυσμένες απ` τις δικές τους που σερβίριζαν το φα'ί' μέσα σε ανθρώπινα κρανία. Έτσι με το : " αντε ακόμη λίγο, να δοκιμάσουμε κι αυτήν, να πλιατσικολογήσουμε κι εκείνο, να καταστρέψουμε και τ` άλλο", πέρασαν ούτε λίγο ούτε πολύ 28 ολόκληρα χρονάκια... Ε, κάποτε τους έπιασε νοσταλγία. Ξέρετε... όπως κάποιους κυρίους-ες που αφού χορτάσουν ξινά και μέλια αποφασίζουν να γυρίσουν στην οικογενειακή εστία γιά να τελειώσουν τις μέρες τους στην ασφάλεια της οικογενειακής θαλπωρής.
Ναι αλλά... Οι γυναίκες πίσω στην Σκυθία δεν είχαν την απαιτούμενη υπομονή να τους περιμένουν (ντροπή τους τι είναι 28 χρόνια; Βαρβάρισσες όμως , τι περιμένεις; Ένώ η Πηνελόπη ε; -:)
Τα βόλεψαν λοιπόν οι καυμένες όπως μπορούσαν με τους δούλους τους. Κι από την ανόσια αυτή ένωση προέκυψαν βέβαια παιδιά. Τα αρσενικά εκ των οποίων ήταν ενήλικοι άντρες, όταν πιά οι Σκύθες εδέησαν να θυμηθούν την οικογενειακή θαλπωρή. Πρόβλημα! Οι γιοί των δούλων -κι οι μπαμπάδες τους- σαν έμαθαν ότι οι Σκύθες επιστρέφουν πήραν τα όπλα να τους πετάξουν έξω απ` την χώρα. Σιγά την χώρα δηλαδή, "Σκυθικήν ερημίαν" την σώζουν οι αρχαίες γραφές, αλλά όσο νά`ναι γι αυτούς πατρίδα ήταν. Έγινε πόλεμος πολύς και νικητής κανένας. Οι Σκύθες λυσσούσαν και ξεφύσαγαν και να το καταπιούν δεν μπορούσαν το χουνέρι που τους έλαχε. Μέχρι που ένας απ` αυτούς - ο σοφότερος κατά τα φαινόμενα- τους μαζεύει μιά μέρα και τους λέει:
"Ρε `σεις, πάτε καλά; Ρε, με τους δούλους καθόμαστε και πολεμάμε;"
"Και τι να κάνουμε αφού αυτοί σηκώσαν όπλα εναντίον μας;" ρωτάνε οι πολλοί από κάτω. "Και σαν σηκώσαν αυτοί, τι πάει να πεί; Πως θα σηκώσουμε κι εμείς τα δικά μας εναντίον τους; Δεν καταλαβαίνετε ρε χαϊβάνια πως έτσι τους δίνουμε την αξία που ζητάνε;" φωνάζει ο 'σοφός'.
"Ε και τι να κάνουμε δηλαδή", απορεί το πλήθος.
"Να πιάσουμε τα μαστίγια" προτείνει ο Σκύθης , "αυτά ξέρουν οι δούλοι, αυτά φοβούνται". Έτσι κι έγινε! Κατά τον Ηρόδοτο πιάσανε οι Σκύθες τα μαστίγια, οι δούλοι σκόρπισαν στις δουλειές τους, κι οι ηλικιωμένοι πολεμιστές μπήκαν -επιτέλους - στα σπίτια τους να πιούνε το γαλατάκι τους το φοραδίσιο, να θυμηθούν τα νιάτα τους.
Τέλος

---------------------

Υγ Η ιστορία αγγίζει βέβαια τα όρια του μύθου, αλλά η διαχρονική "αλήθεια" της επιβεβαιώνεται από μιά ανάλογη της επανάστασης του `21.