Απρίλιος 1204. Ένα νεογέννητο αγόρι γλιτώνει από τις φλόγες της πυρπολημένης Κωνσταντινούπολης. Οι Σταυροφόροι έχουν σκοτώσει τον πατέρα του. Αργότερα θα κάψουν την μητέρα του. Το αγόρι θα μεγαλώσει με θετούς γονείς και θα ζήσει κουβαλώντας δυο κληρονομιές: των φυσικών γονιών του, που κατάγονται από την ελληνική χερσόνησο, και των θετών, που έλκουν την καταγωγή τους από την Κωνσταντινούπολη.Μεγαλώνοντας, θα ζήσει τη βυζαντινή αντίσταση στη φραγκική ορμή για κατάκτηση, τις ίντριγκες και τους λυσσώδεις ανταγωνισμούς που στοχεύουν στην εξουσία παντί τρόπω, θα ερωτευτεί, θα γνωρίσει τις στέπες των απογόνων του Τζέκινς Χαν, και θα δει τον ίδιο του το γιο πειρατή, σφαγέα Φράγκων και Ελλήνων αδιακρίτως...Ένα μυθιστόρημα ποταμός. Περιπέτειες και τόποι, συμπεριφορές και ήθη, λεπτομέρειες και χρώματα αναβιώνουν οικογενειακές και πολιτικές υποθέσεις υψίστης σημασίας, με τα γεγονότα να καταπλήσσουν τον αναγνώστη σε κάθε σελίδα και να τον κάνουν να αναρωτιέται που σταματάει ο μύθος και που αρχίζει η αλήθεια της ιστορίας. Της ιστορίας μας.
(Από το οπισθόφυλλο του βιβλίου)
ΚΡΙΤΙΚΗ
Η Ιστορία, ως πηγή έμπνευσης και ως πεδίο μυθοπλαστικής άσκησης, φαίνεται ότι διατηρεί αμείωτη τη γοητεία της. Εδώ και αρκετά χρόνια, πολλοί συγγραφείς, δόκιμοι ή πρωτοεμφανιζόμενοι, επιστρέφουν εξακολουθητικά στο παρελθόν και επιχειρούν τη μυθοπλαστική ανάπλασή του, καθιστώντας πλέον το ιστορικό μυθιστόρημα ένα αναγνωρίσιμο είδος της σύγχρονης εγχώριας λογοτεχνικής παραγωγής. Πού οφείλεται όμως η εμφάνιση και η σταθεροποίηση της τάσης αυτής; Σε κάποια μόδα; Στην εύκολη άντληση ιδεών και θεμάτων από την πλούσια ιστορική δεξαμενή; Στην καταφυγή σ ένα εξιδανικευμένο παρελθόν μπροστά στην υπαρκτή ή φανταστική κρίση του παρόντος; Στο φόβο και στο κλείσιμο σ ένα εθνικό κέλυφος, ως αντίδραση στο άνοιγμα του κόσμου προς υπερεθνικά σύνολα και ως αντίσταση στην, μ έναν ορισμένο τρόπο θεωρούμενη, παγκοσμιοποίηση; Στο μεταμοντέρνο επαναπροσδιορισμό τής καταγωγής και τής συγκρότησης των κάθε είδους ταυτοτήτων; Στα ερωτήματα αυτά απαντούν μόνα τους πολλά από τα ιστορικά μυθιστορήματα, με τους κειμενικούς και νοηματικούς τους τρόπους, αναδεικνύοντας μάλιστα και μια πολλαπλότητα θεματικών και οπτικών. Συχνά όμως είναι έντονα παρούσες και οι αφηγηματικές δυσκολίες του είδους, όπως οι απλοϊκές περιγραφές, η υποταγή της μυθοπλασίας στη χρονικογραφία, οι σχηματικοί χαρακτήρες, η αναπαραγωγή της κυρίαρχης εθνικής αφήγησης και των ανάλογων στερεοτύπων.Αφορμή για τις παραπάνω παρατηρήσεις είναι η πρόσφατη κυκλοφορία ενός ακόμα ιστορικού μυθιστορήματος, το οποίο εξεδόθη από την «Εστία», με τον τίτλο «Το σημάδι» και συγγραφέα τον Θεόφιλο Ελευθεριάδη. Πρόκειται για το δεύτερο βιβλίο του συγγραφέα, μετά «Το τελευταίο θαύμα», που κυκλοφόρησε το καλοκαίρι του 2004 (!), από τις εκδόσεις «Ερωδιός» της Θεσσαλονίκης και ανήκει κι αυτό στο ίδιο είδος. Ο Ελευθεριάδης γεννήθηκε το 1960 στην Καβάλα, όπου ζει και εργάζεται και παρ όλο που το αντικείμενο των σπουδών του ήταν άλλο, φαίνεται ότι τον ελκύει, τουλάχιστον ως συγγραφέα, το ιστορικό παρελθόν. Χαρακτηριστικό είναι ότι, και στα δύο μυθιστορήματά του, παραθέτει μια πλούσια βιβλιογραφία, την οποία προφανώς χρησιμοποίησε για τις αφηγήσεις του. Μετά τους ελληνιστικούς χρόνους, στους οποίους εκτυλίσσεται το πρώτο του μυθιστόρημα, στο «Σημάδι» ο Ελευθεριάδης επέλεξε την εποχή της Φραγκοκρατίας ως τον ιστορικό καμβά της μυθοπλασίας του. Η περίοδος αυτή, η οποία αρχίζει από την κατάληψη της Κωνσταντινούπολης το 1204 από τους Λατίνους σταυροφόρους και τελειώνει με την ανάκτησή της το 1261, είναι πλουσιότατη σε πολιτικά και πολεμικά γεγονότα και σε πολλαπλές πολιτισμικές ανακατατάξεις. Λογοτεχνικά όμως, άφησε σχετικά αδιάφορους τους εγχώριους πεζογράφους, με σημαντικότερη εξαίρεση τον Αγγελο Τερζάκη και το κλασικό πλέον μυθιστόρημά του «Η πριγκιπέσα Ιζαμπώ».Ο Ελευθεριάδης αρχίζει την αφήγησή του τις φρικτές μέρες της κατάληψης της Πόλης με τη γέννηση του βασικού του ήρωα Πορφύριου, τη ζωή τού οποίου παρακολουθεί στενά. Με τον ίδιο τρόπο αποδίδει αργότερα και την πορεία του γιου του Θεόδωρου, του άλλου ήρωά του. Πρόκειται όμως για δύο εντελώς διαφορετικές διαδρομές. Ο Πορφύριος, βρέφος ακόμα, καταφεύγει με τη μητέρα του στο νεοσύστατο κράτος της Νίκαιας, όπου υιοθετείται από έναν ευγενή και συγκλητικό και ανατρέφεται αρχοντικά. Εξαιρετικά φιλομαθής και υπεύθυνος, παρά τις κάποιες αντιξοότητες θα ενταχθεί στη διοίκηση του κράτους και θα υπηρετήσει τους βασιλείς της Νίκαιας. Τον ιδρυτή του κράτους Θεόδωρο Λάσκαρη αρχικά, τον πανάξιο διάδοχό του Ιωάννη Βατάτζη αργότερα, τον ανεπαρκή Θεόδωρο Β Λάσκαρη, όταν φυλακίστηκε κιόλας, και τέλος τον Μιχαήλ Παλαιολόγο, επί των ημερών τού οποίου ανακτήθηκε η Πόλη. Ο Θεόδωρος, ατίθασος και παραβατικός από μικρός, θα φύγει από τη Νίκαια και σε λίγα χρόνια θα αναδειχθεί σ έναν αδίστακτο πειρατή στο Αιγαίο. Οι δυο τους θα συναντηθούν στην Κωνσταντινούπολη πια, όταν ο Θεόδωρος αρχίζει σιγά σιγά να μεταστρέφεται και εντάσσεται στο ναυτικό του αυτοκράτορα, αναλαμβάνοντας μάλιστα και διάφορες εμπιστευτικές αποστολές.Ο συγγραφέας οργανώνει τη μυθοπλασία του γύρω από τους δύο ήρωές του και τις διαφορετικές εμπειρίες και περιπέτειές τους. Η αφήγηση ανελίσσεται σ ένα χρονικό διάστημα εξήντα και πλέον χρόνων και επεισόδιά της εκτυλίσσονται σ όλο τον πρώην βυζαντινό χώρο και πολλούς ακόμα τόπους. Μάλιστα, θυμίζοντας και το προτελευταίο μυθιστόρημα του Ουμπέρτο Εκο «Μπαουντολίνο», φθάνει στα βάθη της Ασίας, μ αφορμή ένα μακροχρόνιο πρεσβευτικό ταξίδι του Πορφύριου στον Χάνο των Μογγόλων και περιγράφει τους τόπους, τους λαούς και πολλές συνήθειές τους. Οι πολεμικές δε συγκρούσεις, τα πειρατικά ρεσάλτα και η αιχμαλωσία ανθρώπων για τα σκλαβοπάζαρα, η ωμή βία, η γενικευμένη ανασφάλεια και οι λεηλασίες, οι αυλικές ίντριγκες και οι συνωμοσίες αναπλάθονται συχνά και πειστικά. Εκείνο όμως που αναδεικνύει ιδιαίτερα ο Ελευθεριάδης, και σε βάρος μάλιστα της ισορροπίας της αφήγησής του, είναι η πολιτικοστρατιωτική συγκυρία της περιόδου. Ετσι, περιγράφει την κατανομή των εδαφών τής καταλυμένης αυτοκρατορίας σε λατινικά βασίλεια, αλλά και την ίδρυση από βυζαντινούς ηγέτες κρατών, όπως της Νίκαιας, της Τραπεζούντας, του Δεσποτάτου της Ηπείρου. Με επίκεντρο δε το βασίλειο της Νίκαιας, περιγράφει τον ανταγωνισμό μεταξύ των βυζαντινών κρατών για την κληρονομιά τής αυτοκρατορίας και την ανακατάληψη της Πόλης και τις επακόλουθες, αντιφατικές και διαρκώς μεταβαλλόμενες, σχέσεις πολέμου και συμμαχιών ανάμεσά τους. Προβάλει ιδιαίτερα τις συνεχείς συγκρούσεις με τους Φράγκους και τη διάχυτη λαϊκή αντίσταση εναντίον τους, καθώς και την έντονη θρησκευτική αντίθεση που φθάνει έως την άρνηση οποιασδήποτε μορφής ένωσης με τη δυτική εκκλησία, όπως αυτή την οποία επιχείρησε ο Μιχαήλ Παλαιολόγος για πολιτικούς καθαρά λόγους. Μέσα σ αυτό το περιβάλλον ζουν και κινούνται οι επινοημένοι μαζί με τους ιστορικά υπαρκτούς ήρωες του συγγραφέα. Συχνά όμως αποδίδονται μονοδιάστατοι και σχηματικοί, αφού προκρίνεται ο ρόλος τους στην πολιτική συγκυρία και υποβαθμίζονται τα αισθήματα, οι εσωτερικές συγκρούσεις, τα άλλα ανθρώπινα χαρακτηριστικά τους εν τέλει. Εξαίρεση αποτελεί ο Θεόδωρος και η απόδοση της μεταστροφής του.
Κλισέ «εθνικής» αφήγησης
Η αφήγηση ανελίσσεται γραμμικά και ακολουθεί τη χρονική και ιστορική εξέλιξη. Για την εισαγωγή δε σ αυτήν, ο Ελευθεριάδης χρησιμοποιεί το συνηθισμένο πλέον εύρημα της υποτιθέμενης ανακάλυψης κάποιων χειρογράφων και της παράθεσής τους εν συνεχεία. Ενας σύγχρονος, αδιάφορος μάλλον, νέος, «κληρονομεί» από κάποιον μακρινό του συγγενή τα τετράδια με τα αποτελέσματα των ερευνών του για την ιστορία και τη διαδρομή της οικογενείας τους. Η ανάγνωση των τετραδίων από τον ίδιο εγκιβωτίζεται στην αφήγηση και αποτελεί τον κύριο κορμό της. Τα αφηγούμενα και η συνέχεια της οικογενειακής καταγωγής επιβεβαιώνονται, με έναν σχεδόν μεταφυσικό τρόπο, όταν ο νεογέννητος γιος του έχει ένα χαρακτηριστικό σημάδι ανάμεσα στα δάκτυλα του χεριού του, όπως ο Θεόδωρος και άλλοι από τους προγόνους του. Εκτός όμως από την οικογενειακή συνέχεια, το μυθιστόρημα αποδέχεται και προβάλλει το θεώρημα της αδιατάρακτης συνέχειας του Ελληνισμού και άλλα πολλά μοτίβα και κλισέ της κυρίαρχης «εθνικής» ιστορικής αφήγησης για την περίοδο αυτή (και όχι μόνο). Εμφανίζει με έναν υπερβολικό τρόπο την ελληνική συνείδηση ως ήδη διαμορφωμένη και μαζικά αποδεκτή, ενώ σπερματικά μόνο διακρινόταν σε κάποιους κύκλους λογίων. Παρά τις όποιες ενστάσεις και παρατηρήσεις όμως, ο Ελευθεριάδης κατασκευάζει μιαν ικανοποιητική μυθιστορηματική σύνθεση με εξαιρετική ανάπλαση μιας σχετικά άγνωστης εποχής και με στρωτή και ρέουσα αφήγηση.
ΚΩΣΤΑΣ ΚΑΡΑΚΩΤΙΑΣΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ - 03/06/2005
Τρίτη 20 Ιανουαρίου 2009
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Αυτό το σχόλιο αφαιρέθηκε από τον συντάκτη.
ΑπάντησηΔιαγραφή"Εμφανίζει με έναν υπερβολικό τρόπο την ελληνική συνείδηση ως ήδη διαμορφωμένη και μαζικά αποδεκτή, ενώ σπερματικά μόνο διακρινόταν σε κάποιους κύκλους λογίων"
ΑπάντησηΔιαγραφήΊσως το παραπάνω απόσπασμα από την κριτική του κυρίου Κ. Καρακωτιά να είναι αλήθεια. Ίσως και όχι.
Την δική μου αντίληψη διαμόρφωσαν πληροφορίες όπως οι ακόλουθες :
Ο αυτοκράτωρ Θεόδωρος Β΄ Λάσκαρις ονόμαζε την αυτοκρατορία "Ελληνικόν" και "Ελλάδα" .
πηγή : Χ. Κρικώνης, Θεοδώρου Β΄ Λασκάρεως περί Χριστιανικής Θεολογίας Λόγοι, εκδ University Studio Press, Θεσσαλονίκη, 1990
-------------------------------
Ο Μιχαήλ Η΄ Παλαιολόγος εκφωνεί λόγο πριν την θριαμβευτική του είσοδο στην ανακαταληφθείσα από τους Φραγκους Κωνσταντινούπολη , στον οποίο μεταξύ άλλων λέει ότι οι Έλληνες απ` τα βάθη των αιώνων είναι προορισμένοι απ` τον Θεό να ηγούνται Ευρώπης και Ασίας.
πηγή: Κ. Κωτσιόπουλος , Το κίνημα των Ζηλωτών στην Θεσσαλονίκη, 1342-1349, Ιστορική, Θεολογική και Κοινωνική διερεύνηση.
(Διδακτορική Διατριβή)
--------------------------------
"Και έστιν ιδείν και Λατίνον ενταύθα παιδοτριβούμενον και Σκύθην ελληνίζοντα και Ρωμαίον τα των Ελλήνων συγγράματα μεταχειριζόμενον και τον αγράμματον Έλληνα ορθώς ελληνίζοντα"
Άννα Κομνηνή, Αλεξιάδα, Εκδ. Άγρας Β' τόμος, σελ.232, Αθήνα , 1990 . Ή Άννα Κομνηνή έζησε τον 11ο και 12ο αι. μΧ και ήταν κόρη του αυτοκράτορα Αλέξιου Κομνηνού.
Αδυνατώ να φανταστώ πως ελλήνιζε ορθώς ο αγράμματος Έλληνας του 11ου αι. δίχως να έχει ελληνική συνείδηση.